στοιχέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(strοng)
(T21)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of steicho (to [[range]] in [[regular]] [[line]]); to [[march]] in ([[military]]) [[rank]] ([[keep]] [[step]]), i.e. ([[figuratively]]) to [[conform]] to [[virtue]] and [[piety]]: [[walk]] ([[orderly]]).
|strgr=from a derivative of steicho (to [[range]] in [[regular]] [[line]]); to [[march]] in ([[military]]) [[rank]] ([[keep]] [[step]]), i.e. ([[figuratively]]) to [[conform]] to [[virtue]] and [[piety]]: [[walk]] ([[orderly]]).
}}
{{Thayer
|txtha=στοίχω; [[future]] στοιχήσω; ([[στοῖχος]] a [[row]], [[series]]);<br /><b class="num">a.</b> to [[proceed]] in a [[row]], go in [[order]]: [[Xenophon]], Cyril 6,3,34; [[metaphorically]], to go on [[prosperously]], to [[turn]] [[out]] [[well]]: of things, כָּשֵׁר.<br /><b class="num">b.</b> to [[walk]]: [[with]] a locative dative (Winer s Grammar, § 31,1a. cf. p. 219 (205); [[yet]] cf. Buttmann, § 133,22b.). τοῖς ἴχνεσι τίνος, in the steps of [[one]], i. e. [[follow]] his [[example]], to [[direct]] [[one]]'s [[life]], to [[live]], [[with]] a dative of the [[rule]] (Buttmann, as [[above]]), εἰ πνεύματι ... στοιχῶμεν, if the Holy Spirit animates us ([[see]] [[ζάω]], I:3 [[under]] the [[end]]), [[let]] us [[exhibit]] [[that]] [[control]] of the Spirit in [[our]] [[life]], τῷ κανόνι, according to the [[rule]], τῷ [[αὐτῷ]] ([[where]] adds κανόνι, Winer s Grammar, § 43,5d.; cf. Buttmann, § 140,18 at the [[end]]), (τῷ παραδειγματι τίνος, Clement, hom. 10,15); [[with]] a participle denoting the [[manner]] of acting, στοιχεῖς [[τόν]] νόμον φυλάσσων, so walkest as to [[keep]] the [[law]] (A. V. walkest [[orderly]], [[keeping]] etc.), Romans , vol. iii., p. 142. Compare:
}}
}}

Revision as of 18:02, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχέω Medium diacritics: στοιχέω Low diacritics: στοιχέω Capitals: ΣΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: stoichéō Transliteration B: stoicheō Transliteration C: stoicheo Beta Code: stoixe/w

English (LSJ)

   A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int.19b24.    2 correspond, ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν OGI458.52 (i B.C.).    3 to be satisfactory to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα BGU 317.14 (vi A.D.), cf. Sammelb.6258 (v/vi A.D.), etc.    II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ SIG734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65; τῷ νομίσματι S.E.M.1.178; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59; Πνεύματι Ep.Gal.5.25, cf. Ep.Phil.3.16; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; στοίχεις (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45 (Pergam., ii B.C.); μιᾷ σ. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα CPR30 ii 41 (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5 (Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.

German (Pape)

[Seite 946] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάθος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Uebertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχέω: μέλλ. -ήσω, (στοῖχος) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ ἵσταται μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄ , 105· - ἐντεῦθεν, βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ στοιχεῖον ἢ γραμμήν, βαδίζω παρά τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις αὐτόθι 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être aligné ou marcher en rang;
2 se conformer à, τινι.
Étymologie: στοῖχος.

English (Strong)

from a derivative of steicho (to range in regular line); to march in (military) rank (keep step), i.e. (figuratively) to conform to virtue and piety: walk (orderly).

English (Thayer)

στοίχω; future στοιχήσω; (στοῖχος a row, series);
a. to proceed in a row, go in order: Xenophon, Cyril 6,3,34; metaphorically, to go on prosperously, to turn out well: of things, כָּשֵׁר.
b. to walk: with a locative dative (Winer s Grammar, § 31,1a. cf. p. 219 (205); yet cf. Buttmann, § 133,22b.). τοῖς ἴχνεσι τίνος, in the steps of one, i. e. follow his example, to direct one's life, to live, with a dative of the rule (Buttmann, as above), εἰ πνεύματι ... στοιχῶμεν, if the Holy Spirit animates us (see ζάω, I:3 under the end), let us exhibit that control of the Spirit in our life, τῷ κανόνι, according to the rule, τῷ αὐτῷ (where adds κανόνι, Winer s Grammar, § 43,5d.; cf. Buttmann, § 140,18 at the end), (τῷ παραδειγματι τίνος, Clement, hom. 10,15); with a participle denoting the manner of acting, στοιχεῖς τόν νόμον φυλάσσων, so walkest as to keep the law (A. V. walkest orderly, keeping etc.), Romans , vol. iii., p. 142. Compare: