λόγια: Difference between revisions
(23) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (Μ [[λόγια]])<br /><b>1.</b> λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «με δυο [[λόγια]]» ή «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[κοντολογίς]]<br />β) «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μάταια]] [[προσπαθώ]] να πείσω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κακά]] [[λόγια]]» — αισχρολογίες, βωμολοχίες<br />β) «καλά [[λόγια]]» — επαινετικοί λόγοι<br />γ) «μεγάλα [[λόγια]]» ή «παχιά [[λόγια]]» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην [[πραγματικότητα]], μεγαλοστομίες<br />δ) «[[μπερδεύω]] τα [[λόγια]] μου» ή «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μπερδεύω]] τις λέξεις, [[παθαίνω]] γλωσσοδέτη<br />ε) «με άλλα [[λόγια]]» — [[δηλαδή]]<br />στ) «άλλα [[λόγια]]» — ας αλλάξουμε [[θέμα]] συζήτησης<br />ζ) «[[λόγια]] μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες<br />η) «[[λόγια]] του αέρα» ή «[[λόγια]] της καραβάνας»<br />i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα<br />ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται<br />θ) «[[λόγια]] τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, [[φλυαρία]] [[χωρίς]] [[νόημα]]<br />ι) «[[είμαι]] όλο [[λόγια]]» — [[υπόσχομαι]] [[πολλά]] και δεν [[κάνω]] [[τίποτε]]<br />ια) «[[είμαι]] μόνο [[λόγια]]» — [[παρουσιάζομαι]] ως [[τολμηρός]], [[χωρίς]] να το [[αποδεικνύω]] έμπρακτα<br />ιβ) «[[μασώ]] τα [[λόγια]] μου» — [[αποφεύγω]] να μιλήσω για [[κάτι]], δεν [[υπόσχομαι]], δεν [[μιλώ]] ξεκάθαρα<br />ιγ) «[[παίρνω]] [[λόγια]]» — [[αποσπώ]] [[μυστικά]] από κάποιον<br />ιδ) «με δικά μου [[λόγια]]» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις<br />ιε) «δεν [[παίρνω]] από [[λόγια]]»<br />i) δεν πείθομαι<br />ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν [[υπακούω]]<br />ιστ) «[[βάζω]] [[λόγια]]» — [[διαδίδω]] συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες<br />ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) [[λόγια]]» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε<br />ιη) «[[λόγια]] του κόσμου» — αβάσιμες φήμες, [[συνήθως]] δυσφημιστικές<br />ιθ) «δεν μού αρέσουν τα [[λόγια]]» — [[αποφεύγω]] τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις<br />κ) «από τα [[λόγια]] ήλθαν στα χέρια» — [[πρώτα]] λογομάχησαν και [[κατόπιν]] συνεπλάκησαν<br />κα) «κρύβε [[λόγια]]» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα [[μυστικά]] σου<br />κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια [[λόγια]]» — [[είναι]] [[ακατάλληλος]] ο [[χρόνος]] για πολλές κουβέντες<br />κγ) «άλλα [[λόγια]] ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη [[συζήτηση]] αλλάζοντας [[θέμα]]<br />κδ) «δεν έχω [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν [[βρίσκω]] [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» — [[νιώθω]] [[μεγάλη]] [[ευγνωμοσύνη]] για αυτό που μού έκανες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[χίλια]] [[λόγια]] ένα άσπρο» — η [[φλυαρία]] [[είναι]] μάταιη, δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «τα [[πολλά]] [[λόγια]] [[είναι]] [[φτώχεια]]» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει [[συνεχώς]], [[αλλά]] όχι επί της ουσίας<br />γ) «με τα [[λόγια]] [[κτίζω]] ανώγια και κατώγια» — [[είναι]] εύκολο να λέω επιπόλαια [[κάτι]], [[αλλά]] δύσκολο να το πραγματοποιήσω<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] [[λόγια]]» — οι [[δέκα]] εντολές<br />β) «μέ [[λόγια]]» — θεωρητικά, υποθετικά<br />γ) «[[μπαίνω]] εἰς [[λόγια]]»<br />i) [[διχογνωμώ]], [[φιλονικώ]]<br />ii) [[μιλώ]], [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ξεκίνησε ως [[πληθυντικός]] του <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, πιθ. από φράσεις όπως «[[λόγια]] Κυρίου» ή «[[λόγια]] Θεού», που από τη [[σημασία]] «ρητά» (<b>βλ. λ.</b> [[λόγιον]]) έφθασαν να σημαίνουν [[απλώς]] «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα [[είδος]] λέξης «μόνο [[κατά]] πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', [[παράλληλος]] [[τύπος]] πληθυντικού του [[λόγος]], [[ήτοι]] [[λόγος]] —λόγοι</i> / [[λόγια]] ( | |mltxt=τα (Μ [[λόγια]])<br /><b>1.</b> λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «με δυο [[λόγια]]» ή «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[κοντολογίς]]<br />β) «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μάταια]] [[προσπαθώ]] να πείσω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κακά]] [[λόγια]]» — αισχρολογίες, βωμολοχίες<br />β) «καλά [[λόγια]]» — επαινετικοί λόγοι<br />γ) «μεγάλα [[λόγια]]» ή «παχιά [[λόγια]]» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην [[πραγματικότητα]], μεγαλοστομίες<br />δ) «[[μπερδεύω]] τα [[λόγια]] μου» ή «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μπερδεύω]] τις λέξεις, [[παθαίνω]] γλωσσοδέτη<br />ε) «με άλλα [[λόγια]]» — [[δηλαδή]]<br />στ) «άλλα [[λόγια]]» — ας αλλάξουμε [[θέμα]] συζήτησης<br />ζ) «[[λόγια]] μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες<br />η) «[[λόγια]] του αέρα» ή «[[λόγια]] της καραβάνας»<br />i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα<br />ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται<br />θ) «[[λόγια]] τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, [[φλυαρία]] [[χωρίς]] [[νόημα]]<br />ι) «[[είμαι]] όλο [[λόγια]]» — [[υπόσχομαι]] [[πολλά]] και δεν [[κάνω]] [[τίποτε]]<br />ια) «[[είμαι]] μόνο [[λόγια]]» — [[παρουσιάζομαι]] ως [[τολμηρός]], [[χωρίς]] να το [[αποδεικνύω]] έμπρακτα<br />ιβ) «[[μασώ]] τα [[λόγια]] μου» — [[αποφεύγω]] να μιλήσω για [[κάτι]], δεν [[υπόσχομαι]], δεν [[μιλώ]] ξεκάθαρα<br />ιγ) «[[παίρνω]] [[λόγια]]» — [[αποσπώ]] [[μυστικά]] από κάποιον<br />ιδ) «με δικά μου [[λόγια]]» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις<br />ιε) «δεν [[παίρνω]] από [[λόγια]]»<br />i) δεν πείθομαι<br />ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν [[υπακούω]]<br />ιστ) «[[βάζω]] [[λόγια]]» — [[διαδίδω]] συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες<br />ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) [[λόγια]]» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε<br />ιη) «[[λόγια]] του κόσμου» — αβάσιμες φήμες, [[συνήθως]] δυσφημιστικές<br />ιθ) «δεν μού αρέσουν τα [[λόγια]]» — [[αποφεύγω]] τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις<br />κ) «από τα [[λόγια]] ήλθαν στα χέρια» — [[πρώτα]] λογομάχησαν και [[κατόπιν]] συνεπλάκησαν<br />κα) «κρύβε [[λόγια]]» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα [[μυστικά]] σου<br />κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια [[λόγια]]» — [[είναι]] [[ακατάλληλος]] ο [[χρόνος]] για πολλές κουβέντες<br />κγ) «άλλα [[λόγια]] ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη [[συζήτηση]] αλλάζοντας [[θέμα]]<br />κδ) «δεν έχω [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν [[βρίσκω]] [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» — [[νιώθω]] [[μεγάλη]] [[ευγνωμοσύνη]] για αυτό που μού έκανες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[χίλια]] [[λόγια]] ένα άσπρο» — η [[φλυαρία]] [[είναι]] μάταιη, δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «τα [[πολλά]] [[λόγια]] [[είναι]] [[φτώχεια]]» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει [[συνεχώς]], [[αλλά]] όχι επί της ουσίας<br />γ) «με τα [[λόγια]] [[κτίζω]] ανώγια και κατώγια» — [[είναι]] εύκολο να λέω επιπόλαια [[κάτι]], [[αλλά]] δύσκολο να το πραγματοποιήσω<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] [[λόγια]]» — οι [[δέκα]] εντολές<br />β) «μέ [[λόγια]]» — θεωρητικά, υποθετικά<br />γ) «[[μπαίνω]] εἰς [[λόγια]]»<br />i) [[διχογνωμώ]], [[φιλονικώ]]<br />ii) [[μιλώ]], [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ξεκίνησε ως [[πληθυντικός]] του <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, πιθ. από φράσεις όπως «[[λόγια]] Κυρίου» ή «[[λόγια]] Θεού», που από τη [[σημασία]] «ρητά» (<b>βλ. λ.</b> [[λόγιον]]) έφθασαν να σημαίνουν [[απλώς]] «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα [[είδος]] λέξης «μόνο [[κατά]] πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', [[παράλληλος]] [[τύπος]] πληθυντικού του [[λόγος]], [[ήτοι]] [[λόγος]] —λόγοι</i> / [[λόγια]] ([[πρβλ]]. και [[βράχος]] - <i>βράχοι</i> / <i>βράχια</i>, [[χρόνος]] - <i>χρόνοι</i> / [[χρόνια]] <b>κ.λπ.</b>). Τέτοια ουσιαστικά χαρακτηρίζονται ως «διπλότυπα»]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[prophesy]], [[message from heaven]], [[something predicted]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
English (Thayer)
λογίας, ἡ (from λέγω to collect) (Vulg. collecta), a collection: of money gathered for the relief of the poor, Winer's Grammar, 25).)
Greek Monolingual
τα (Μ λόγια)
1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι
2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» — κοντολογίς
β) «χάνω τα λόγια μου» — μάταια προσπαθώ να πείσω
νεοελλ.
φρ. α) «κακά λόγια» — αισχρολογίες, βωμολοχίες
β) «καλά λόγια» — επαινετικοί λόγοι
γ) «μεγάλα λόγια» ή «παχιά λόγια» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μεγαλοστομίες
δ) «μπερδεύω τα λόγια μου» ή «χάνω τα λόγια μου» — μπερδεύω τις λέξεις, παθαίνω γλωσσοδέτη
ε) «με άλλα λόγια» — δηλαδή
στ) «άλλα λόγια» — ας αλλάξουμε θέμα συζήτησης
ζ) «λόγια μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες
η) «λόγια του αέρα» ή «λόγια της καραβάνας»
i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα
ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται
θ) «λόγια τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, φλυαρία χωρίς νόημα
ι) «είμαι όλο λόγια» — υπόσχομαι πολλά και δεν κάνω τίποτε
ια) «είμαι μόνο λόγια» — παρουσιάζομαι ως τολμηρός, χωρίς να το αποδεικνύω έμπρακτα
ιβ) «μασώ τα λόγια μου» — αποφεύγω να μιλήσω για κάτι, δεν υπόσχομαι, δεν μιλώ ξεκάθαρα
ιγ) «παίρνω λόγια» — αποσπώ μυστικά από κάποιον
ιδ) «με δικά μου λόγια» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις
ιε) «δεν παίρνω από λόγια»
i) δεν πείθομαι
ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν υπακούω
ιστ) «βάζω λόγια» — διαδίδω συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες
ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) λόγια» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε
ιη) «λόγια του κόσμου» — αβάσιμες φήμες, συνήθως δυσφημιστικές
ιθ) «δεν μού αρέσουν τα λόγια» — αποφεύγω τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις
κ) «από τα λόγια ήλθαν στα χέρια» — πρώτα λογομάχησαν και κατόπιν συνεπλάκησαν
κα) «κρύβε λόγια» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα μυστικά σου
κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» — είναι ακατάλληλος ο χρόνος για πολλές κουβέντες
κγ) «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη συζήτηση αλλάζοντας θέμα
κδ) «δεν έχω λόγια να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν βρίσκω λόγια να σ' ευχαριστήσω» — νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό που μού έκανες
3. παροιμ. α) «χίλια λόγια ένα άσπρο» — η φλυαρία είναι μάταιη, δεν έχει καμιά αξία
β) «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει συνεχώς, αλλά όχι επί της ουσίας
γ) «με τα λόγια κτίζω ανώγια και κατώγια» — είναι εύκολο να λέω επιπόλαια κάτι, αλλά δύσκολο να το πραγματοποιήσω
μσν.
φρ. α) «δέκα λόγια» — οι δέκα εντολές
β) «μέ λόγια» — θεωρητικά, υποθετικά
γ) «μπαίνω εἰς λόγια»
i) διχογνωμώ, φιλονικώ
ii) μιλώ, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξεκίνησε ως πληθυντικός του λόγ-ιον, πιθ. από φράσεις όπως «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεού», που από τη σημασία «ρητά» (βλ. λ. λόγιον) έφθασαν να σημαίνουν απλώς «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα είδος λέξης «μόνο κατά πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', παράλληλος τύπος πληθυντικού του λόγος, ήτοι λόγος —λόγοι / λόγια (πρβλ. και βράχος - βράχοι / βράχια, χρόνος - χρόνοι / χρόνια κ.λπ.). Τέτοια ουσιαστικά χαρακτηρίζονται ως «διπλότυπα»].