ψηφοφορία: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(13) |
m (Text replacement - "ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία" to "διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, [[ἐ...) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psifoforia | |Transliteration C=psifoforia | ||
|Beta Code=yhfofori/a | |Beta Code=yhfofori/a | ||
|Definition=ἡ, Dor. | |Definition=ἡ, Dor. [[ψαφοφορία|ψᾱφοφορία]],<br><span class="bld">A</span> [[vote by ballot]], Arist.''Pol.''1268a2; opp. [[χειροτονία]], Id.''Rh.Al.'' 1446b22: generally, [[voting]], Foed.Delph.Pell.1''A''12, Phld.''Rh.''2.189S., D.H.4.20, 7.59, Plu.''Cor.''20, etc.; <b class="b3">αἱ ὑπατικαὶ ψ.</b> [[voting]] at the [[consular]] [[comitia]], Id.''Marc.''4.<br><span class="bld">2</span> [[judgment]], [[decree]], θεοῦ J.''AJ'' 4.2.4.<br><span class="bld">3</span> Astron., [[calculation]], Ptol.''Alm.''4.9(pl.), Procl.''Hyp.''1.27, etc.:—sts. written [[ψηφηφορία]], as in Arist.''Rh.Al.''l.c. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1398.png Seite 1398]] ἡ, das Stimmgeben, Abstimmen; Arist. pol. 2, 8; Plut. Cor. 20. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action d'apporter son vote ; vote : αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι PLUT votes aux comices consulaires.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφοφόρος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψηφοφορία -ας, ἡ [ψηφοφορέω] het stemmen, stemming:. διὰ ψηφοφορίας door middel van stemming Aristot. Pol. 1268a2; ἐπισχεῖν τὴν ψηφοφορίαν de stemming ophouden Plut. Aem. 31.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψηφοφορία:''' ἡ [[подача голосов]], [[голосование]] Arst., Plut.: αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι Plut. (в Риме) голосование в консульских комициях ([[comitia]] consularia или consulibus creandis). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψηφοφορία''': ἡ, τὸ ψηφοφορεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 8, 5, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 16· - [[καθόλου]], τὸ ψηφίζεσθαι, Διον. Ἁλ. 4. 20., 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 20, κ. ἀλλ.· αἱ ὑπατικαὶ ψ., [[ψηφοφορία]] ἐν ταῖς τῶν ὑπάτων ἀρχαιρεσίαις, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 4· - συχνάκιςφέρεται ψηφηφορία, ὡς παρὰ Διον, τῷ Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και [[ψηφηφορία]] Α [[ψηφοφόρος]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψηφοφορώ]], το να ψηφίζει [[κάποιος]] (α. «[[μετά]] το [[τέλος]] της ψηφοφορίας άρχισε η [[καταμέτρηση]] τών [[ψήφων]]» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας ᾤετο [[γίγνεσθαι]] δεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> η [[διαδικασία]] που κατατείνει, με [[βάση]] τις προτιμήσεις τών ψηφοφόρων, στην [[εξαγωγή]] ενός αποτελέσματος το οποίο εκφράζει τη γενική [[βούληση]] ή [[προτίμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[υπολογισμός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι» — ψηφοφορίες για την [[ανάδειξη]] υπάτων (<b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψηφοφορία:''' ἡ, [[ψηφοφορία]] με ψήφο, σε Αριστ.· γενικά, [[ψηφοφορία]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ψηφοφορία]], ἡ,<br />[[vote]] by [[ballot]], Arist.: [[generally]], voting, Plut. [from [[ψηφοφόρος]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[voting]]=== | |||
Afrikaans: stemming; Arabic: تَصْوِيت; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: [[votation]]; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: [[Abstimmung]]; Greek: [[ψήφιση]]; Ancient Greek: [[διαφορά]], [[διαψήφισις]], [[διαψηφισμός]], [[ἐπιχειροτονία]], [[χειροτονία]], [[ψάφιξξις]], [[ψαφοφορία]], [[ψήφισις]], [[ψηφοφορία]]; Italian: [[votazione]]; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: [[votação]]; Russian: [[голосование]]; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: [[votación]]; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування | |||
===[[decree]]=== | |||
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: [[décret]]; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: [[Erlass]], [[Dekret]], [[Verordnung]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: [[ἅδος]], [[ἀκρίβασμα]], [[ἁλίασμα]], [[ἀξίωμα]], [[βόλλα]], [[βουλή]], [[βωλά]], [[δέκρετον]], [[δέσποσμα]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διάταξις]], [[δικαίωμα]], [[δόγμα]], [[ἐπίκριμα]], [[ἦδος]], [[θέσπισμα]], [[κατάστασις]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[ὁρισμός]], [[πρόσταγμα]], [[ῥήτρα]], [[σύγκριμα]], [[σύνεσις]], [[συντομή]], [[ὑπομνηματισμός]], [[χρηματισμός]], [[ψᾶφαξ]], [[ψάφιγμα]], [[ψᾶφος]], [[ψήφισμα]], [[ψῆφος]], [[ψηφοφορία]]; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: [[decreto]], [[ordinanza]]; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: [[edictum]], [[decretum]], [[iussio]]; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: [[decreto]]; Romanian: decret; Russian: [[указ]], [[декрет]], [[постановление]]; Slovak: dekrét; Spanish: [[decreto]]; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:01, 13 February 2024
English (LSJ)
ἡ, Dor. ψᾱφοφορία,
A vote by ballot, Arist.Pol.1268a2; opp. χειροτονία, Id.Rh.Al. 1446b22: generally, voting, Foed.Delph.Pell.1A12, Phld.Rh.2.189S., D.H.4.20, 7.59, Plu.Cor.20, etc.; αἱ ὑπατικαὶ ψ. voting at the consular comitia, Id.Marc.4.
2 judgment, decree, θεοῦ J.AJ 4.2.4.
3 Astron., calculation, Ptol.Alm.4.9(pl.), Procl.Hyp.1.27, etc.:—sts. written ψηφηφορία, as in Arist.Rh.Al.l.c.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, das Stimmgeben, Abstimmen; Arist. pol. 2, 8; Plut. Cor. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'apporter son vote ; vote : αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι PLUT votes aux comices consulaires.
Étymologie: ψηφοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφοφορία -ας, ἡ [ψηφοφορέω] het stemmen, stemming:. διὰ ψηφοφορίας door middel van stemming Aristot. Pol. 1268a2; ἐπισχεῖν τὴν ψηφοφορίαν de stemming ophouden Plut. Aem. 31.3.
Russian (Dvoretsky)
ψηφοφορία: ἡ подача голосов, голосование Arst., Plut.: αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι Plut. (в Риме) голосование в консульских комициях (comitia consularia или consulibus creandis).
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφορία: ἡ, τὸ ψηφοφορεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 8, 5, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 16· - καθόλου, τὸ ψηφίζεσθαι, Διον. Ἁλ. 4. 20., 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 20, κ. ἀλλ.· αἱ ὑπατικαὶ ψ., ψηφοφορία ἐν ταῖς τῶν ὑπάτων ἀρχαιρεσίαις, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 4· - συχνάκιςφέρεται ψηφηφορία, ὡς παρὰ Διον, τῷ Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και ψηφηφορία Α ψηφοφόρος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηφοφορώ, το να ψηφίζει κάποιος (α. «μετά το τέλος της ψηφοφορίας άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας ᾤετο γίγνεσθαι δεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(νομ.) η διαδικασία που κατατείνει, με βάση τις προτιμήσεις τών ψηφοφόρων, στην εξαγωγή ενός αποτελέσματος το οποίο εκφράζει τη γενική βούληση ή προτίμηση
αρχ.
1. κρίση, απόφαση
2. αστρον. υπολογισμός
3. φρ. «ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι» — ψηφοφορίες για την ανάδειξη υπάτων (Πλούτ.).
Greek Monotonic
ψηφοφορία: ἡ, ψηφοφορία με ψήφο, σε Αριστ.· γενικά, ψηφοφορία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ψηφοφορία, ἡ,
vote by ballot, Arist.: generally, voting, Plut. [from ψηφοφόρος
Translations
voting
Afrikaans: stemming; Arabic: تَصْوِيت; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Greek: ψήφιση; Ancient Greek: διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman