στρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(38)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stronnymi
|Transliteration C=stronnymi
|Beta Code=strw/nnumi
|Beta Code=strw/nnumi
|Definition=and στρωννύω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[στόρνυμι]].</span>
|Definition=and [[στρωννύω]], v. [[στόρνυμι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]] gebildet, w. m. s., – <b class="b2">breiten</b>, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; [[πέδον]] κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται [[λέχος]], Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. [[στορέννυμι]]); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]] gebildet, w. m. s., – [[breiten]], ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; [[πέδον]] κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται [[λέχος]], Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. [[στορέννυμι]]); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
}}
}}
{{ls
{{Autenrieth
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
|auten=aor. (ἐ)στόρεσα, [[pass]]. perf. [[ἔστρωμαι]], plup. ἔστρωτο: [[spread]], [[lay]] ([[sternere]]), a [[bed]], [[couch]], [[carpet]]; ‘[[lay]],’ ‘[[calm]],’ the [[wave]]s, Od. 3.158.<br />see [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στρώσω, <i>ao.</i> ἔστρωσα, <i>pf.</i> [[ἔστρωκα]], <i>pqp.</i> ἐστρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> στρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστρώθην, <i>pf.</i> [[ἔστρωμαι]], <i>pqp.</i> ἐστρώμην;<br />étendre (un tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Στρω étendre ; cf. Στορ, &gt; [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]].
|btext=<i>f.</i> στρώσω, <i>ao.</i> ἔστρωσα, <i>pf.</i> [[ἔστρωκα]], <i>pqp.</i> ἐστρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> στρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστρώθην, <i>pf.</i> [[ἔστρωμαι]], <i>pqp.</i> ἐστρώμην;<br />étendre (un tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Στρω étendre ; cf. Στορ, &gt; [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.
}}
{{elru
|elrutext='''στρώννῡμι:''' и στρωννύω = [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=και στρωννύω και [[στορέννυμι]] και [[στόρνυμι]] Α<br /><b>βλ.</b> [[στρώνω]].
|mltxt=και στρωννύω και [[στορέννυμι]] και [[στόρνυμι]] Α<br /><b>βλ.</b> [[στρώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρώννῡμι:''' και -ύω· βλ. [[στορέννυμι]].
}}
{{ls
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[στόρνυμι]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''στρώννυμι''': {strṓnnumi}<br />'''See also''': s. [[στόρνυμι]].<br />'''Page''' 2,812
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':strènnumi 士特朗匿米<br />'''詞類次數''':動詞(7)<br />'''原文字根''':撒佈 相當於: ([[יָצוּעַ]]&#x200E; / [[יָצִיעַ]]&#x200E;)  ([[רָבַד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自([[στερεός]])=堅硬的)<br />'''同源字''':1) ([[καταστρώννυμι]])覆沒 2) ([[λιθόστρωτος]])鋪設石頭 3) ([[στρώννυμι]] / [[στρωννύω]])散佈 4) ([[ὑποστρωννύω]])鋪設於下面<br />'''出現次數''':總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;<br />2) 把⋯鋪(1) 太21:8;<br />3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;<br />4) 擺設整齊的(1) 路22:12;<br />5) 擺設(1) 可14:15
}}
{{mantoulidis
|mantxt=([[στρωννύω]] = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, [[καταβάλλω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[στόρνυμι]]. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → [[στορέννυμι]]. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → [[στρώννυμι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στρατός]], [[στρατεύω]], [[στρατιά]], [[στρατιώτης]], [[στρατιωτικός]], [[στρατηγός]], [[στρατηλάτης]], [[στρατόπεδον]], [[στρῶμα]], [[στρωματεύς]], [[στρωματόδεσμον]] (=[[δερμάτινος]] [[σάκος]] ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), [[κατάστρωμα]], στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), [[στρῶσις]], [[στρωτήρ]], [[στρώτης]], [[κατάστρωσις]], [[στρωτός]], [[ἄστρωτος]], [[λιθόστρωτος]], [[στρωμνή]].
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[extender]] ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν <b class="b3">sube al terrado y extiende en el suelo un lienzo limpio</b> P IV 171 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν <b class="b3">extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) </b> P IV 760 2 [[cubrir]] στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων <b class="b3">cubre un trono y un sillón con telas de lino</b> P I 332 3 [[preparar]], [[arreglar]] un sentido genérico πρῶτον δὲ τὸν οἶκον στρώσας, καθὼς πρέπει <b class="b3">primero prepara la habitación, como es debido</b> P I 84
}}
{{trml
|trtx=Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: [[verspreiden]], [[spreiden]], [[uitbreiden]], [[verbreiden]], [[uitstrekken]]; Finnish: levittää, tasoittaa; French: [[étaler]]; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: [[verteilen]]; Ancient Greek: [[στρώννυμι]]; Hebrew: פָּרַשׂ‎; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: [[spartire]]; Japanese: 開く, 裂く; Latin: [[sterno]], [[pando]]; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: [[estender]]; Romanian: așterne, întinde; Russian: [[распространять]], [[распространить]]; Sanskrit: तनोति; Spanish: [[extender]]; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώννυμι Medium diacritics: στρώννυμι Low diacritics: στρώννυμι Capitals: ΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: strṓnnymi Transliteration B: strōnnymi Transliteration C: stronnymi Beta Code: strw/nnumi

English (LSJ)

and στρωννύω, v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)στόρεσα, pass. perf. ἔστρωμαι, plup. ἔστρωτο: spread, lay (sternere), a bed, couch, carpet; ‘lay,’ ‘calm,’ the waves, Od. 3.158.
see στορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.

Spanish

extender, cubrir, preparar, arreglar

English (Strong)

or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.

Greek Monolingual

και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.

Greek Monotonic

στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.

Frisk Etymological English

See also: s. στόρνυμι.

Frisk Etymology German

στρώννυμι: {strṓnnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,812

Chinese

原文音譯:strènnumi 士特朗匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:撒佈 相當於: (יָצוּעַ‎ / יָצִיעַ‎) (רָבַד‎)
字義溯源:散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自(στερεός)=堅硬的)
同源字:1) (καταστρώννυμι)覆沒 2) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 3) (στρώννυμι / στρωννύω)散佈 4) (ὑποστρωννύω)鋪設於下面
出現次數:總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;
2) 把⋯鋪(1) 太21:8;
3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;
4) 擺設整齊的(1) 路22:12;
5) 擺設(1) 可14:15

Mantoulidis Etymological

(στρωννύω = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.

Léxico de magia

1 extender ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν sube al terrado y extiende en el suelo un lienzo limpio P IV 171 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) P IV 760 2 cubrir στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων cubre un trono y un sillón con telas de lino P I 332 3 preparar, arreglar un sentido genérico πρῶτον δὲ τὸν οἶκον στρώσας, καθὼς πρέπει primero prepara la habitación, como es debido P I 84

Translations

Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: verspreiden, spreiden, uitbreiden, verbreiden, uitstrekken; Finnish: levittää, tasoittaa; French: étaler; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: verteilen; Ancient Greek: στρώννυμι; Hebrew: פָּרַשׂ‎; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: spartire; Japanese: 開く, 裂く; Latin: sterno, pando; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: estender; Romanian: așterne, întinde; Russian: распространять, распространить; Sanskrit: तनोति; Spanish: extender; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати