ἔρευνα: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erevna | |Transliteration C=erevna | ||
|Beta Code=e)/reuna | |Beta Code=e)/reuna | ||
|Definition=ης, ἡ, < | |Definition=ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[inquiry]], [[search]], <b class="b3">ἔ. τινός</b> [[search]] for.., [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''566, cf. ''Ichn.''92; <b class="b3">οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς</b>; [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''328; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.''Oec.''1351b34, cf. ''PTeb.''38.19 (ii B. C.); v. [[ἔραυνα]].<br><span class="bld">II</span> [[exploratory operation]], Herod.Med. ap. Orib.50.46.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[recherche]], [[perquisition]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔρομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔρευνα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[поиски]] ([[ζήτησις]] καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;<br /><b class="num">2</b> [[разыскивание]], [[расследование]]: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;<br /><b class="num">3</b> [[обыск]] (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρευνα''': -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31. | |lstext='''ἔρευνα''': -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] ( | |mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] ([[πρβλ]]. [[δίαιτα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιτώμαι</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἔρευνα]], ης, ἡ, [[ἔρομαι]]<br />[[inquiry]], [[search]], ἔρ. ἔχειν τινός to make [[search]] for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur. | |mdlsjtxt=[[ἔρευνα]], ης, ἡ, [[ἔρομαι]]<br />[[inquiry]], [[search]], ἔρ. ἔχειν τινός to make [[search]] for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[examination]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀναζήτηση]]). Ἀπό τό [[ἐρέω]] -ῶ (=[[ἐρωτῶ]]) συνώνυμο μέ τά ρήματα: [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτῶ]]. Παράγωγα τοῦ [[ἔρευνα]]: [[ἐρευνάω]] -ῶ, [[ἐρευνητέον]], [[διερευνητέον]], [[ἐρευνητήρ]], [[ἐρευνητής]], [[ἐρευνητικός]], [[ἐρευνήτρια]], [[διερεύνησις]], [[ἐξερεύνησις]], [[ἀδιερεύνητος]], [[ἀνερεύνητος]], [[ἀνεξερεύνητος]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[search]]=== | |||
Afrikaans: soektog, soektogte; Arabic: طَلَب, بَحْث; Armenian: որոնում, խուզարկություն; Azerbaijani: axtarış; Belarusian: пошук, вобыск; Bulgarian: тъ́рсене; Catalan: cerca; Central Sierra Miwok: ˀaký·l-; Chinese Mandarin: 搜索; Czech: hledání; Danish: eftersøgning; Dutch: [[speurtocht]], [[zoektocht]]; Esperanto: serĉo; Estonian: otsimine, otsing; Finnish: etsintä, haku, etsiminen, hakeminen, penkominen; French: [[recherche]]; Galician: busca, procura; Georgian: ძებნა; German: [[Suche]]; Greek: [[αναζήτηση]]; Ancient Greek: [[ἔρευνα]], [[ἐκζήτησις]], [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], [[διαζήτησις]], [[ἀναψηλάφησις]], [[ἀνάτασις]]; Hebrew: חיפוש \ חִפּוּשׂ; Hindi: खोज, जाँच, तलाश, जुस्तजू; Hungarian: keresés; Icelandic: leit; Ido: sercho; Irish: cuardach; Italian: [[ricerca]], [[cerca]]; Japanese: 検索, 捜索; Javanese: upaya; Kazakh: ізденіс; Korean: 검색(檢索), 수색(搜索), 찾기; Latin: [[scrutinium]]; Lithuanian: paieška; Luxembourgish: Sich; Macedonian: трагање; Maori: kimihanga, rapunga; Mizo: zawn, zawnna; Nepali: खोजी गर्नु; Norwegian Bokmål: leting, søk, søken; Nynorsk: søk; Persian: جستجو; Polish: poszukiwanie, przeszukiwanie; Portuguese: [[busca]]; Russian: [[поиск]], [[обыск]], [[розыск]]; Scottish Gaelic: sireadh; Serbo-Croatian Cyrillic: потрага; Roman: potraga; Slovak: hľadanie; Slovene: iskanje; Sorbian Lower Sorbian: pytanje; Spanish: [[búsqueda]]; Swedish: sökning, sökande; Telugu: వెతుకు; Thai: ค้นหา; Turkish: arama; Ukrainian: пошук, обшук; Zazaki: geniyayış | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 October 2024
English (LSJ)
ης, ἡ,
A inquiry, search, ἔ. τινός search for.., S.OT566, cf. Ichn.92; οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς; E.Ion328; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.Oec.1351b34, cf. PTeb.38.19 (ii B. C.); v. ἔραυνα.
II exploratory operation, Herod.Med. ap. Orib.50.46.2.
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
recherche, perquisition.
Étymologie: cf. ἔρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔρευνα: ἡ
1 поиски (ζήτησις καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;
2 разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;
3 обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρευνα: -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, ζήτησις, ἀναζήτησις, ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31.
Greek Monolingual
η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].
Greek Monotonic
ἔρευνα: -ης, ἡ (ἔρομαι), έρευνα, ανίχνευση, αναζήτηση· ἔρ. ἔχειν τινός, διενεργώ έρευνα για κάποιον, τον αναζητώ, σε Σοφ.· ᾄσσειν εἰς ἔρευναν, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἔρευνα, ης, ἡ, ἔρομαι
inquiry, search, ἔρ. ἔχειν τινός to make search for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀναζήτηση). Ἀπό τό ἐρέω -ῶ (=ἐρωτῶ) συνώνυμο μέ τά ρήματα: ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτῶ. Παράγωγα τοῦ ἔρευνα: ἐρευνάω -ῶ, ἐρευνητέον, διερευνητέον, ἐρευνητήρ, ἐρευνητής, ἐρευνητικός, ἐρευνήτρια, διερεύνησις, ἐξερεύνησις, ἀδιερεύνητος, ἀνερεύνητος, ἀνεξερεύνητος.
Translations
search
Afrikaans: soektog, soektogte; Arabic: طَلَب, بَحْث; Armenian: որոնում, խուզարկություն; Azerbaijani: axtarış; Belarusian: пошук, вобыск; Bulgarian: тъ́рсене; Catalan: cerca; Central Sierra Miwok: ˀaký·l-; Chinese Mandarin: 搜索; Czech: hledání; Danish: eftersøgning; Dutch: speurtocht, zoektocht; Esperanto: serĉo; Estonian: otsimine, otsing; Finnish: etsintä, haku, etsiminen, hakeminen, penkominen; French: recherche; Galician: busca, procura; Georgian: ძებნა; German: Suche; Greek: αναζήτηση; Ancient Greek: ἔρευνα, ἐκζήτησις, ζήτησις, ἀναζήτησις, διαζήτησις, ἀναψηλάφησις, ἀνάτασις; Hebrew: חיפוש \ חִפּוּשׂ; Hindi: खोज, जाँच, तलाश, जुस्तजू; Hungarian: keresés; Icelandic: leit; Ido: sercho; Irish: cuardach; Italian: ricerca, cerca; Japanese: 検索, 捜索; Javanese: upaya; Kazakh: ізденіс; Korean: 검색(檢索), 수색(搜索), 찾기; Latin: scrutinium; Lithuanian: paieška; Luxembourgish: Sich; Macedonian: трагање; Maori: kimihanga, rapunga; Mizo: zawn, zawnna; Nepali: खोजी गर्नु; Norwegian Bokmål: leting, søk, søken; Nynorsk: søk; Persian: جستجو; Polish: poszukiwanie, przeszukiwanie; Portuguese: busca; Russian: поиск, обыск, розыск; Scottish Gaelic: sireadh; Serbo-Croatian Cyrillic: потрага; Roman: potraga; Slovak: hľadanie; Slovene: iskanje; Sorbian Lower Sorbian: pytanje; Spanish: búsqueda; Swedish: sökning, sökande; Telugu: వెతుకు; Thai: ค้นหา; Turkish: arama; Ukrainian: пошук, обшук; Zazaki: geniyayış