μετασχηματισμός: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη ‘στὶν ἡ τέκνων σπορά → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaschimatismos | |Transliteration C=metaschimatismos | ||
|Beta Code=metasxhmatismo/s | |Beta Code=metasxhmatismo/s | ||
|Definition=ὁ, = [[μετασχημάτισις]] ([[change]] of [[form]]), | |Definition=ὁ, = [[μετασχημάτισις]] ([[change]] of [[form]]), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.16.4, Plu. 2.687b tit.: in plural, Str.1.3.3, Dsc. 1 ''Praef.''7, A.D.''Synt.''230.3, Iamb. ''Myst.''7.3.<br><span class="bld">2</span> [[change]] of [[position]] or [[posture]], Sor.2.21 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />transformation.<br />'''Étymologie:''' [[μετασχηματίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[transformation]].<br />'''Étymologie:''' [[μετασχηματίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετασχηματισμός:''' ὁ Plut. = [[μετασχημάτισις]]. | |elrutext='''μετασχηματισμός:''' ὁ Plut. = [[μετασχημάτισις]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>die [[Umgestaltung]], [[Umbildung]]</i>, Plut. <i>Symp</i>. 6.2.1. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[transformation]]=== | |||
Arabic: تَحَوُّل; Asturian: tresformación; Belarusian: пераўтварэнне, трансфармацыя, ператварэнне; Bulgarian: преобразуване, трансформация; Catalan: transformació; Chinese Mandarin: [[轉型]], [[转型]], [[轉變]], [[转变]]; Czech: proměna; Dutch: [[transformatie]], [[omvorming]]; Esperanto: transformado; Estonian: teisendus; Finnish: muutos; French: [[transformation]]; Galician: transformación; Georgian: გარდაქმნა, ტრანსფორმაცია; German: [[Transformation]], [[Verwandlung]], [[Umformung]]; Greek: [[μετασχηματισμός]]; [[διαίρεσις]], [[ἑτεροίωσις]], [[μεθομοίωσις]], [[μεταμόρφωσις]], [[μετάστασις]]; Hungarian: átalakítás, alakítás; Indonesian: transformasi; Japanese: 変形, 変換; Korean: 변형, 변환; Latin: [[mutatio]]; Maori: panonitanga; Norwegian Bokmål: omdanning; Nynorsk: omdanning; Persian: تحول; Polish: przekształcenie, przemiana, transformacja; Portuguese: [[transformação]]; Romanian: transformare; Russian: [[преобразование]], [[трансформация]]; Serbo-Croatian Cyrillic: преображење; Roman: preobražénje; Slovak: premena; Spanish: [[transformación]]; Swedish: omvandling, transformation, transformering; Tajik: таҳаввул; Turkish: dönüşüm; Ukrainian: перетворення, трансформація; West Frisian: transformaasje, omfoarming | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 24 September 2024
English (LSJ)
ὁ, = μετασχημάτισις (change of form), Thphr. CP 2.16.4, Plu. 2.687b tit.: in plural, Str.1.3.3, Dsc. 1 Praef.7, A.D.Synt.230.3, Iamb. Myst.7.3.
2 change of position or posture, Sor.2.21 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
transformation.
Étymologie: μετασχηματίζω.
Greek Monolingual
ο (Α μετασχηματισμός) μετασχηματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (στην πολιτική) αλλαγή του σχήματος και της σύνθεσης του υπουργικού συμβουλίου
2. στρ. μεταβολή της διάταξης στρατιωτικής ή ναυτικής μονάδας διά μέσου κανονικών κινήσεων ή ελιγμών
3. βιολ. α) μια από τις διαδικασίες μεταφοράς γενετικού υλικού υπό τη μορφή «γυμνού» δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέως, δηλαδή στερούμενου πρωτεϊνικού περιβλήματος, μεταξύ μικροβιακών κυττάρων
β) μεταλλαγή ενός ζωικού κυττάρου στο οποίο έχει εισέλθει καρκινογόνος ιός
4. (κοινων.) α) διαδικασία σταδιακής μάλλον και όχι ραγδαίας μεταβολής τών κοινωνικών δομών
β) πλήρης μετατροπή ενός οικονομικο-κοινωνικού συστήματος σε άλλο
5. μαθημ. η μετάβαση από ένα σχήμα ή ένα σύνολο στοιχείων σε ένα άλλο με τη θέση σε αντιστοιχία τών αμοιβαίων αυτών στοιχείων (α. «γεωμετρικός μετασχηματισμός» β. «γραμμικός μετασχηματισμός» γ. «ολοκληρωτικός μετασχηματισμός» δ. «μετασχηματισμός συντεταγμένων»)
6. (ηλεκτρολ.) αλλαγή ενός συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης, της ίδιας συχνότητας, αλλά γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας
7. ιατρ. η αυτόματη ή μετά από χειρισμούς μεταβολή της προβολής του εμβρύου
αρχ.
αλλαγή θέσης, μεταβολή στάσης.
Russian (Dvoretsky)
μετασχηματισμός: ὁ Plut. = μετασχημάτισις.
German (Pape)
ὁ, die Umgestaltung, Umbildung, Plut. Symp. 6.2.1.
Translations
transformation
Arabic: تَحَوُّل; Asturian: tresformación; Belarusian: пераўтварэнне, трансфармацыя, ператварэнне; Bulgarian: преобразуване, трансформация; Catalan: transformació; Chinese Mandarin: 轉型, 转型, 轉變, 转变; Czech: proměna; Dutch: transformatie, omvorming; Esperanto: transformado; Estonian: teisendus; Finnish: muutos; French: transformation; Galician: transformación; Georgian: გარდაქმნა, ტრანსფორმაცია; German: Transformation, Verwandlung, Umformung; Greek: μετασχηματισμός; διαίρεσις, ἑτεροίωσις, μεθομοίωσις, μεταμόρφωσις, μετάστασις; Hungarian: átalakítás, alakítás; Indonesian: transformasi; Japanese: 変形, 変換; Korean: 변형, 변환; Latin: mutatio; Maori: panonitanga; Norwegian Bokmål: omdanning; Nynorsk: omdanning; Persian: تحول; Polish: przekształcenie, przemiana, transformacja; Portuguese: transformação; Romanian: transformare; Russian: преобразование, трансформация; Serbo-Croatian Cyrillic: преображење; Roman: preobražénje; Slovak: premena; Spanish: transformación; Swedish: omvandling, transformation, transformering; Tajik: таҳаввул; Turkish: dönüşüm; Ukrainian: перетворення, трансформація; West Frisian: transformaasje, omfoarming