σίγμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sigma
|Transliteration C=sigma
|Beta Code=si/gma
|Beta Code=si/gma
|Definition=or σῖγμα, the letter <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sigma]], v. [[Σς]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a <abbr title="Illegible text in print source"></abbr> <b class="b2">shaped portico, Princeton Exp.Inscr</b>. III A No.<span class="bibl">560</span> (v A.D.), <span class="title">JHS</span>28.195 (Aspendus, written [[σῖμμα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Lat. [[sigma]], [[crescent-shaped dining-table]], Mart. 10.48.6, etc.</span>
|Definition=or [[σῖγμα]], the letter<br><span class="bld">A</span> [[sigma]], v. [[Σς]].<br><span class="bld">II</span> a † [[shaped portico]], [[Princeton Exp.Inscr]]. III A No.560 (v A.D.), ''JHS''28.195 (Aspendus, written [[σῖμμα]]).<br><span class="bld">2</span> Lat. [[sigma]], [[crescent-shaped dining-table]], Mart. 10.48.6, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[σῖγμα]].
|btext=<i>c.</i> [[σῖγμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίγμα''': ἢ σῖγμα, τὸ [[γράμμα]], ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ. IV. στοὰ ἔχουσα τὸ [[σχῆμα]] Ϲ, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 529 κἑξ. καὶ περὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων καὶ ῥημάτων.
|elnltext=σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.
}}
{{elru
|elrutext='''σίγμα:''' или [[σῖγμα]] τό indecl.<br /><b class="num">1</b> [[сигма]] (название буквы Σ, σ, ς) Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[луночка]], [[серповидное украшение]]: τὰ σ. (иногда - τὰ σίγματα) τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων Xen. луночки на щитах (сикионских воинов).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῖμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίγμα:''' или [[σῖγμα]] τό indecl.<br /><b class="num">1)</b> [[сигма]] (название буквы Σ, σ, ς) Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[луночка]], [[серповидное украшение]]: τὰ σ. (иногда - τὰ σίγματα) τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων Xen. луночки на щитах (сикионских воинов).
|lstext='''σίγμα''': ἢ σῖγμα, τὸ [[γράμμα]], ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ. IV. στοὰ ἔχουσα τὸ [[σχῆμα]] Ϲ, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 529 κἑξ. καὶ περὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων καὶ ῥημάτων.
}}
{{elnl
|elnltext=σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 33: Line 33:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σίγμα''': (-ῖ-)<br />{sígma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': indekl. Buchstabenname (Pl., Arist. u.a.);<br />'''Derivative''': σιγμ(ατ)οειδής [[sigmaförmig]] (sp.), [[σιγματίζω]]’Σ. schreiben’ (Eust.).<br />'''Etymology''': Ohne einleuchtendes semit. Vorbild (hebr. ''sāmæch'' liegt recht fern); somit Verbalnomen zu [[σίζω]] [[zischen]] (Schwyzer KZ 58, 186ff. mit Robert)?<br />'''Page''' 2,702
|ftr='''σίγμα''': (-ῖ-)<br />{sígma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': indekl. Buchstabenname (Pl., Arist. u.a.);<br />'''Derivative''': σιγμ(ατ)οειδής [[sigmaförmig]] (sp.), [[σιγματίζω]]’Σ. schreiben’ (Eust.).<br />'''Etymology''': Ohne einleuchtendes semit. Vorbild (hebr. ''sāmæch'' liegt recht fern); somit Verbalnomen zu [[σίζω]] [[zischen]] (Schwyzer KZ 58, 186ff. mit Robert)?<br />'''Page''' 2,702
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[σῖγμα]]. Ἀπό τό [[σίζω]] (=[[συρίζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγμα Medium diacritics: σίγμα Low diacritics: σίγμα Capitals: ΣΙΓΜΑ
Transliteration A: sígma Transliteration B: sigma Transliteration C: sigma Beta Code: si/gma

English (LSJ)

or σῖγμα, the letter
A sigma, v. Σς.
II a † shaped portico, Princeton Exp.Inscr. III A No.560 (v A.D.), JHS28.195 (Aspendus, written σῖμμα).
2 Lat. sigma, crescent-shaped dining-table, Mart. 10.48.6, etc.

German (Pape)

[Seite 878] od. σῖγμα, τό, der Buchstabe Sigma, als dessen Name eigtl. indecl., Plat. Crat. 427 a Theaet. 203 a, von Sp. auch deklinirt. Von der ältesten Gestalt des Buchstabens, C, überhaupt ein Halbkreis, wie Aeschrion den Mond τὸ καλὸν οὐρανοῦ νέον σίγμα, »des Himmels schöne neue Sichel« nannte, der Neumond, Naeke Choeril. p. 189; die Orchestra, als ein Halbrund, τὸ τοῦ θεάτρου σίγμα, Tim. Lex. 196; Xen. Hell. 4, 4, 10 nennt σίγματα die Adzeichen, welche die Sicyonier auf ihren Schilden hatten.

French (Bailly abrégé)

c. σῖγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.

Russian (Dvoretsky)

σίγμα: или σῖγμα τό indecl.
1 сигма (название буквы Σ, σ, ς) Plat.;
2 луночка, серповидное украшение: τὰ σ. (иногда - τὰ σίγματα) τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων Xen. луночки на щитах (сикионских воинов).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῖμμα Α
άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.)
νεοελλ.
1. βιολ. α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση και επιλογή τών σημείων έναρξης για τη μεταγραφή, καθώς και στην ανάπτυξη της διπλής έλικας της μήτρας του DNΑ
β) κάθε σκελετική βελόνη τών σπόγγων σε σχήμα S ή C
2. φρ. α) «δεσμός σίγμα»
χημ. είδος ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός μοριακού τροχιακού σίγμα μεταξύ τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν
β) «μοριακό τροχιακό σίγμα»
χημ. είδος μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη επικάλυψη τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί κατά την ευθεία που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους
γ) «παράγοντας σίγμα»
βιολ. πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την πρόσδεση της πολυμεράσης RNΑ στα κατάλληλα σημεία του DNΑ, ώστε να αρχίσει η σύνθεση του RNΑ
μσν.
ως κύριο όν. Σίγμα
α) πολυτελές οικοδόμημα στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την ονομασία από το ημικυκλικό σχήμα του
β) ονομασία δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές
μσν.-αρχ.
καθετί που έχει σχήμα ημικυκλίου, δηλαδή όμοιο με το αρχαιότερο σχήμα του γράμματος αυτού , όπως λ.χ. η στοά, η ορχήστρα θεάτρου, η νέα σελήνη κ.ά.
αρχ.
1. (στη Ρώμη) κλίνη ή ανάκλιντρο με ημικυκλικό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αντί για το τρικλίνιο
2. στον πληθ. τὰ σίγματα
τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μολονότι πρόκειται για ονομασία γράμματος του αλφαβήτου, το σίγμα δεν φαίνεται να είναι σημιτικό δάνειο, αν και η δωρ. του ονομασία σάν προέρχεται από το εβρ. šin. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι έχει σχηματιστεί από σίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο» (πρβλ. σιγμός)].

Greek (Liddell-Scott)

σίγμα: ἢ σῖγμα, τὸ γράμμα, ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ. IV. στοὰ ἔχουσα τὸ σχῆμα Ϲ, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 529 κἑξ. καὶ περὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐπιθέτων καὶ ῥημάτων.

Frisk Etymological English

(-ῖ-)
Grammatical information: n.
Meaning: indecl. name of the letter (Pl., Arist. a.o.).
Derivatives: σιγμ(ατ)ο-ειδής sigma-shaped (late), σιγματίζω 'to write Σ.' (Eust.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Without evident Semit. example (Hebr. sāmæch is far off); so verbalnoun to σίζω hiss (Schwyzer KZ 58, 186ff. with Robert)?

Frisk Etymology German

σίγμα: (-ῖ-)
{sígma}
Grammar: n.
Meaning: indekl. Buchstabenname (Pl., Arist. u.a.);
Derivative: σιγμ(ατ)οειδής sigmaförmig (sp.), σιγματίζω’Σ. schreiben’ (Eust.).
Etymology: Ohne einleuchtendes semit. Vorbild (hebr. sāmæch liegt recht fern); somit Verbalnomen zu σίζω zischen (Schwyzer KZ 58, 186ff. mit Robert)?
Page 2,702

Mantoulidis Etymological

σῖγμα. Ἀπό τό σίζω (=συρίζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.