σκύλος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skylos
|Transliteration C=skylos
|Beta Code=sku/los
|Beta Code=sku/los
|Definition=[ῠ], εος, τό, [[animal]]'s [[skin]], [[hide]], <b class="b3">τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη</b>, of a [[lion]]'s [[skin]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>142</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.25.142</span>, <span class="title">AP</span>6.35 (Leon.), <span class="bibl">165</span> (Phal.); [[outer]] [[husk]] of a [[nut]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>270</span>: heterocl. pl. σκύλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span> 422</span>: σκυλος is [[falsa lectio|f.l.]] for [[σκῦτος]] in <span class="bibl">Herod.3.68</span>.
|Definition=[ῠ], εος, τό, [[animal]]'s [[skin]], [[hide]], <b class="b3">τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη</b>, of a [[lion]]'s [[skin]], Call.''Fr.''142, cf. Theoc.25.142, ''AP''6.35 (Leon.), 165 (Phal.); [[outer]] [[husk]] of a [[nut]], Nic.''Al.''270: heterocl. pl. σκύλα Id.''Th.'' 422: σκυλος is [[falsa lectio|f.l.]] for [[σκῦτος]] in Herod.3.68.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύλος Medium diacritics: σκύλος Low diacritics: σκύλος Capitals: ΣΚΥΛΟΣ
Transliteration A: skýlos Transliteration B: skylos Transliteration C: skylos Beta Code: sku/los

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, animal's skin, hide, τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη, of a lion's skin, Call.Fr.142, cf. Theoc.25.142, AP6.35 (Leon.), 165 (Phal.); outer husk of a nut, Nic.Al.270: heterocl. pl. σκύλα Id.Th. 422: σκυλος is f.l. for σκῦτος in Herod.3.68.

German (Pape)

[Seite 907] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
peau de bête.
Étymologie: v. σκῦλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλος -εος, contr. -ους, τό [σκύλλω] (afgestroopte) huid.

Russian (Dvoretsky)

σκύλος: v.l. σκῦλος, εος (ῠ) τό шкура Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζῴου, δορὰ λέοντος, κτλ., τὸ δὲ σκ. ἀνδρὶ καλύπτρη Καλλ. Ἀποσπ. 142, πρβλ. Θεόκρ. 25. 142, Ἀνθ. Π. 6. 35, 165· ὁ ἐξώτερος φλοιὸς καρύου, Νικ. Ἀλεξιφ. 270, Ἡσύχ.· - ἐν Νικ. Θηρ. 422 ἀπαντᾷ ὁ ἑτερόκλ. πληθ. σκύλα. (Ἴδε ἐν λέξ. σκῦλον).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σκύλα, Ν
νεοελλ.
1. είδος σκυλόψαρου
2. κάθε είδος καρχαρία
3. το θηλ. η σκύλα
α) θηλυκό σκυλί
β) ναυτ. κομμάτι αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η αλυσίδα της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη θάλασσα
4. μτφ. α) άνθρωπος σκληρόκαρδοςσκύλα, και που είναι ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. τραγούδι)
β) άπιστος
5. φρ. α) «γίνομαι σκύλοςσκύλα]» — οργίζομαι πάρα πολύ
β) «σαν τον σκύλο με τη γάτα» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς μεταξύ τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες
6. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την αξίωση να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί κάτι, χωρίς κανένα κόστος, χωρίς κανένα αντάλλαγμα εκ μέρους τους
β) «αν δέν κουνήσει η σκύλα την ουρά της δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την ευθύνη για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών ανδρών σε βάρος τους
γ) «ομπρός φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, αλλά στην πραγματικότητα είναι άσπονδος εχθρός και δαγκώνει κρυφά όπως το κρυφόσκυλο
νεοελλ.-μσν.
κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κυνίδες, σκυλί
αρχ.
μικρό σκυλάκι, νεογνό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ- του αρχ. σκύλ-αξ «μικρός σκύλος», κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σκύλλον
την κύνα λέγουσιν»)].
(II)
και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α
1. δέρμα ζώου, δορά («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», Καλλ.)
2. ο εξωτερικός φλοιός καρυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «ξεσχίζω». Ο τ. σκῦλος με -- πιθ. κατά το σκῦτος ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. αντί του σκῦτος.

Greek Monotonic

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

σκῠ́λος, ος, εος, τό,
a skin, hide, Theocr., Anth.