σύστρεμμα: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=systremma | |Transliteration C=systremma | ||
|Beta Code=su/stremma | |Beta Code=su/stremma | ||
|Definition= | |Definition=συστρέμματος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[twist]]ed up [[together]]: hence,<br><span class="bld">1</span> [[globe]], [[ball]], ἐξ ἐρίου Sor.2.87; [[ἔριον|ἐρίου]] ibid., Orib.''Syn.''9.55.1; ἐκ σχοινίου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σπεῖον]]; συστρέμματα = [[round]] [[drop]]s of [[water]], Arist.''Mu.'' 394a32.<br><span class="bld">2</span> [[body of men]], [[crowd]], [[concourse]], Plb.1.45.10, 35.4.14; [[band]], [[company]], Id.4.58.4, [[LXX]] ''2 Ki.''4.2, al.; esp. [[corps]] of 1024 [[light-armed]] (= 2 [[ξεναγία]]ι), Ascl.''Tact.''6.3, Ael.''Tact.''16.3, Arr.''Tact.''14.5; of [[ἔφηβος|ἔφηβοι]], ''IG''22.2047 (συνστ-), al.: whence [[συστρεμματάρχης]], ου, ὁ, title of 4 [[ἔκτακτος|ἔκτακτοι]] attached to an [[ἐπίταγμα]] τῶν ψιλῶν (cf. [[ἐπιξεναγός]]), Ascl.''Tact.''6.3, Arr.''Tact.''14.6, Ael.''Tact.''16.4, ''IG''22.3749; and [[συστρεμματαρχέω]], ''IG''22.2127 ([[συνστρεμματαρχέω]]), 2197, al.<br><span class="bld">3</span> [[tumour]], Hp.''Prorrh.'' 2.41, ''Epid.''2.3.12, Gal.''UP''8.8, etc.<br><span class="bld">b</span> [[concretion]] in the motions, Hp.''Epid.''4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] τό, 1) das Zusammengedrehte, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] τό, 1) das [[Zusammengedrehte]], [[Zusammengewundene]], die [[Rundung]], z. B. eines Tropfens. – 2) [[Versammlung]], [[Rotte]], [[Haufe]], Pol. 1, 45, 10 u. oft. – 3) bei den Aerzten [[Geschwulst]], Hippocr. u. A. – 4) bei Sp. alles künstlich Gedrehte, dah. übertr. [[List]], [[Ränke]], [[Nachstellung]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σύστρεμμα | |elnltext=σύστρεμμα, συστρέμματος, τό [[συστρέφω]] bal geneesk.: [[tumor]], [[knobbel]]. [[klomp]], [[klont]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύστρεμμα:''' | |elrutext='''σύστρεμμα:''' συστρέμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[сборище]], [[куча]], [[толпа]], Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[шарик]], [[капля]] (ὄμβρου συστρέμματα Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' | |lsmtext='''σύστρεμμα:''' συστρέμματος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. | |lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[σπεῖον]]· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, [[ὄχλος]], [[συρροή]], Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― [[μάλιστα]] [[σῶμα]] ἐκ 1024 ἀνδρῶν, [[ὅθεν]] [[συστρεμματάρχης]], Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], | |mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], συστρέμματος, τό,<br />[[anything]] [[twisted]] up [[together]]: a [[body]] of men, a [[crowd]], [[concourse]], Polyb. [from [[συστρέφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 2 May 2024
English (LSJ)
συστρέμματος, τό,
A anything twisted up together: hence,
1 globe, ball, ἐξ ἐρίου Sor.2.87; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1; ἐκ σχοινίου Hsch. s.v. σπεῖον; συστρέμματα = round drops of water, Arist.Mu. 394a32.
2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 light-armed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 (συνστ-), al.: whence συστρεμματάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and συστρεμματαρχέω, IG22.2127 (συνστρεμματαρχέω), 2197, al.
3 tumour, Hp.Prorrh. 2.41, Epid.2.3.12, Gal.UP8.8, etc.
b concretion in the motions, Hp.Epid.4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762.
German (Pape)
[Seite 1045] τό, 1) das Zusammengedrehte, Zusammengewundene, die Rundung, z. B. eines Tropfens. – 2) Versammlung, Rotte, Haufe, Pol. 1, 45, 10 u. oft. – 3) bei den Aerzten Geschwulst, Hippocr. u. A. – 4) bei Sp. alles künstlich Gedrehte, dah. übertr. List, Ränke, Nachstellung.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qui se pelotonne ou se condense, particul. :
I. rouleau, peloton ; p. anal.
1 troupe d'hommes ; spécial. corps de 1024 h. d'infanterie légère;
2 condensation ou dépôt d'humeurs, abcès;
3 sorte de concrétions mêlées aux excréments;
II. averse de pluie, trombe d'eau.
Étymologie: συστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύστρεμμα, συστρέμματος, τό συστρέφω bal geneesk.: tumor, knobbel. klomp, klont.
Russian (Dvoretsky)
σύστρεμμα: συστρέμματος τό
1 сборище, куча, толпа, Polyb.;
2 шарик, капля (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συστρέφω
1. καθετί το συνεστραμμένο
2. (κατ' επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι
μσν.
μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.)
αρχ.
1. πλήθος ανθρώπων, όχλος
2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)
3. σώμα αποτελούμενο από δύο ξεναγίες
4. νεόπλασμα στα εντόσθια
5. οίδημα, φλεγμονή, απόστημα
6. φρ. «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.
Greek Monotonic
σύστρεμμα: συστρέμματος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· πλήθος ανθρώπων, άτακτη συρροή, ανάμεικτος όχλος, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
σύστρεμμα: τό, πᾶν πράγμα ὁμοῦ συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· ὅθεν, 1) σφαῖρα, «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) πλῆθος ἀνθρώπων, ὄχλος, συρροή, Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― μάλιστα σῶμα ἐκ 1024 ἀνδρῶν, ὅθεν συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.
Middle Liddell
σύστρεμμα, συστρέμματος, τό,
anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse, Polyb. [from συστρέφω