μέτρησις: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metrisis | |Transliteration C=metrisis | ||
|Beta Code=me/trhsis | |Beta Code=me/trhsis | ||
|Definition= | |Definition=μετρήσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[measurement]], χώρης [[Herodotus|Hdt.]]4.99, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.7.2, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 285a, etc.: pl., Id.''Lg.''819c.<br><span class="bld">2</span> [[measuring out]], [[dole]] of [[corn]], ''SIG''976.58 (Samos, ii B. C.); [[delivery in kind]], PAmh.2.87.21 (ii A. D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, das Messen, Maaß; Plat. Polit. 285 a, u. im plur., Legg. VII, 819 c; Xen. Mem. 4, 7, 2; Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, das [[Messen]], [[Maaß]]; Plat. Polit. 285 a, u. im plur., Legg. VII, 819 c; Xen. Mem. 4, 7, 2; Plut. u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=μετρήσεως (ἡ) :<br />[[action de mesurer]], [[mesurage]].<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μέτρησις:''' | |elrutext='''μέτρησις:''' εωμετρήσεως ς ἡ тж. pl. [[измерение]], [[обмер]] (''[[sc.]]'' τῆς χώρης Her.; αἱ μετρήσεις ὅσα [[ἔχει]] μήκη καὶ [[πλάτη]] καὶ βάθη Plat.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μέτρησις]]) [[μετρώ]]<br />η [[πράξη]] του [[μετρώ]], ο [[καθορισμός]] του μεγέθους ή ποσού ενός πράγματος ως [[προς]] ορισμένη [[μετρική]] [[μονάδα]], αλλ. [[καταμέτρηση]], [[μέτρημα]], [[μετρημός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[υπολογισμός]], [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέτρηση]] μεγέθους»<br />i) <b>μαθημ.</b> [[αριθμητικός]] [[λόγος]] ενός μεγέθους [[προς]] [[άλλο]] ομοειδές [[μέγεθος]], το οποίο λαμβάνεται ως [[μονάδα]]<br />ii) <b>(μετεωρ.)</b> η [[εύρεση]] του λόγου ενός μεγέθους [[προς]] την ομοειδή του [[μονάδα]] μέτρησης<br />β) «γεωδαιτική [[μέτρηση]]» — [[μέτρηση]] η οποία γίνεται με σκοπό τον προσδιορισμό της έκτασης και της μορφής ενός τμήματος της επιφάνειας της Γης<br />γ) «απόλυτη [[μέτρηση]]» — [[μέτρηση]] [[κατά]] την οποία η [[τιμή]] του [[προς]] [[μέτρηση]] μεγέθους εξάγεται από μαθηματικό τύπο ο [[οποίος]] εκφράζει τη [[φυσική]] [[σχέση]] του μεγέθους [[αυτού]] [[προς]] άλλα γνωστά ή μετρημένα μεγέθη<br />δ) «[[θεωρία]] μετρήσεων»<br /><b>μαθημ.</b> η [[μελέτη]] της διαδικασίας αντιστοίχισης αριθμών με αντικείμενα και με εμπειρικά φαινόμενα<br />ε) «πρότυπη [[μέτρηση]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μέτρηση]] ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. μήκους, χρόνου, βάρους κ.λπ., η οποία γίνεται με [[επίσημα]] προσδιορισμένες προδιαγραφές τόσο ως [[προς]] την ακολουθούμενη μέθοδο όσο και ως [[προς]] τις χρησιμοποιούμενες μονάδες αναφοράς της μέτρησης<br />στ) «[[σταθμός]] μέτρησης»<br /><b>τεχνολ.</b> [[θέση]] ή [[χώρος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένα [[κατάλληλα]] όργανα μέτρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παροχή]] τροφής, [[σιτηρέσιο]]<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]] σε [[είδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[measurement]], [[act of measuring]] | |woodrun=[[measurement]], [[act of measuring]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[measurement]]=== | |||
Armenian: չափում; Belarusian: вымярэнне; Bulgarian: мерене, измерване; Catalan: mesurament; Crimean Tatar: ölçev, ölçeme; Czech: měření; Dutch: [[meting]]; Esperanto: mezurado; Finnish: mittaus, mittaaminen, määrittely, arviointi; French: [[mesure]]; Georgian: გაზომვა; German: [[Messung]]; Greek: [[καταμέτρηση]], [[μέτρηση]], [[επιμέτρηση]]; Ancient Greek: [[μέτρησις]]; Hebrew: מְדִידָה; Hungarian: mérés, megmérés; Italian: [[misurazione]], [[misura]]; Japanese: 測定; Kazakh: өлшем; Korean: 측정(測定); Macedonian: мерење; Malay: sukatan; Maori: inenga; Norwegian: måling; Polish: pomiar; Portuguese: [[medida]], [[medição]], [[mensuração]], [[medição]]; Romanian: măsurare, măsurătoare; Russian: [[измерение]], [[обмер]]; Scottish Gaelic: tomhas; Sinhalese: මැනීම; Slovak: meranie; Spanish: [[medida]], [[medición]], [[medidas]], [[mediciones]]; Swahili: kipimo; Swedish: mätning; Tagalog: sukat; Turkish: ölçüm; Ukrainian: вимі́рювання | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 18 March 2024
English (LSJ)
μετρήσεως, ἡ,
A measurement, χώρης Hdt.4.99, cf. X.Mem.4.7.2, Pl.Plt. 285a, etc.: pl., Id.Lg.819c.
2 measuring out, dole of corn, SIG976.58 (Samos, ii B. C.); delivery in kind, PAmh.2.87.21 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 162] ἡ, das Messen, Maaß; Plat. Polit. 285 a, u. im plur., Legg. VII, 819 c; Xen. Mem. 4, 7, 2; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
μετρήσεως (ἡ) :
action de mesurer, mesurage.
Étymologie: μετρέω.
Russian (Dvoretsky)
μέτρησις: εωμετρήσεως ς ἡ тж. pl. измерение, обмер (sc. τῆς χώρης Her.; αἱ μετρήσεις ὅσα ἔχει μήκη καὶ πλάτη καὶ βάθη Plat.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ μέτρησις) μετρώ
η πράξη του μετρώ, ο καθορισμός του μεγέθους ή ποσού ενός πράγματος ως προς ορισμένη μετρική μονάδα, αλλ. καταμέτρηση, μέτρημα, μετρημός
νεοελλ.
1. μτφ. υπολογισμός, περίσκεψη
2. φρ. α) «μέτρηση μεγέθους»
i) μαθημ. αριθμητικός λόγος ενός μεγέθους προς άλλο ομοειδές μέγεθος, το οποίο λαμβάνεται ως μονάδα
ii) (μετεωρ.) η εύρεση του λόγου ενός μεγέθους προς την ομοειδή του μονάδα μέτρησης
β) «γεωδαιτική μέτρηση» — μέτρηση η οποία γίνεται με σκοπό τον προσδιορισμό της έκτασης και της μορφής ενός τμήματος της επιφάνειας της Γης
γ) «απόλυτη μέτρηση» — μέτρηση κατά την οποία η τιμή του προς μέτρηση μεγέθους εξάγεται από μαθηματικό τύπο ο οποίος εκφράζει τη φυσική σχέση του μεγέθους αυτού προς άλλα γνωστά ή μετρημένα μεγέθη
δ) «θεωρία μετρήσεων»
μαθημ. η μελέτη της διαδικασίας αντιστοίχισης αριθμών με αντικείμενα και με εμπειρικά φαινόμενα
ε) «πρότυπη μέτρηση»
τεχνολ. μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. μήκους, χρόνου, βάρους κ.λπ., η οποία γίνεται με επίσημα προσδιορισμένες προδιαγραφές τόσο ως προς την ακολουθούμενη μέθοδο όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μονάδες αναφοράς της μέτρησης
στ) «σταθμός μέτρησης»
τεχνολ. θέση ή χώρος όπου είναι εγκατεστημένα κατάλληλα όργανα μέτρησης
αρχ.
1. παροχή τροφής, σιτηρέσιο
2. πληρωμή σε είδος.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν, Ἡρόδ. 4. 99, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 2, Πλάτ., κτλ., πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 819C.
Greek Monotonic
μέτρησις: ἡ, μέτρημα, υπολογισμός, εκτίμηση, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
μέτρησις, ιος, ἡ, [from μετρέω
measuring, measurement, Hdt., Xen.
English (Woodhouse)
Translations
measurement
Armenian: չափում; Belarusian: вымярэнне; Bulgarian: мерене, измерване; Catalan: mesurament; Crimean Tatar: ölçev, ölçeme; Czech: měření; Dutch: meting; Esperanto: mezurado; Finnish: mittaus, mittaaminen, määrittely, arviointi; French: mesure; Georgian: გაზომვა; German: Messung; Greek: καταμέτρηση, μέτρηση, επιμέτρηση; Ancient Greek: μέτρησις; Hebrew: מְדִידָה; Hungarian: mérés, megmérés; Italian: misurazione, misura; Japanese: 測定; Kazakh: өлшем; Korean: 측정(測定); Macedonian: мерење; Malay: sukatan; Maori: inenga; Norwegian: måling; Polish: pomiar; Portuguese: medida, medição, mensuração, medição; Romanian: măsurare, măsurătoare; Russian: измерение, обмер; Scottish Gaelic: tomhas; Sinhalese: මැනීම; Slovak: meranie; Spanish: medida, medición, medidas, mediciones; Swahili: kipimo; Swedish: mätning; Tagalog: sukat; Turkish: ölçüm; Ukrainian: вимі́рювання