morir: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύομαι]], [[διαπίπτω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[παροίχομαι]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]]
|sltx=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύομαι]], [[διαπίπτω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[μεθίσταμαι]], [[μεθίσταμαι βίου]], [[μεθίσταμαι τοῦ βίου]], [[παροίχομαι]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]]
}}
}}
==Sinónimos==
==Sinónimos==
[[acabar]], [[acabarse la candela]], [[apagarse]], [[arrancársele]], [[bajar al sepulcro]], [[caer]], [[caer como chinches]], [[caer como moscas]], [[caerse redondo]], [[cascar]], [[cerrar los ojos]], [[clavar la guampa]], [[clavar las guampas]], [[dar la sangre por]], [[dar la vida]], [[dejar]], [[dejarse la piel]], [[dejarse la vida]], [[descansar en el Señor]], [[descansar en paz]], [[desnucarse]], [[despichar]], [[desplomarse]], [[diñar]], [[diñarla]], [[doblar la cabeza]], [[dormir en el Señor]], [[entregar el alma]], [[entregar el alma a Dios]], [[entregar el equipo]], [[espichar]], [[espicharla]], [[estar con Dios]], [[estar criando malvas]], [[estirar la pata]], [[exhalar el espíritu]]
[[acabar]], [[acabarse la candela]], [[apagarse]], [[arrancársele]], [[bajar al sepulcro]], [[caer]], [[caer como chinches]], [[caer como moscas]], [[caerse redondo]], [[cascar]], [[cerrar los ojos]], [[clavar la guampa]], [[clavar las guampas]], [[dar la sangre por]], [[dar la vida]], [[dejar]], [[dejarse la piel]], [[dejarse la vida]], [[descansar en el Señor]], [[descansar en paz]], [[desnucarse]], [[despichar]], [[desplomarse]], [[diñar]], [[diñarla]], [[doblar la cabeza]], [[dormir en el Señor]], [[entregar el alma]], [[entregar el alma a Dios]], [[entregar el equipo]], [[espichar]], [[espicharla]], [[estar con Dios]], [[estar criando malvas]], [[estirar la pata]], [[exhalar el espíritu]]

Latest revision as of 21:05, 20 October 2024

Spanish > Greek

ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύομαι, διαπίπτω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποψύχω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταστρέφω, καταφθίω, μεθίσταμαι, μεθίσταμαι βίου, μεθίσταμαι τοῦ βίου, παροίχομαι, τελευτάω, τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελευτάω βίον, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου