περιηγής: Difference between revisions
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periigis | |Transliteration C=periigis | ||
|Beta Code=perihgh/s | |Beta Code=perihgh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιηγές,<br><span class="bld">A</span> [[lying in a circle]], of the Cyclades lying round Delos, Call.''Del.''198; <b class="b3">κωμῆται π.</b> [[round about]], [[neighbouring]], Id.''Fr.''66b.<br><span class="bld">2</span> of the arms, [[tied behind one]], APl.4.195 (Satyr.).<br><span class="bld">3</span> [[circular]], κρίκοι Hp.''Anat.''1; λίμνη Call.''Ap.''59; [[ἀκτή]], [[ἁψῖδες]], A.R.1.559, 3.138; τόξον D.P.157; [[ζῶναι]] [[varia lectio|v.l.]] in Eratosth. ''Fr.''16.3.<br><span class="bld">4</span> [[surrounding]], <b class="b3">μονίῃ π. γαίων</b> [[circumambient]] solitude, Emp.27.<br><span class="bld">5</span> [[revolving]], 'Ελίκη Q.S.2.105. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ές, wie [[περιφερής]], im Kreise herumgeführt, zugerundet, rund, convex (vgl. [[περιαγής]]); Empedocl. 24, ex emend. Salmas.; [[τόξον]], D. Per. 157; χεῖρες, Satyr. 4 (Plan. 195). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ές, wie [[περιφερής]], im Kreise herumgeführt, zugerundet, rund, convex (vgl. [[περιαγής]]); Empedocl. 24, ex emend. Salmas.; [[τόξον]], D. Per. 157; χεῖρες, Satyr. 4 (Plan. 195). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui se développe autour]], [[qui entoure]];<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rond, circulaire (anneau, lac, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[περιαγής]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιηγής -ές [περιάγω] [[rondom aanwezig zijnd]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιηγής:''' досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιηγής''': -ές, ([[περιάγω]], -ηγέομαι) ὡς τὸ [[περιφερής]], ὁ κείμενος ὡς ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, ἐπὶ τῶν Κυκλάδων κειμένων [[πέριξ]] τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 198· πρβλ. [[τροχοειδής]]· ― ἐπὶ τῶν χειρῶν, εἰς τὰ [[ὀπίσω]] περιεστραμμένος, Ἀνθ. Πλαν. 195. 2) [[καθόλου]], [[στρογγύλος]], [[κυκλοτερής]], [[κρίκος]] Ἱππ. 915· [[λίμνη]] Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 59· ἀκτή, ἁψὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 559, Γ. 138· [[τόξον]] Διον. Π. 157· ἴδε [[περιειλάς]]. 3) ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἀμφίβ. ἐν Ἐμπεδ. 168, μονίῃ περιηγέϊ γαίων ― ἢ: = ἐπὶ τῇ περιστρεφομένῃ ἀϊδιότητι (δηλ. ἐπὶ τῇ αἰωνίᾳ περιστροφῇ) ἢ ἐπὶ τελείᾳ ἀναπαύσει. ― Πρβλ. περιᾱγής. | |lstext='''περιηγής''': -ές, ([[περιάγω]], -ηγέομαι) ὡς τὸ [[περιφερής]], ὁ κείμενος ὡς ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, ἐπὶ τῶν Κυκλάδων κειμένων [[πέριξ]] τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 198· πρβλ. [[τροχοειδής]]· ― ἐπὶ τῶν χειρῶν, εἰς τὰ [[ὀπίσω]] περιεστραμμένος, Ἀνθ. Πλαν. 195. 2) [[καθόλου]], [[στρογγύλος]], [[κυκλοτερής]], [[κρίκος]] Ἱππ. 915· [[λίμνη]] Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 59· ἀκτή, ἁψὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 559, Γ. 138· [[τόξον]] Διον. Π. 157· ἴδε [[περιειλάς]]. 3) ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἀμφίβ. ἐν Ἐμπεδ. 168, μονίῃ περιηγέϊ γαίων ― ἢ: = ἐπὶ τῇ περιστρεφομένῃ ἀϊδιότητι (δηλ. ἐπὶ τῇ αἰωνίᾳ περιστροφῇ) ἢ ἐπὶ τελείᾳ ἀναπαύσει. ― Πρβλ. περιᾱγής. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] [[γύρω]] («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], [[καμπύλος]] (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.<br />β. «περιηγεῖς ἁψῖδες», Απολλ. Ρόδ.<br />γ. «περιηγὲς [[τόξον]]», Διον. Περ.)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλει [[κάτι]], που απλώνεται [[γύρω]] από [[κάτι]] («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — [[ευχαριστημένος]] με την [[ερημιά]] που απλωνόταν [[γύρω]] του)<br /><b>4.</b> αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή [[κίνηση]] («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιηγής:''' -ές, = [[περιαγής]] II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από [[πίσω]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-ηγής, ές [[περιηγέομαι]]<br />= [[περιαγής]] II: of the [[arms]], tied [[behind]] one, Anth. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[neighbouring]]=== | |||
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: [[naburig]], [[naburige]], [[aanpalend]], [[aanpalende]], [[buur-]]; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: [[adjacent]], [[voisin]], [[avoisinant]]; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: [[benachbart]]; Greek: [[γειτονικός]], [[γειτνιάζων]]; Ancient Greek: [[ἀγχήρης]], [[ἀγχιγείτων]], [[ἀγχίγυος]], [[ἀγχίθυρος]], [[ἀγχίπορος]], [[ἀγχιτέρμων]], [[ἀγχόμορος]], [[ἄγχουρος]], [[ἀμφικτύων]], [[ἀστυγείτων]], [[γειτνιακός]], [[γείτνιος]], [[γειτόσυνος]], [[γείτων]], [[ἔποικος]], [[ξύνουρος]], [[ὅμαυλος]], [[ὅμορος]], [[ὅμουρος]], [[ὁμόχωρος]], [[πάροικος]], [[περιηγής]], [[περιοικίς]], [[περίοικος]], [[πλησίος]], [[πλησιόχωρος]], [[πρόσοικος]], [[πρόσχωρος]], [[συγγείτνιος]], [[συγγείτων]], [[σύγκληρος]], [[σύνορος]]; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: [[confinante]], [[contiguo]], [[vicino]], [[finitimo]], [[limitrofo]]; Latin: [[vicinalis]]; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: [[vizinho]], [[limítrofe]]; Romansch: vischin; Russian: [[соседний]], [[близлежащий]]; Spanish: [[vecino]], [[limítrofe]], [[contiguo]]; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
περιηγές,
A lying in a circle, of the Cyclades lying round Delos, Call.Del.198; κωμῆται π. round about, neighbouring, Id.Fr.66b.
2 of the arms, tied behind one, APl.4.195 (Satyr.).
3 circular, κρίκοι Hp.Anat.1; λίμνη Call.Ap.59; ἀκτή, ἁψῖδες, A.R.1.559, 3.138; τόξον D.P.157; ζῶναι v.l. in Eratosth. Fr.16.3.
4 surrounding, μονίῃ π. γαίων circumambient solitude, Emp.27.
5 revolving, 'Ελίκη Q.S.2.105.
German (Pape)
[Seite 576] ές, wie περιφερής, im Kreise herumgeführt, zugerundet, rund, convex (vgl. περιαγής); Empedocl. 24, ex emend. Salmas.; τόξον, D. Per. 157; χεῖρες, Satyr. 4 (Plan. 195).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se développe autour, qui entoure;
2 en gén. rond, circulaire (anneau, lac, etc.).
Étymologie: ion. c. περιαγής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιηγής -ές [περιάγω] rondom aanwezig zijnd.
Russian (Dvoretsky)
περιηγής: досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped.
Greek (Liddell-Scott)
περιηγής: -ές, (περιάγω, -ηγέομαι) ὡς τὸ περιφερής, ὁ κείμενος ὡς ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, ἐπὶ τῶν Κυκλάδων κειμένων πέριξ τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 198· πρβλ. τροχοειδής· ― ἐπὶ τῶν χειρῶν, εἰς τὰ ὀπίσω περιεστραμμένος, Ἀνθ. Πλαν. 195. 2) καθόλου, στρογγύλος, κυκλοτερής, κρίκος Ἱππ. 915· λίμνη Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 59· ἀκτή, ἁψὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 559, Γ. 138· τόξον Διον. Π. 157· ἴδε περιειλάς. 3) ἡ ἔννοια εἶναι ἀμφίβ. ἐν Ἐμπεδ. 168, μονίῃ περιηγέϊ γαίων ― ἢ: = ἐπὶ τῇ περιστρεφομένῃ ἀϊδιότητι (δηλ. ἐπὶ τῇ αἰωνίᾳ περιστροφῇ) ἢ ἐπὶ τελείᾳ ἀναπαύσει. ― Πρβλ. περιᾱγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)
2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.
β. «περιηγεῖς ἁψῖδες», Απολλ. Ρόδ.
γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.)
3. εκείνος που περιβάλλει κάτι, που απλώνεται γύρω από κάτι («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — ευχαριστημένος με την ερημιά που απλωνόταν γύρω του)
4. αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή κίνηση («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ηγής (< ἡγοῦμαι)].
Greek Monotonic
περιηγής: -ές, = περιαγής II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από πίσω, σε Ανθ.
Middle Liddell
περι-ηγής, ές περιηγέομαι
= περιαγής II: of the arms, tied behind one, Anth.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik