πάμπρωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_4)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pamprotos
|Transliteration C=pamprotos
|Beta Code=pa/mprwtos
|Beta Code=pa/mprwtos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the very first, first of all</b>, <span class="bibl">Il.7.324</span>, <span class="bibl">9.93</span>: neut. <b class="b3">πάμπρωτον</b> as Adv., <span class="bibl">Od.4.577</span>; ἐπεὶ π. εἶδον φέγγος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.111</span>: also in pl. <b class="b3">-πρωτα</b>, <span class="bibl">Il.4.97</span>, <span class="bibl">17.568</span>: Sup. παμπρώτιστα <span class="bibl">A.R.4.1693</span>.</span>
|Definition=η, ον, [[the very first]], [[first of all]], Il.7.324, 9.93: neut. [[πάμπρωτον]] as adverb, Od.4.577; ἐπεὶ π. εἶδον [[φέγγος]] Pi.''P.''4.111: also in plural [[πάμπρωτα]], Il.4.97, 17.568: Sup. παμπρώτιστα A.R.4.1693.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον [[εἶδον]] [[φέγγος]], Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον [[εἶδον]] [[φέγγος]], Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui est tout à fait le premier]] <i>ou</i> premier de tous;<br /><i>adv.</i> • [[πάμπρωτον]] OD, • [[πάμπρωτα]] IL par-dessus tout, avant tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πρῶτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάμπρωτος -η -ον &#91;[[πᾶς]], [[πρῶτος]]] [[allereerst]]; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπρωτος:''' [[первый из всех]], [[раньше всех]] Hom., Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάμπρωτος''': -η, -ον, ὁ [[πρώτιστος]] πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.
|lstext='''πάμπρωτος''': -η, -ον, ὁ [[πρώτιστος]] πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ος, ον :<br />qui est tout à fait le premier <i>ou</i> premier de tous;<br /><i>adv.</i> • πάμπρωτον OD, • πάμπρωτα IL par-dessus tout, avant tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πρῶτος]].
|auten=[[very]] [[first]], [[first]] of [[all]]; adv., πάμπρωτον (Od.), πάμπρωτα (Il.)
}}
{{Slater
|sltr=[[πάμπρωτος]] [[first]] “[[ἐπεὶ]] πάμπρωτον [[εἶδον]] [[φέγγος]]” (P. 4.111) “[[θηρός]], ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean [[lion]] (I. 6.48)
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμπρωτος]], -ώτη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πρώτος]] από όλους, [[ολόπρωτος]], [[πρώτιστος]] («[[πάμπρωτος]] ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν [[Νέστωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>πάμπρωτον</i> και <i>πάμπρωτα</i> και [[παμπρώτιστα]]<br />πρωτίστως, [[πρώτα]] - [[πρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρῶτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμπρωτος:''' -η, -ον, [[πρώτος]] απ' όλους, πραγματικά [[πρώτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· σε ουδ., <i>πάμπρωτον</i> και <i>-τα</i> ως επίρρ., σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάμ-πρωτος, η, ον<br />[[first]] of all, the [[very]] [[first]], Il.: in neut. πάμπρωτον and -τα as adv., Hom.
}}
}}

Latest revision as of 08:57, 10 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρωτος Medium diacritics: πάμπρωτος Low diacritics: πάμπρωτος Capitals: ΠΑΜΠΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pámprōtos Transliteration B: pamprōtos Transliteration C: pamprotos Beta Code: pa/mprwtos

English (LSJ)

η, ον, the very first, first of all, Il.7.324, 9.93: neut. πάμπρωτον as adverb, Od.4.577; ἐπεὶ π. εἶδον φέγγος Pi.P.4.111: also in plural πάμπρωτα, Il.4.97, 17.568: Sup. παμπρώτιστα A.R.4.1693.

German (Pape)

[Seite 454] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout à fait le premier ou premier de tous;
adv. • πάμπρωτον OD, • πάμπρωτα IL par-dessus tout, avant tout.
Étymologie: πᾶν, πρῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρωτος: первый из всех, раньше всех Hom., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρωτος: -η, -ον, ὁ πρώτιστος πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· ὡσαύτως τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.

English (Autenrieth)

very first, first of all; adv., πάμπρωτον (Od.), πάμπρωτα (Il.)

English (Slater)

πάμπρωτος firstἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (P. 4.111) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48)

Greek Monolingual

πάμπρωτος, -ώτη, -ον (Α)
1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστοςπάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα
πρωτίστως, πρώτα - πρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρῶτος].

Greek Monotonic

πάμπρωτος: -η, -ον, πρώτος απ' όλους, πραγματικά πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε ουδ., πάμπρωτον και -τα ως επίρρ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

πάμ-πρωτος, η, ον
first of all, the very first, Il.: in neut. πάμπρωτον and -τα as adv., Hom.