σκέπασμα: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(11) |
|||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skepasma | |Transliteration C=skepasma | ||
|Beta Code=ske/pasma | |Beta Code=ske/pasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, a [[covering]], τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 279d; of a [[cap]] or [[shoe]], Id.''Lg.''942d; of clothing generally, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1336a17; also [[ὄνυχες]] σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.''PA''687b24; [[covering]] [[membrane]], Id.''GA''780b28; <b class="b3">τὸ φύλλον περικαρπίου σ.</b>, in plants, Id.''de An.''412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.''Metaph.''1043a32. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, = [[σκέπη]], [[σκέπας]], im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp.. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />abri, couverture;<br />[[NT]]: vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[σκεπάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] [[bedekking]], [[beschutting]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκέπασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[защита]], [[укрытие]], [[покров]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[покров]], [[одежда]] (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT). | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a derivative of skepas (a [[covering]]; [[perhaps]] [[akin]] to the [[base]] of [[σκοπός]] [[through]] the [[idea]] of noticeableness); [[clothing]]: [[raiment]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=σκεπασματος, τό ([[σκεπάζω]] to [[cover]]), a [[covering]], [[specifically]], [[clothing]] ([[Aristotle]], pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br />αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται [[κάτι]], [[κάλυμμα]] (α. «[[σκέπασμα]] του πιθαριού» β. «[[σκέπασμα]] του πηγαδιού» γ. «τὸ [[φύλλον]] περικαρπίου [[σκέπασμα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκεπάζω]], [[κάλυψη]]<br /><b>2.</b> [[κλινοσκέπασμα]] («κρύωνα [[χθες]] [[βράδυ]] και έριξα δύο σκεπάσματα»)<br /><b>3.</b> [[καπάκι]] δοχείου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκάλυψη]], [[αποσιώπηση]], [[απόκρυψη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένδυμα]], [[ιματισμός]] (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ<br />β. «τοῖς δὲ [[σκέπασμα]] μικρὸν ἀμπίσχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[βλεφαρίδα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκέπασμα:''' -ατος, τό ([[σκεπάζω]]), [[στέγαστρο]], [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[υπόστεγο]], σε Πλοάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκέπασμα''': τό, ([[σκεπάζω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ [[καθόλου]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· [[ὡσαύτως]], ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· [[οἰκία]] σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκέπασμα]], ατος, τό, [σκέπαζω]<br />a [[covering]], [[shelter]], Plat. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':skšpasma 士咳爬士馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':遮蔽物<br />'''字義溯源''':衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自([[σκέλος]])X*=遮蔽之物)。或出自([[σκοπός]])=注視,顯著),而 ([[σκοπός]])出自([[σκέπασμα]])X=窺視*)。參讀 ([[ἔνδυμα]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 遮身之物(1) 提前6:8 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[σκεπάζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 21 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.
German (Pape)
[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
abri, couverture;
NT: vêtement.
Étymologie: σκεπάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] bedekking, beschutting.
Russian (Dvoretsky)
σκέπασμα: ατος τό
1 защита, укрытие, покров, Plat., Arst.;
2 покров, одежда (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT).
English (Strong)
from a derivative of skepas (a covering; perhaps akin to the base of σκοπός through the idea of noticeableness); clothing: raiment.
English (Thayer)
σκεπασματος, τό (σκεπάζω to cover), a covering, specifically, clothing (Aristotle, pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σκεπάζω
αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα του πιθαριού» β. «σκέπασμα του πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκεπάζω, κάλυψη
2. κλινοσκέπασμα («κρύωνα χθες βράδυ και έριξα δύο σκεπάσματα»)
3. καπάκι δοχείου
4. μτφ. συγκάλυψη, αποσιώπηση, απόκρυψη
μσν.-αρχ.
ένδυμα, ιματισμός (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ
β. «τοῖς δὲ σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», Πλάτ.)
2. η βλεφαρίδα.
Greek Monotonic
σκέπασμα: -ατος, τό (σκεπάζω), στέγαστρο, κάλυμμα, καταφύγιο, υπόστεγο, σε Πλοάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.
Middle Liddell
σκέπασμα, ατος, τό, [σκέπαζω]
a covering, shelter, Plat.
Chinese
原文音譯:skšpasma 士咳爬士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:遮蔽物
字義溯源:衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自(σκέλος)X*=遮蔽之物)。或出自(σκοπός)=注視,顯著),而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X=窺視*)。參讀 (ἔνδυμα)同義字
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 遮身之物(1) 提前6:8
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.