ακέραιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α [[ἀκέραιος]], -ον και -αία, -ον)<br /><b>1.</b> [[απείραχτος]], [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br />«και τον [[σκύλο]] χορτάτο και την [[πίτα]] ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (<b>Ηρόδ.</b> Γ, 146)<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], ατόφιος<br />«[[περιουσία]] ἀκεραία», «[[ἀκέραιος]] γῆ» (<b>Πλάτ.</b> <i>Κριτ</i>. 3b)<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[έντιμος]]<br />«[[ακέραιος]] [[χαρακτήρας]]», «[[ἀκέραιος]] [[κριτής]]» (Διον. Αλ. 7, 4)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ακέραιοι αριθμοί <b>Μαθημ.</b><br />οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο [[μηδέν]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο [[αμιγής]]<br />«[[ἀκέραιος]] [[οἶνος]]» (<b>Διοσκ.</b> 5, 6)<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] στο [[γένος]], στην [[καταγωγή]] «σπαρτῶν γένους [[ἀκέραιος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Φοίν</i>. 943)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει κακίες και [[πάθη]], ο [[άσπιλος]], ο [[αγνός]]<br />«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ [[λέχος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Ελ</i>. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῑ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτ</i>. 409a)<br /><b>4.</b> «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την [[αρχή]] (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή [[κατάσταση]] (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, [[κατά]] [[μέρος]] (Πολύβ. 2, 2, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i> «[[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Η [[σύνδεση]] με τη [[ρίζα]] <i>κερα</i>- ερμηνεύει σημασιολογικά την [[προέλευση]] της λ. ([[ακέραιος]] θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου [[μετά]] η σημ. «[[ολόκληρος]], [[πλήρης]]») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. [[ἀκήρατος]]. Συγκεκριμένως, η διτυπία [[ἀκέραιος]]-[[ἀκήρατος]] αντιστοιχεί [[πρός]] τη διτυπία τών [[γεραιός]]-[[ἀγήρατος]] (από [[ρίζα]] <i>γερα</i>), όπου η [[μακρότητα]] (η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] <i>ἀ</i>-<i>κέρατος</i>) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την [[αποφυγή]] των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κήρ</i> (<b>βλ.</b> [[ἀκήρατος]]). Η σημ. «[[καθαρός]], [[αμιγής]]» αποτελεί σημασιολογική [[εξέλιξη]], στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η [[ίδια]] η αρχική σημ. της λ. («[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] «[[αναμειγνύω]]» ([[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]]). Ο νεοελλ. τ. [[ακέριος]] προήλθε από το [[ἀκέραιος]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαιός]] &GT; [[παλιός]]). Ομοίως από τη [[σύνθεση]] του [[ακέριος]] με το όλος ( <i>ολοακέριος</i> &GT; <i>ολάκεριος</i>) προήλθε το [[ολάκερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθάριος]]-[[ολοκάθαρος]], <i>όρθιος</i>-[[ολόρθος]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> <i>ακεραιότης</i>, [[ακεραιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκεραιοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀκεραιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ολάκερος]]].
|mltxt=-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α [[ἀκέραιος]], -ον και -αία, -ον)<br /><b>1.</b> [[απείραχτος]], [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br />«και τον [[σκύλο]] χορτάτο και την [[πίτα]] ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (<b>Ηρόδ.</b> Γ, 146)<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], ατόφιος<br />«[[περιουσία]] ἀκεραία», «[[ἀκέραιος]] γῆ» (<b>Πλάτ.</b> <i>Κριτ</i>. 3b)<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[έντιμος]]<br />«[[ακέραιος]] [[χαρακτήρας]]», «[[ἀκέραιος]] [[κριτής]]» (Διον. Αλ. 7, 4)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ακέραιοι αριθμοί <b>Μαθημ.</b><br />οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο [[μηδέν]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο [[αμιγής]]<br />«[[ἀκέραιος]] [[οἶνος]]» (<b>Διοσκ.</b> 5, 6)<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] στο [[γένος]], στην [[καταγωγή]] «σπαρτῶν γένους [[ἀκέραιος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Φοίν</i>. 943)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει κακίες και [[πάθη]], ο [[άσπιλος]], ο [[αγνός]]<br />«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ [[λέχος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Ελ</i>. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῑ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτ</i>. 409a)<br /><b>4.</b> «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την [[αρχή]] (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή [[κατάσταση]] (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, [[κατά]] [[μέρος]] (Πολύβ. 2, 2, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (πρβλ. <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i> «[[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Η [[σύνδεση]] με τη [[ρίζα]] <i>κερα</i>- ερμηνεύει σημασιολογικά την [[προέλευση]] της λ. ([[ακέραιος]] θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου [[μετά]] η σημ. «[[ολόκληρος]], [[πλήρης]]») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. [[ἀκήρατος]]. Συγκεκριμένως, η διτυπία [[ἀκέραιος]]-[[ἀκήρατος]] αντιστοιχεί [[πρός]] τη διτυπία τών [[γεραιός]]-[[ἀγήρατος]] (από [[ρίζα]] <i>γερα</i>), όπου η [[μακρότητα]] (η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] <i>ἀ</i>-<i>κέρατος</i>) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την [[αποφυγή]] των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κήρ</i> (<b>βλ.</b> [[ἀκήρατος]]). Η σημ. «[[καθαρός]], [[αμιγής]]» αποτελεί σημασιολογική [[εξέλιξη]], στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η [[ίδια]] η αρχική σημ. της λ. («[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] «[[αναμειγνύω]]» ([[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]]). Ο νεοελλ. τ. [[ακέριος]] προήλθε από το [[ἀκέραιος]] με [[συνίζηση]] (πρβλ. [[παλαιός]] &GT; [[παλιός]]). Ομοίως από τη [[σύνθεση]] του [[ακέριος]] με το όλος ( <i>ολοακέριος</i> &GT; <i>ολάκεριος</i>) προήλθε το [[ολάκερος]] (πρβλ. [[καθάριος]]-[[ολοκάθαρος]], <i>όρθιος</i>-[[ολόρθος]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> <i>ακεραιότης</i>, [[ακεραιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκεραιοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀκεραιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ολάκερος]]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 December 2018

Greek Monolingual

-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α ἀκέραιος, -ον και -αία, -ον)
1. απείραχτος, άθικτος, ανέπαφος
«και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (Ηρόδ. Γ, 146)
2. ολόκληρος, πλήρης, ατόφιος
«περιουσία ἀκεραία», «ἀκέραιος γῆ» (Πλάτ. Κριτ. 3b)
3. άδολος, έντιμος
«ακέραιος χαρακτήρας», «ἀκέραιος κριτής» (Διον. Αλ. 7, 4)
4. φρ. ακέραιοι αριθμοί Μαθημ.
οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο μηδέν.
αρχ.
1. αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο αμιγής
«ἀκέραιος οἶνος» (Διοσκ. 5, 6)
2. καθαρός στο γένος, στην καταγωγή «σπαρτῶν γένους ἀκέραιος» (Ευρ. Φοίν. 943)
3. αυτός που δεν έχει κακίες και πάθη, ο άσπιλος, ο αγνός
«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ λέχος» (Ευρ. Ελ. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῑ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (Πλάτ. Πολιτ. 409a)
4. «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την αρχή (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή κατάσταση (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — αφήνω κάτι απείραχτο, κατά μέρος (Πολύβ. 2, 2, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κέρα-ιος < - στερητ. + ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω «καταστρέφω, ερημώνω») + επίθημα -ιος. Η σύνδεση με τη ρίζα κερα- ερμηνεύει σημασιολογικά την προέλευση της λ. (ακέραιος θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου μετά η σημ. «ολόκληρος, πλήρης») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. ἀκήρατος. Συγκεκριμένως, η διτυπία ἀκέραιος-ἀκήρατος αντιστοιχεί πρός τη διτυπία τών γεραιός-ἀγήρατος (από ρίζα γερα), όπου η μακρότητα (η) στο ἀκήρατος (αντί -κέρατος) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την αποφυγή των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική επίδραση της λ. κήρ (βλ. ἀκήρατος). Η σημ. «καθαρός, αμιγής» αποτελεί σημασιολογική εξέλιξη, στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η ίδια η αρχική σημ. της λ. («άθικτος, ανέπαφος») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι «αναμειγνύω» (ἄκρατος / ἄκρητος). Ο νεοελλ. τ. ακέριος προήλθε από το ἀκέραιος με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός). Ομοίως από τη σύνθεση του ακέριος με το όλος ( ολοακέριος > ολάκεριος) προήλθε το ολάκερος (πρβλ. καθάριος-ολοκάθαρος, όρθιος-ολόρθος κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. ακεραιότης, ακεραιότητα
αρχ.
ἀκεραιοσύνη
μσν.
ἀκεραιοῦμαι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ολάκερος].