ἐξορύσσω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] και [[βγάζω]] [[χώμα]] από [[χαντάκι]], [[εξορύσσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βγάζω]] με [[σκάψιμο]] από το [[έδαφος]], [[ξεθάβω]], στον ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐξορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] και [[βγάζω]] [[χώμα]] από [[χαντάκι]], [[εξορύσσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βγάζω]] με [[σκάψιμο]] από το [[έδαφος]], [[ξεθάβω]], στον ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξορύσσω:''' атт. [[ἐξορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> выкапывать (землю), удалять вскопанную землю: [[χοῦς]] ἐξορυσσόμενος Her. куча выброшенной земли;<br /><b class="num">2)</b> выкапывать (из земли) (νεκρούς Her.; ἐλαίαν Lys.; φυτά Xen.);<br /><b class="num">3)</b> раскапывать, разрывать (ἐξορυσσόμενοι τόποι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> вырывать, выкалывать (τοὺς ὀφθαλμούς τινος Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐξορύττω,
A dig out the earth from a trench, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Hdt.7.23; τόποι ἐξορυσσόμενοι Arist.Mir.833b4:— Med., ἐξορύξασθαι χάρακας make oneself a vallum, D.H.9.55. II dig out of the ground, dig up, τοὺς νεκρούς Hdt.1.64, cf. BGU1024iv4 (iv/v A.D.); ἄγλιθας Ar.Ach.763; [μορίαν] Lys.7.26:—Pass., τοῦ χοὸς τοῦ -ομένου PHal.1.109 (iii B.C.); φυτά X.Oec.19.4. 2 gouge out, ἐ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.8.116, cf. LXXJd.16.21, Plu. Art.14. 3 metaph., τὸν ἐξορύσσοντα λόγον τὰ κεκρυμμένα τῶν πραγμάτων Ph.1.72.
German (Pape)
[Seite 888] att. -ττω, ausgraben, ausreißen; ἄγλιθας Ar. Ach. 763; ἐλαίαν Lys. 7, 26; φυτά Xen. oec. 19, 4 u. A; ὁ ἐξορυσσόμενος χοῦς, der herausgegrabene, aufgeworfene Schutt, Her. 7, 23; – τοὺς ὀφθαλμούς, die Augen ausstechen, Her. 8, 116; Plut. – Med., χάρακας, sich einen Wall ausgraben, aufwerfen, D. Hal. 9, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. ἐκσκάπτω, ἐκθάπτω, τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· ἐκβάλλω ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116.
French (Bailly abrégé)
1 ôter la terre d’une tranchée;
2 déterrer, arracher : ἐξ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.
Étymologie: ἐξ, ὀρύσσω.
English (Strong)
from ἐκ and ὀρύσσω; to dig out, i.e. (by extension) to extract (an eye), remove (roofing): break up, pluck out.
English (Thayer)
1st aorist participle ἐξορύξαντες; from Herodotus down;
1. to dig out: τούς ὀφθαλμούς (properly, to pluck out the eyes; so Alex.); Herodotus 8,116; Josephus, Antiquities 6,5, 1; Lucian, dial. deor. 1,1; others) καί διδόναι τίνι, metaphorically, to renounce the most precious things for another's advantage, Terence, adelph. 4,5, 67; Horace sat. 2,5, 35; (Wetstein at the passage)); in opposition to a very few interpretaters who, assuming that Paul suffered from a weakness of the eyes, understand the words literally, Ye would have plucked out your sound eyes and have put them into me, see Meyer at the passage; (cf. references under the word σκόλοψ, at the end).
2. to dig through: τήν στέγην, Mark 2:4.
Greek Monolingual
(AM ἐξορύσσω και ἐξορύττω) ορύσσω
1. σκάβω και βγάζω από τη γη (μεταλλεύματα)
2. βγάζω κάτι από τη θέση του
3. βγάζω τα μάτια, τυφλώνω
αρχ.
1. αποκαλύπτω
2. (για φυτά) ξεριζώνω
3. (για νεκρούς) ξεθάβω
4. κατασκευάζω με εκσκαφή («χάρακας ἐξορύξαντο» — έσκαψαν χαρακώματα).
Greek Monotonic
ἐξορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω και βγάζω χώμα από χαντάκι, εξορύσσω, σε Ηρόδ.
II. βγάζω με σκάψιμο από το έδαφος, ξεθάβω, στον ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορύσσω: атт. ἐξορύττω
1) выкапывать (землю), удалять вскопанную землю: χοῦς ἐξορυσσόμενος Her. куча выброшенной земли;
2) выкапывать (из земли) (νεκρούς Her.; ἐλαίαν Lys.; φυτά Xen.);
3) раскапывать, разрывать (ἐξορυσσόμενοι τόποι Arst.);
4) вырывать, выкалывать (τοὺς ὀφθαλμούς τινος Her.).