κακοῦργος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν. | |lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοῦργος:''' <b class="num">I</b> эп. [[κακοεργός|κᾰκοεργός]] 2<br /><b class="num">1)</b> преступный, злой ([[ἀνήρ]] Soph.; [[μάχαιρα]] Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;<br /><b class="num">2)</b> зловредный (ἐπιθυμίαι Plat.; [[λόγος]] Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, [[ἑαυτοῦ]] δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.<br /><b class="num">II</b> ὁ злодей, разбойник, грабитель Thuc., Dem., NT, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. κακοεργός (also late Prose, Porph.Abst. 2.38;
A δαιμόνια κακοεργά Aen.Gaz.Thphr.p.60B.), ον, (ἔργον) doing ill, mischievous, knavish, once in Hom., ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός importunate, Od.18.54; freq. later, κλῶπες κακοῦργοι Hdt. 1.41; κ. ἀνήρ S.Aj.1043; also κακουργότατος λόγος D.20.125; κ. μάχαιρα AP11.136 (Lucill.); -ότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2. Adv. -γως Poll.3.132. 2 as Subst., malefactor, criminal in the eye of the law, Ps.-Phoc.133, Th.1.134, PLille 1.7.20 (iii B.C.), Ev.Luc. 23.32, etc.; οὐδεὶς κακοεργός Theoc.15.47; at Athens, technically, thief, robber, ὁ τῶν κακούργων νόμος Antipho5.9, cf. 16, Lys.13.78, D.22.28, 24.102. II c. gen., doing harm to, κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ -ότερος, X.Mem.1.5.3, cf. Pl.R.421b: abs., harmful, κ. ἐπιθυμίαι ib.554c; καρτερία Id.La.192d; ἄγνοια -οτάτη καὶ αἰσχίστη Id.Alc.1.118a.
German (Pape)
[Seite 1305] (zsgzgn aus κακοεργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακοῦργος: Ἐπικ. κακοεργός, όν, (ἔργον): ― πράτων τὸ κακόν, βλαπτικός, φαῦλος, μοχθηρός, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἀλλά με γαστήρ ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· συχνάκις βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· κακοῦργος ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· ὡσαύτως, κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος λόγος Δημ. 494. 26, κτλ.· κακοῦργος μάχαιρα Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, κακοῦργος, ἔνοχος κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), κλέπτης ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., αὐτόθι 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abs. pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ κακοῦργος malfaiteur (voleur, meurtrier, etc.) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants ou vicieux, le vice;
2 avec un rég. qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, gén;
Cp. κακουργότερος, Sp. κακουργότατος.
Étymologie: κακός, ἔργον.
English (Strong)
from κακός and the base of ἔργον; a wrong-doer, i.e. criminal: evil-doer, malefactor.
English (Thayer)
κακουργον (contracted from κακοεργος, from κακόν and ἘΡΓΩ; cf. πανοῦργος, and on the accent of both see Göttling, Lehre v. Accent, p. 321; (Chandler § 445)), as a substantive, a malefactor: Winer s Grammar, 530 (493); Buttmann, § 150,3), 39. (Sophocles and) Herodotus down.)
Greek Monolingual
-α, -ο και -ικο (AM κακοῡργος, -ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, -ές και κακοεργός, -όν)
1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο
ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)
2. πολύ κακός, εγκληματικός (α. «κακοῡργος ἀνήρ» β. «κακοῡργος μάχαιρα» γ. «κακούργα ένστικτα»)
μσν.-αρχ.
(για ελαττώματα) επιβλαβής, βλαβερός (α. «ἄγνοια κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», Πλάτ.
β. «νεανικόν τι καὶ κακοῡργον... κατά τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. πολύ σκληρός, ανελέητος («κακοῡργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῡ δὲ πολὺ κακουργότερος», Πλάτ.)
2. (ειδ. στο αττ. δίκαιο) κλέφτης, ληστής («ὁ τῶν κακούργων νόμος», Αντιφ.).
επίρρ...
κακούργως (Α)
με κακουργία, με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οῦργος (< ἔργον). Σημειώνεται ότι το κακοῦργος και το πανοῡργος αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) σύνθετα σε -ουργος έναντι τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -ουργός (δημιουργός, δραματουργός, λειτουργός, ξυλουργός, σιδηρουργός υπουργός, κ.λπ.)].
Greek Monotonic
κᾰκοῦργος: Επικ. κακο-εργός, -όν (*ἔργω)·
I. 1. κακοποιός, βλαπτικός, φαύλος, διεφθαρμένος, μοχθηρός, γαστὴρ κακοεργός, επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· κακοῦργοι κλῶπες, σε Ηρόδ.· ἀνήρ, σε Σοφ.· κακουργότατος λόγος, σε Δημ.
2. ως ουσ., κακοποιός, εγκληματίας, σε Θουκ. κ.λπ.· ιδίως, κλέφτης, ληστής, σε Δημ.
II. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, με γεν., κ. εἶναί τινος, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοῦργος: I эп. κᾰκοεργός 2
1) преступный, злой (ἀνήρ Soph.; μάχαιρα Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;
2) зловредный (ἐπιθυμίαι Plat.; λόγος Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.
II ὁ злодей, разбойник, грабитель Thuc., Dem., NT, Plut.