ὑποστολή: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(4b) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποστολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> уменьшение, сокращение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> боязнь, колебание NT;<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы. | |elrutext='''ὑποστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> уменьшение, сокращение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> боязнь, колебание NT;<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6. 2 omission of a letter, τοῦ ῑ A.D.Adv.187.22: generally, removal, Id.Pron.91.26, al. II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; δι' ὑποστολῆς holding back, Ascl.Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S. III concealment, dissimulation, J.BJ2.14.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστολή: ἡ κατὰ μικρὸν ἐλάττωσις τῆς τροφῆς, περιορισμὸς τῆς διαίτης, Πλούτ. 2. 129C, 475F, Ὀρειβάσ. 105 Cocch. 2) ἡ ἀποβολὴ γράμματος, Α. Β. 600, 30. ΙΙ. «δειλία, φυγὴ» Ἡσύχ., προβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ι΄, 39.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
resserrement, diminution.
Étymologie: ὑποστέλλω.
English (Strong)
from ὑποστέλλω; shrinkage (timidity), i.e. (by implication) apostasy: draw back.
English (Thayer)
ὑποστολῆς, ἡ (ὑποστέλλω, which see), properly, a withdrawing (Vulg. subtractio) (in a good sense, Plutarch, anim. an corp. aff. sint pej. § 3under the end); the timidity of one stealthily retreating: οὐκ ἐσμεν ὑποστολῆς (see εἰμί IV:1g.), we have no part in shrinking back etc., we are free from the cowardice of etc. (R. V. we are not of them that shrink back etc.), λάθρᾳ τά πολλά καί μεθ' ὑποστολῆς ἐκακουργησεν, Josephus, b. j. 2,14, 2; ὑποστολην ποιοῦνται, Antiquities 16,4, 3).
Greek Monolingual
η / ὑποστολή, ΝΜΑ ὑποστέλλω
νεοελλ.
1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή της σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων»)
2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων»)
αρχ.
1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία
2. προσποίηση, απάτη
3. ταπεινοφροσύνη
4. αποχώρηση, απόσυρση
5. αυτοσυγκράτηση, συστολή
6. σύνεση
7. δειλία, ατολμία
8. απροθυμία, δισταγμός·9. αποβολή γράμματος·10. (κατά τον Ησύχ.) «δειλία, φυγή».
Greek Monotonic
ὑποστολή: ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑποστολή: ἡ
1) уменьшение, сокращение Plut.;
2) боязнь, колебание NT;
3) грам. опущение буквы.