ὑποστροφή: Difference between revisions
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποστροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обращение тыла, бегство ([[ἀναχώρησις]] καὶ ὑ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> изменение направления, поворот: ἐξ ὑποστροφῆς Soph., Polyb. сделав поворот, но тж. Dem. наоборот;<br /><b class="num">3)</b> грам. смещение ударения назад. | |elrutext='''ὑποστροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обращение тыла, бегство ([[ἀναχώρησις]] καὶ ὑ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> изменение направления, поворот: ἐξ ὑποστροφῆς Soph., Polyb. сделав поворот, но тж. Dem. наоборот;<br /><b class="num">3)</b> грам. смещение ударения назад. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑποστροφή]], ἡ,<br />a [[turning]] [[about]], wheeling [[round]], Hdt.: ἐξ ὑποστροφῆς, of the [[chariot]], [[after]] [[turning]] [[round]] the [[meta]] at the end of the [[δίαυλος]], i. e. [[turning]] [[sharply]] [[round]], Soph.:— on the [[contrary]], ap. Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ, turning about, wheeling round, of cavalry, Hdt.9.22: generally, return march, D.C.71.2. 2 in the phrase ἐξ ὑποστροφῆς, of the chariot, turning round the meta at the far end of the δίαυλος, i. e. turning sharply round, S.El.725: so in military sense, wheeling right about, Plb.2.25.3,3.14.5, D.H.2.41, etc. b on the contrary, Epist. Philipp. ap. D.18.166. 3 return, J.AJ2.14.3. II recurrence, relapse, ὀδυνημάτων Hp.Art.50, cf. Prog.22, Epid.1.3, Gal.6.815. 2 Rhet., τὸ καθ' ὑποστροφὴν σχῆμα recurrence to a subject, after a parenthesis, Hermog.Id.2.1, cf. Aristid.Rh.2p.514S. 3 Gramm., throwing back of the accent, A.D.Synt.134.18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ ἱππικοῦ τρεπομένου εἰς φυγήν, ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς (τῆς ἵππου) Ἡρόδ. 6. 22· μάλιστα. 2) ἐν τῇ φράσει ἐξ ὑποστροφῆς, ἐπὶ τῶν πώλων τοῦ ἅρματος περικαμπτόντων τὸ τέρμα (meta) τοῦ διαύλου, = ὑποστρέψαντες, Σοφ. Ἠλ. 725· οὕτως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, = τῷ Λατιν. converso agmine, ἐξ ὑποστροφῆς ἀπήντων, ὑποστρέψαντες ἀπήντων, Πολύβ. 2. 25, 3. 14, 5, Διονύσ. Ἁλ. 2. 41, κλπ. β) τοὐναντίον, τἀνάπαλιν, Ἐπιστ. Φιλίππ. παρὰ Δημ. 283. 18. ΙΙ. ὑποτροπή, ὀδυνημάτων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 817, πρβλ. Προγν. 44. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθ’ ὑποστροφὴν σχῆμα, ἐπάνοδος εἴς τι ζήτημα μετὰ γενομένην διακοπήν, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 297, κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, εἶδος παρενθέσεως, αὐτόθι τ. 9, σ. 412. 3) ἀναβίβασις τοῦ τόνου, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 139, 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
marche rétrograde, mouvement de retraite : ἐξ ὑποστροφῆς SOPH en se retournant pour commencer une nouvelle course, au contraire.
Étymologie: ὑποστρέφω.
Greek Monolingual
η / ὑποστροφή, ΝΜΑ υποστρέφω
1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα
2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή
3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός
νεοελλ.
1. αλλαγή της πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή της πρύμνης του στον άνεμο έτσι ώστε στη συνέχεια να εκτελεί ουριοδρομία, κν. πόντζα λα μπάντα
2. η ιδιότητα ενός αυτοκινήτου, όταν αυτό κινείται σε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα, να τείνει το πρόσθιο τμήμα του να βγει προς το εξωτερικό της στροφής
3. φρ. α) «υποστροφή μήτρας»
ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών της μήτρας μετά τον τοκετό μέχρι την επάνοδό της στη φυσιολογική κατάσταση
β) «γεροντική υποστροφή»
ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών που προκαλεί στον οργανισμό το γήρας
αρχ.
1. (ρητ.) α) επάνοδος σε ένα θέμα μετά από διακοπή
β) είδος παρέκβασης σε λόγο
2. γραμμ. αναβιβασμός τόνου
3. φρ. «ἐξ ὑποστροφῆς»
α) στρ. με αντεπίθεση (Πολ.)
β) με γύρισμα, με στροφή στον καμπτήρα του σταδίου (Σοφ.)
γ) αντεπιστρέφοντας, στέλνοντας πίσω.
Greek Monotonic
ὑποστροφή: ἡ, μεταβολή, στριφογύρισμα, στροφή προς το αντίθετο μέρος, περιστροφή, σε Ηρόδ.· ἐξ ὑποστροφῆς, λέγεται για άρμα, αφότου παρακάμπτει το τέρμα (meta) του διαύλου, δηλ. στρέφεται αστραπιαία προς το αντίθετο μέρος, σε Σοφ.· αντιθέτως, τουναντίον, παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστροφή: ἡ
1) обращение тыла, бегство (ἀναχώρησις καὶ ὑ. Her.);
2) изменение направления, поворот: ἐξ ὑποστροφῆς Soph., Polyb. сделав поворот, но тж. Dem. наоборот;
3) грам. смещение ударения назад.
Middle Liddell
ὑποστροφή, ἡ,
a turning about, wheeling round, Hdt.: ἐξ ὑποστροφῆς, of the chariot, after turning round the meta at the end of the δίαυλος, i. e. turning sharply round, Soph.:— on the contrary, ap. Dem.