βοηθός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(cc1)
(CSV import)
Line 31: Line 31:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':bohqÒj 波誒-拖士<br />'''詞類次數''':形容詞 名詞(1)<br />'''原文字根''':懇求(者)<br />'''字義溯源''':援助者,幫助;由([[βοή]])=大喊)與([[Θευδᾶς]])X*=跑,進行)組成,而 ([[βοή]])出自 ([[βοάω]])*=喊叫。<br />'''同義字''':1) ([[βοηθός]])援助者 2) ([[διάκονος]])侍者 3) ([[θεράπων]])僕人 4) ([[λειτουργός]])公僕 5) ([[συνεργός]])同工 6) ([[ὑπηρέτης]])差役<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 是幫助(1) 來13:6
|sngr='''原文音譯''':bohqÒj 波誒-拖士<br />'''詞類次數''':形容詞 名詞(1)<br />'''原文字根''':懇求(者)<br />'''字義溯源''':援助者,幫助;由([[βοή]])=大喊)與([[Θευδᾶς]])X*=跑,進行)組成,而 ([[βοή]])出自 ([[βοάω]])*=喊叫。<br />'''同義字''':1) ([[βοηθός]])援助者 2) ([[διάκονος]])侍者 3) ([[θεράπων]])僕人 4) ([[λειτουργός]])公僕 5) ([[συνεργός]])同工 6) ([[ὑπηρέτης]])差役<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 是幫助(1) 來13:6
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[helper]]
}}
}}

Revision as of 13:45, 4 July 2020

German (Pape)

[Seite 451] όν, = vor., helfend, beistehend, Her. 5. 77; νῆες 5, 97; Thuc. 1, 45; subst., der Helfer, τινί Antiph. 1, 2; Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui vient au secours de ; ὁ βοηθός auxiliaire de, défenseur de, τινι.
Étymologie: cf. βοηθόος.

English (Abbott-Smith)

βοηθός, -ον (v.s. βοηθέω), [in LXX chiefly for עזר;]
1.(poët. -όος), hasting to the war-cry (Hom.).
2.helping, auxiliary; as subst. (Hdt.), a helper: He 13:6 (LXX).†

English (Strong)

from βοή and theo (to run); a succorer: helper.

English (Thayer)

βοηθόν, helping (νεης, Herodotus 5,97; στήριγμα, Herodotus down) a helper: Sept.).

Greek Monolingual

ο, η (AM βοηθός)
εκείνος που προσφέρει βοήθεια, αρωγός
μσν.- νεοελλ.
προστάτης
νεοελλ.
1. ο συνεργάτης ο συμπαραστάτης
2. ο εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή διεύθυνση προϊσταμένου
3. ο μαθητευόμενος σε κάποια τέχνη
4. τίτλος επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή ερευνητικό κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηθώ με υποχωρητικό σχηματισμό ή βοηθός < βοηθοFος (βoFāθoF) με συναίρεση].

Greek Monotonic

βοηθός: -όν, συντετμ. τύπος του βοη-θόος, βοηθητικός, ενισχυτικός, επικουρικός, σε Θουκ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βοηθός: II ὁ помощник, заступник, защитник Xen., Arst., Plut., Anth.
идущий или приходящий на помощь (νῆες Her. и ναῦς Thuc.).

Middle Liddell

[shortened form of βοηθόος
assisting, auxiliary, Thuc.; and as Subst. an assistant, Hdt., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηθός -όν βοηθέω helpend; subst. helper, assistent.

Chinese

原文音譯:bohqÒj 波誒-拖士
詞類次數:形容詞 名詞(1)
原文字根:懇求(者)
字義溯源:援助者,幫助;由(βοή)=大喊)與(Θευδᾶς)X*=跑,進行)組成,而 (βοή)出自 (βοάω)*=喊叫。
同義字:1) (βοηθός)援助者 2) (διάκονος)侍者 3) (θεράπων)僕人 4) (λειτουργός)公僕 5) (συνεργός)同工 6) (ὑπηρέτης)差役
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 是幫助(1) 來13:6

English (Woodhouse)

helper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)