ἱππεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> \w+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἱππεύω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[drive]] horses ἱππεύει πυρσῷ [[κατάκομος]] λάμποντι (sc. [[Ἥλιος]]) ?fr. 356.
|sltr=[[ἱππεύω]] [[drive]] horses ἱππεύει πυρσῷ [[κατάκομος]] λάμποντι (sc. [[Ἥλιος]]) ?fr. 356.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 12:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππεύω Medium diacritics: ἱππεύω Low diacritics: ιππεύω Capitals: ΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: hippeúō Transliteration B: hippeuō Transliteration C: ippeyo Beta Code: i(ppeu/w

English (LSJ)

A to be a horseman or rider, ride, Hdt.1.136, etc.; ἱ. ταῖς κυούσαις ἵπποις Arist.HA576a21; ἱ. ἐπ' ὄνου Luc.Bacch.2; of a people, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Hdt.7.84, cf. 87:—also in Med., Id.1.27,79. 2 metaph., of the wind, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος E.Ph.212 (lyr.); σελάνα ἱππεύουσα δι' ὀρφναίας Id.Supp.994 (lyr.); also, rush, πρὸς φόνον Id.HF1001. II serve in the cavalry, Lys.14.7, X.HG3.1.4, Pl.Lg.756b, etc. 2 at Rome, to be an eques, D.C. 49.12; τὸ -εῦον the ordo equester, Id.60.7. III of a horse, as we say 'the horse rides (i.e. carries his rider) well', X.Eq.1.6,3.4, 10.3. IV drive a team, Ar.Nu.1406.

German (Pape)

[Seite 1258] ein Reiter sein, reiten; Ar. Nubb. 1416; Her. oft; ταῖς ἵπποις, auf Stuten, Arist. H. A. 6, 22; ἐπ' ὄνου, auf einem Esel, Luc. Bacch. 2, bes. zu Roß Kriegsdienste thun, Her. 7, 84, Xen. Hell. 3, 1, 4, Plat. Legg. VI, 756 b, Ritter sein, Lys. 14, 7. 16, 7 u. A. Übertr. vom Winde. dahersprengen, -stürmen, Eur. Phoen. 220, vgl. Herc. Fur. 1001; – bei Xen. de re equ. 1, 6. 10, 3 vom Pferde, ἐάν τις διδάξῃ τὸν ἵππον. ἐν χαλαρῷ τῷ χαλινῷ ἱππεύειν. – Das med., ἱππεύεσθαι ἀγαθοί, tüchtig, um Ritterdienst, Her. 1, 79

Greek (Liddell-Scott)

ἱππεύω: (ἱππεὺς) εἶμαι ἱππεὺς ἢ ἔφιππος, ἱππεύω. Ἡρόδ. 1. 136, καὶ Ἀττ.· οἱ δὲ Σκύθαι ἱππεύουσι ταῖς κυούσαις ἵπποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 7· ἐπ’ ὄνου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα Λουκ. Διον. 2· - ἐπὶ ἔθνους, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Ἡρόδ. 7, 84, πρβλ. 87· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 27, 79. 2) μεταφ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος Εὐρ. Φοίν. 212 (πρβλ. Ὁρατίου ᾨδ. 4, 44)· οὕτω, λαμπάδ’ ἵν’ ὠκυθόαι νύμφαι ἱππεύουσι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 994· ὡσαύτως, ἐφορμῶ, πρὸς φόνον ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1001. ΙΙ. εἶμαι ἔφιππος στρατιώτης, ὑπηρετῶ ἐν τῷ ἱππικῷ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 4, Λυσ., κλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππου, φέρω τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1. 6., 3, 4., 10. 3.

French (Bailly abrégé)

ao. ἵππευσα;
I. aller à cheval :
1 être cavalier, monter un cheval ou une bête de somme : ἐπ’ ὄνου LUC monter un âne;
2 servir comme cavalier;
II. aller comme un cheval, particul. galoper, courir;
Moy. ἱππεύομαι servir comme cavalier.
Étymologie: ἱππεύς.

English (Slater)

ἱππεύω drive horses ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356.

Spanish

cabalgar

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱππεύω) ιππεύς
ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω
νεοελλ.
1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα
2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά
αρχ.
1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.)
2. (για λαούς) έχω τη συνήθεια, την κλίση ή την ικανότητα να είμαι καλός ιππέας («ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη», Ηρόδ.)
3. (για τον άνεμο) φυσώ ορμητικά, δυνατά («ζεφύρου πνοαῑς ἱππεύσαντος», Ευρ.)
4. (μτφ., ποιητ.) εφορμώ για να κάνω κάτιἱππεύω πρὸς φόνον», Ευρ.)
5. ανεβαίνω σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», Λουκιαν.)
6. υπηρετώ στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας εἶναι πάντων τῶν ἱππευσάντων», Πλάτ.)
7. ανήκω στην κοινωνική τάξη τών ιππέων
8. (για άλογα) έχω πάνω μου αναβάτη
9. οδηγώ άρμα ή άμαξα με δύο ή τέσσερεις ίππους
9. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἱππεῡον
η τάξη τών ιππέων.

Greek Monotonic

ἱππεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἵππευσα (ἱππεύς
I. 1. είμαι έφιππος ή καβαλάρης, ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λέγεται για τον άνεμο, σε Ευρ.
II. είμαι έφιππος στρατιώτης, υπηρετώ το ιππικό, σε Ξεν.
III. λέγεται για άλογο, φέρω τον αναβάτη (δηλ. μεταφέρω τον αναβάτη), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππεύω:
1) тж. med. ездить верхом (ταῖς ἵπποις Arst.; ἐπ᾽ ὄνου Luc.): ἔσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί Her. они (лидийцы) были хорошими всадниками;
2) служить в коннице: δεῖν αὐτὸν μετὰ τῶν ὁπλιτῶν κινδυνεύειν, ἱ. εἵλετο Lys. обязанный делить опасности с гоплитами, он (Алкивиад) предпочел служить в коннице; ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνεα Her. конницу (Ксеркса) составляют такие племена;
3) (о лошади) ходить, бежать, скакать: διδάσκειν τὸν ἵππον ἐν χαλαρῷ τῷ χαλινῷ ἱ. Xen. учить лошадь ходить с опущенными поводьями;
4) перен. мчаться, нестись, проноситься: ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Ζεφύρου ἱππεύσαντος Eur. (в то время как) Зефир проносился над бесплодными равнинами; πρὸς γέροντος ἱππεύει φόνον Eur. (безумный Геракл) бросается (чтобы) убить старика.

Middle Liddell

ἱππεύς
I. to be a horseman or rider, to ride, Hdt., attic:—so in Mid., Hdt.
2. metaph. of the wind, Eur.
II. to be a trooper, serve in the cavalry, Xen.
III. of a horse, as we say "the horse rides (i. e. carries his rider) well," Xen.