υφίσταμαι: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[ὑφίστημι]] ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α [[ἵστημι]]/ <i>ἵσταμαι</i>]<br /><b>1.</b> (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) [[υφίσταμαι]]<br />α) υποβάλλομαι σε [[κάτι]], [[δέχομαι]] μια, [[συνήθως]] βλαπτική, [[ενέργεια]], [[υποφέρω]] (α. «υφίσταται τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ [[τρισάθλιος]] ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.<br />γ. «[[πόλις]] δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έχω πραγματική [[υπόσταση]], [[υπάρχω]] (α. «υφίστανται [[ακόμη]] οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῦ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ισχύω]] («δεν υφίστανται πια τα [[μέτρα]] απαγόρευσης της κυκλοφορίας»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>βλ.</b> [[υφιστάμενος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υφίσταμαι]] τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικά<br />β) «[[υφίσταμαι]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την [[κακία]] που έδειξα ή για τις κακίες που έκανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> <b>θεολ.</b> (για την Αγία Τριάδα) [[υπάρχω]] ως αδιάσπαστη [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] [[κυρίως]] ως [[υποστήριγμα]] οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῖ προθύρῳ θαλάμου [[κίονας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[κρυφά]] ή τον [[τοποθετώ]] ως [[ενέδρα]]<br /><b>3.</b> [[διορίζω]] («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τον τε Σπιθριδάτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[αντιπαρατάσσω]] («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σταματώ]] ή [[παρεμποδίζω]] («ὑποστήσαντες [ενν. <i>τοὺς στρατιώτας</i>] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> α) [[προσδίδω]] ύπαρξη σε [[κάτι]]<br />β) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)<br /><b>7.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καθιερώνω]], [[θεσπίζω]] («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ [[πάντα]] ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] («μὴ γνώμας ὑποστήσας [[σοφάς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (μέσ. μτβ.) α) [[αντιτάσσω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ὑπεστήσατο τον τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[θέτω]] ως [[προϋπόθεση]], [[αρχή]] ή [[βάση]] («[[ἐπειδὰν]] τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῖς ὑποστήσωνται», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[θέτω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] για [[μίμηση]]<br />δ) (με απρμφ.) [[υποθέτω]], [[θεωρώ]] ή [[νομίζω]] ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν», <b>Διόδ.</b>)<br />ε) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[υγρό]]) [[κατακάθομαι]] («ὑφισταμένη ἐν τοῖς ἀγγείοις [[ἁλμυρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τον ήλιο) δύω<br />γ) (γενικά) [[ανθίσταμαι]], αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (ειδικότερα) [[μένω]] στη [[θέση]] μου και [[αντιμετωπίζω]] τον εχθρό<br />ε) (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] ή [[υπόσχομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />στ) υποτάσσομαι σε κάποιον<br />ζ) συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br />η) [[υπομένω]] [[κάτι]] αγόγγυστα<br />θ) [[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] ακουσίως ή αναγκαστικά<br />ι) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («[[ἴσως]] δὴ | |mltxt=ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[ὑφίστημι]] ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α [[ἵστημι]]/ <i>ἵσταμαι</i>]<br /><b>1.</b> (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) [[υφίσταμαι]]<br />α) υποβάλλομαι σε [[κάτι]], [[δέχομαι]] μια, [[συνήθως]] βλαπτική, [[ενέργεια]], [[υποφέρω]] (α. «υφίσταται τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ [[τρισάθλιος]] ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.<br />γ. «[[πόλις]] δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έχω πραγματική [[υπόσταση]], [[υπάρχω]] (α. «υφίστανται [[ακόμη]] οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῦ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ισχύω]] («δεν υφίστανται πια τα [[μέτρα]] απαγόρευσης της κυκλοφορίας»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>βλ.</b> [[υφιστάμενος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υφίσταμαι]] τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικά<br />β) «[[υφίσταμαι]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την [[κακία]] που έδειξα ή για τις κακίες που έκανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> <b>θεολ.</b> (για την Αγία Τριάδα) [[υπάρχω]] ως αδιάσπαστη [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] [[κυρίως]] ως [[υποστήριγμα]] οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῖ προθύρῳ θαλάμου [[κίονας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[κρυφά]] ή τον [[τοποθετώ]] ως [[ενέδρα]]<br /><b>3.</b> [[διορίζω]] («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τον τε Σπιθριδάτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[αντιπαρατάσσω]] («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σταματώ]] ή [[παρεμποδίζω]] («ὑποστήσαντες [ενν. <i>τοὺς στρατιώτας</i>] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> α) [[προσδίδω]] ύπαρξη σε [[κάτι]]<br />β) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)<br /><b>7.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καθιερώνω]], [[θεσπίζω]] («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ [[πάντα]] ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] («μὴ γνώμας ὑποστήσας [[σοφάς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (μέσ. μτβ.) α) [[αντιτάσσω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ὑπεστήσατο τον τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[θέτω]] ως [[προϋπόθεση]], [[αρχή]] ή [[βάση]] («[[ἐπειδὰν]] τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῖς ὑποστήσωνται», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[θέτω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] για [[μίμηση]]<br />δ) (με απρμφ.) [[υποθέτω]], [[θεωρώ]] ή [[νομίζω]] ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν», <b>Διόδ.</b>)<br />ε) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[υγρό]]) [[κατακάθομαι]] («ὑφισταμένη ἐν τοῖς ἀγγείοις [[ἁλμυρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τον ήλιο) δύω<br />γ) (γενικά) [[ανθίσταμαι]], αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (ειδικότερα) [[μένω]] στη [[θέση]] μου και [[αντιμετωπίζω]] τον εχθρό<br />ε) (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] ή [[υπόσχομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />στ) υποτάσσομαι σε κάποιον<br />ζ) συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br />η) [[υπομένω]] [[κάτι]] αγόγγυστα<br />θ) [[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] ακουσίως ή αναγκαστικά<br />ι) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («[[ἴσως]] δὴ γελοῖον τὸ ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον παντελῶς ὑποστάντα διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸ νῦν ἐρωτηθέν ἀποκρίνασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ια) (για τα έντερα) [[παθαίνω]] [[απόφραξη]]<br />ιβ) (για ακούσια αισθήματα) εγείρομαι ενδόμυχα<br />ιγ) [[κάνω]] [[προσφορά]] σε [[δημόσιο]] πλειστηριασμό<br /><b>11.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑφεστῶτα</i><br />έργα που [[είναι]] σε [[εξέλιξη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ
ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α ἵστημι/ ἵσταμαι]
1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι
α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ τρισάθλιος ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.
γ. «πόλις δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», Ευρ.)
β) έχω πραγματική υπόσταση, υπάρχω (α. «υφίστανται ακόμη οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῦ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. μέσ. συνεκδ. ισχύω («δεν υφίστανται πια τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. υφιστάμενος
3. φρ. α) «υφίσταμαι τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικά
β) «υφίσταμαι τα επίχειρα της κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την κακία που έδειξα ή για τις κακίες που έκανα
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) θεολ. (για την Αγία Τριάδα) υπάρχω ως αδιάσπαστη ολότητα
αρχ.
1. τοποθετώ κάτι από κάτω κυρίως ως υποστήριγμα οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας», Πίνδ.)
2. τοποθετώ κάποιον κρυφά ή τον τοποθετώ ως ενέδρα
3. διορίζω («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τον τε Σπιθριδάτην», Ξεν.)
4. θέτω κάτι απέναντι σε κάποιον, αντιπαρατάσσω («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις», Πολ.)
5. σταματώ ή παρεμποδίζω («ὑποστήσαντες [ενν. τοὺς στρατιώτας] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», Ξεν.)
6. α) προσδίδω ύπαρξη σε κάτι
β) μεταχειρίζομαι κάτι ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)
7. (ενεργ. και μέσ.) καθιερώνω, θεσπίζω («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ πάντα ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)
8. μτφ. υποβάλλω («μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφάς», Σοφ.)
9. (μέσ. μτβ.) α) αντιτάσσω κάτι εναντίον κάποιου («ὑπεστήσατο τον τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», Ξεν.)
β) θέτω ως προϋπόθεση, αρχή ή βάση («ἐπειδὰν τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῖς ὑποστήσωνται», Πολ.)
γ) θέτω κάτι ως παράδειγμα για μίμηση
δ) (με απρμφ.) υποθέτω, θεωρώ ή νομίζω ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν», Διόδ.)
ε) τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου, αντικαθιστώ
10. παθ. α) (για υγρό) κατακάθομαι («ὑφισταμένη ἐν τοῖς ἀγγείοις ἁλμυρίς», Αριστοτ.)
β) (για τον ήλιο) δύω
γ) (γενικά) ανθίσταμαι, αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», Ξεν.)
δ) (ειδικότερα) μένω στη θέση μου και αντιμετωπίζω τον εχθρό
ε) (με απρμφ.) αναλαμβάνω ή υπόσχομαι να πράξω κάτι
στ) υποτάσσομαι σε κάποιον
ζ) συγκατατίθεμαι, συναινώ
η) υπομένω κάτι αγόγγυστα
θ) αναλαμβάνω ένα αξίωμα ακουσίως ή αναγκαστικά
ι) διαδέχομαι κάτι («ἴσως δὴ γελοῖον τὸ ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον παντελῶς ὑποστάντα διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸ νῦν ἐρωτηθέν ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.)
ια) (για τα έντερα) παθαίνω απόφραξη
ιβ) (για ακούσια αισθήματα) εγείρομαι ενδόμυχα
ιγ) κάνω προσφορά σε δημόσιο πλειστηριασμό
11. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑφεστῶτα
έργα που είναι σε εξέλιξη.