στέγος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[toit]];<br /><b>2</b> [[abri]], [[demeure]], [[maison]];<br /><b>3</b> urne funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[toit]];<br /><b>2</b> [[abri]], [[demeure]], [[maison]];<br /><b>3</b> [[urne funéraire]].<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:40, 30 November 2022
English (LSJ)
εος, τό,= τέγος, prop.
A roof, LXX Ep.Je.10 (v.l. τέγους), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perhaps in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ στέγος ἐλθεῖν 'come under the same roof', SIG 1179.20 (Cnidus).
II mostly, like στέγη, house, mansion, A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.).
III δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος, i.e. receive me into the urn containing his ashes, S.El.1165; grave, Lyc.1098.
IV brothel, στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.
German (Pape)
[Seite 932] τό, = τέγος, Dach, Haus; Aesch. Ag. 301 Pers. 137; Soph. Ai. 300; auch von den Todtenurnen, El. 1156; Eur. I. T. 48 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit;
2 abri, demeure, maison;
3 urne funéraire.
Étymologie: στέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγος -εος, contr. -ους, τό [στέγω] dak; meestal uitbr. huis, woning, verblijfplaats; van een urn waar de as van de dode in ‘huist’. Soph. El. 1165.
Russian (Dvoretsky)
στέγος: εος τό
1 крыша, кровля Diod.;
2 жилище, дом Aesch., Soph.;
3 погребальная урна Soph.
Greek (Liddell-Scott)
στέγος: -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. τέγος, κυρίως στέγη, «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, Πολυδ. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ στέγη, οἰκία, οἴκημα, μέγαρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· οὕτως ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = τέγος, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.)
2. κατοικία, οικοδόμημα
3. πρόδομος οικοδομήματος
4. τάφος
5. κάλπη, τεφροδόχη
6. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + κατάλ. ουδ. -ος. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ιρλδ. tech «σπίτι» (πρβλ. και λ. τέγος)].
(II)
ὁ, Μ
το στέγος, η στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στέγος (το) με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
στέγος: -εος, τό, στέγη, σκεπή, οροφή· κατόπιν, όπως το στέγη, σπίτι, κατοικία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για την τεφροδόχο λάρνακα, σε Σοφ.
Middle Liddell
στέγος, ος, εος, τό,
a roof: then, like στέγη, a house, mansion, Aesch., Soph., etc.:—of an urn containing ashes, Soph.