φιλοτεχνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filotechneo
|Transliteration C=filotechneo
|Beta Code=filotexne/w
|Beta Code=filotexne/w
|Definition=pf. Pass. [[πεφιλοτέχνημαι]] (v. infr. ''III''):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[love art]], [[practise an art]], of Athena and Hephaestus, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>321e</span>; <b class="b3">περὶ [ἐμπειρίας</b>] Phld.<span class="title">Mus.</span>p.89K.; περὶ τὰ ἔξω <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>29.7</span>; περὶ τὴν παρρησίαν Plu.2.74c, etc.; ὑπέρ τινος <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.2</span>; <b class="b3">φ. πρὸς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας</b> to [[converse]] with them on [[art]], <span class="bibl">Plb.26.1.2</span>; [[use terms of art]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[use]] or [[employ]] [[art]] or [[artifice]], <span class="bibl">Plb. 16.30.2</span>, Plu.2.142b, 2.1050c, etc.: c. inf., <span class="bibl">D.S.13.82</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[treat]] or [[arrange]] [[artistically]], συλλαβὰς ποικίλως φ. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>15</span>; [[represent in art]], [[ἀγέλην]] (in a mosaic) Chor.1.33 p.11 F.-R., cf. 3.6 p.49 F.-R.; [[treat by the rules of art]] (i.e. [[alchemy]]), Olymp.Alch.p.91 B. (Pass.): —Pass., to [[be made by art]] or [[be furnished by art]], [[παράδεισος]] τοῖς ἄλλοις πολυτελῶς πεφιλοτεχνημένος <span class="bibl">D.S. 14.80</span>; πρός τι <span class="bibl">Id.3.37</span>; <b class="b3">θηλὴ πεφιλοτεχνημένη</b> an [[artificial]] [[teat]], <span class="bibl">Sor.1.115</span>; to [[be represented artistically]], <b class="b3">πᾶσα ἀπόνοια ἐν ἐκείνοις πεφιλοτέχνηται</b>, in Trag., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.211a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> [[invent]], [[devise]], λίνα καὶ ἄρκυς <span class="bibl">Str.15.3.18</span>.</span>
|Definition=pf. Pass. [[πεφιλοτέχνημαι]] (v. infr. ''III''):—<br><span class="bld">A</span> [[love art]], [[practise an art]], of Athena and Hephaestus, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 321e; <b class="b3">περὶ [ἐμπειρίας]</b> Phld.''Mus.''p.89K.; περὶ τὰ ἔξω Epict.''Ench.''29.7; περὶ τὴν παρρησίαν Plu.2.74c, etc.; ὑπέρ τινος Ael.''VH''2.2; <b class="b3">φ. πρὸς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας</b> to [[converse]] with them on [[art]], Plb.26.1.2; [[use terms of art]], Phld.''Sign.''7.<br><span class="bld">II</span> [[use]] or [[employ]] [[art]] or [[artifice]], Plb. 16.30.2, Plu.2.142b, 2.1050c, etc.: c. inf., D.S.13.82.<br><span class="bld">III</span> [[treat]] or [[arrange]] [[artistically]], συλλαβὰς ποικίλως φ. [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''15; [[represent in art]], [[ἀγέλην]] (in a mosaic) Chor.1.33 p.11 F.-R., cf. 3.6 p.49 F.-R.; [[treat by the rules of art]] (i.e. [[alchemy]]), Olymp.Alch.p.91 B. (Pass.): —Pass., to [[be made by art]] or [[be furnished by art]], [[παράδεισος]] τοῖς ἄλλοις πολυτελῶς πεφιλοτεχνημένος D.S. 14.80; πρός τι Id.3.37; <b class="b3">θηλὴ πεφιλοτεχνημένη</b> an [[artificial]] [[teat]], Sor.1.115; to [[be represented artistically]], <b class="b3">πᾶσα ἀπόνοια ἐν ἐκείνοις πεφιλοτέχνηται</b>, in Trag., Jul.''Or.''7.211a.<br><span class="bld">IV</span> [[invent]], [[devise]], λίνα καὶ ἄρκυς Str.15.3.18.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτεχνέω Medium diacritics: φιλοτεχνέω Low diacritics: φιλοτεχνέω Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΕΩ
Transliteration A: philotechnéō Transliteration B: philotechneō Transliteration C: filotechneo Beta Code: filotexne/w

English (LSJ)

pf. Pass. πεφιλοτέχνημαι (v. infr. III):—
A love art, practise an art, of Athena and Hephaestus, Pl.Prt. 321e; περὶ [ἐμπειρίας] Phld.Mus.p.89K.; περὶ τὰ ἔξω Epict.Ench.29.7; περὶ τὴν παρρησίαν Plu.2.74c, etc.; ὑπέρ τινος Ael.VH2.2; φ. πρὸς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας to converse with them on art, Plb.26.1.2; use terms of art, Phld.Sign.7.
II use or employ art or artifice, Plb. 16.30.2, Plu.2.142b, 2.1050c, etc.: c. inf., D.S.13.82.
III treat or arrange artistically, συλλαβὰς ποικίλως φ. D.H.Comp.15; represent in art, ἀγέλην (in a mosaic) Chor.1.33 p.11 F.-R., cf. 3.6 p.49 F.-R.; treat by the rules of art (i.e. alchemy), Olymp.Alch.p.91 B. (Pass.): —Pass., to be made by art or be furnished by art, παράδεισος τοῖς ἄλλοις πολυτελῶς πεφιλοτεχνημένος D.S. 14.80; πρός τι Id.3.37; θηλὴ πεφιλοτεχνημένη an artificial teat, Sor.1.115; to be represented artistically, πᾶσα ἀπόνοια ἐν ἐκείνοις πεφιλοτέχνηται, in Trag., Jul.Or.7.211a.
IV invent, devise, λίνα καὶ ἄρκυς Str.15.3.18.

German (Pape)

[Seite 1286] eine Kunst lieben, üben, Plat. Prot. 321 e; künstlich arbeiten, Sp.; – eine Kunst, List brauchen, anwenden, Plut. adv. Stoic. 41, Pol. 16, 30, 2; Etwas durch Kunst bewirken, c. inf., ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι, sie wußten durch Kunst eine Menge Fische darin zu unterhalten, D. Sic. 13, 82; a. Sp; – φιλοτεχνεῖν ὑπέρ τινος πρός τινα, als Künstler über Etwas zu Einem sprechen, Ael. V. H. 2, 2; καὶ εὑρεσιλογῶν πρὸς τοὺς τορευτάς Ath. V, 193 d.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. en b. part;
1 faire avec art, disposer ou exécuter habilement : περί τι s'occuper avec goût ou en connaisseur de qch;
2 parler avec goût, en connaisseur : ὑπέρ τινος de qch;
II. en mauv. part imaginer un artifice, une ruse.
Étymologie: φιλότεχνος.

Greek Monolingual

φιλοτεχνῶ, φιλοτεχνέω, ΝΜΑ φιλότεχνος
ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία
2. δημιουργώ ένα έργο τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης...»
αρχ.
1. συζητώ για την τέχνη, δείχνω ενδιαφέρον για την τέχνη («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», Πολ.)
2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», Πολ.)
3. επινοώ, εφευρίσκω
4. (με απρμφ.) κατορθώνω με την τέχνη ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», Διόδ.)
5. παθ. φιλοτεχνοῦμαι, φιλοτεχνέομαι
(για πράγμ.) με ειδική επεξεργασία γίνομαι κατάλληλος για κάτιστόμιον... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

φιλοτεχνέω:
1 заниматься искусством (τὸ οἴκημα, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. Ἣφαιστος καὶ Ἀθηνᾶ Plat.);
2 искусно действовать: φ. περί τι Plut. искусно использовать что-л.; κινεῖν τὸν ἀκροατὴν φιλοτεχνῶν Plut. умеющий искусно волновать аудиторию; ἀμωσγέπως στρέφεσθαι καὶ φ. Plut. всячески изворачиваться и стараться; πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. ловко устроенный для какой-л. цели; ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ποιῆσαι Diod. они ухитрились развести множество рыбы.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτεχνέω: παθ. πρκμ. πεφιλοτέχνημαι. Ἀγαπῶ τὴν τέχνην, ἀσκῶ τέχνην τινά, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πρωταγ. 321Ε· περί τι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 29. 7, Πλούτ., κλπ.· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 2· φιλ. πρὸς τοὺς τεχνίτας, συζητῶ περὶ τέχνης μὲ τοὺς τεχνίτας, Πολύβ. 26. 10. 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 142Β. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τέχνης ἢ τεχνασμάτων, Πολύβ. 16. 30, 2, Πλούτ. 2. 1050C, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., 13. 82. ― Παθ., γίνομαι ἢ παρέχομαι διὰ τῆς τέχνης, τινι, μέ τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 14. 80· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 37· ― οὕτως ἔτι μεταγεν., ἐφιλοτέχναστό τι (ἐκ ῥήμ. -τεχνάζω), Ἰωσ. Γενέσιος 42Β.

Greek Monotonic

φῐλοτεχνέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ την τέχνη, ασκώ μια τέχνη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλοτεχνέω, fut. -ήσω
to love art, practise an art, Plat.