νιφάς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifas
|Transliteration C=nifas
|Beta Code=nifa/s
|Beta Code=nifa/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[snowflake]], Hom. (only in Il.), mostly in plural, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ <span class="bibl">Il. 12.278</span>; <b class="b3">βρέχε… χρυσέαις νιφάδεσσι</b>, a legendary statement of the wealth of Rhodes, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>7.34</span>; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν <span class="bibl">Il. 3.222</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>5</span>: sg. in collect. sense, [[snowstorm]], νιφὰς ἠὲ χάλαζα <span class="bibl">Il.15.170</span>; <b class="b3">[πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι</b> was wrapt as in deep [[snow]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[shower]], πετρῶν <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>199.7</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>212</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1129</span>; <b class="b3">τραχεῖα ν. πολέμοιο</b> [[storm]] or [[sleet]] of war, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).17</span>; <b class="b3">ὀμβρία ν</b>., of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες <span class="bibl">Lib.<span class="title">Ep.</span>112.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as fem. Adj., = [[νιφόεσσα]], [[πέτρα]] <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1060</span> (lyr.).</span>
|Definition=νιφάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[snowflake]], Hom. (only in Il.), mostly in plural, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278; <b class="b3">βρέχε… χρυσέαις νιφάδεσσι</b>, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.''O.''7.34; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222, cf. Luc.''Dem.Enc.''5: sg. in collect. sense, [[snowstorm]], νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep [[snow]], Pi.''O.''10(11).51.<br><span class="bld">2</span> generally, [[shower]], πετρῶν A.''Fr.''199.7, cf. ''Th.''212 (lyr.), E.''Andr.''1129; <b class="b3">τραχεῖα ν. πολέμοιο</b> [[storm]] or [[sleet]] of war, Pi.''I.''4(3).17; <b class="b3">ὀμβρία ν.</b>, of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες Lib.''Ep.''112.6.<br><span class="bld">II</span> as fem. Adj., = [[νιφόεσσα]], [[πέτρα]] S.''OC''1060 (lyr.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφάς Medium diacritics: νιφάς Low diacritics: νιφάς Capitals: ΝΙΦΑΣ
Transliteration A: niphás Transliteration B: niphas Transliteration C: nifas Beta Code: nifa/s

English (LSJ)

νιφάδος, ἡ,
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in plural, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278; βρέχε… χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm, νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51.
2 generally, shower, πετρῶν A.Fr.199.7, cf. Th.212 (lyr.), E.Andr.1129; τραχεῖα ν. πολέμοιο storm or sleet of war, Pi.I.4(3).17; ὀμβρία ν., of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες Lib.Ep.112.6.
II as fem. Adj., = νιφόεσσα, πέτρα S.OC1060 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 subst. neige ; αἱ νιφάδες flocons de neige;
2 adj. f. neigeuse.
Étymologie: νίφω.

German (Pape)

άδος, ἡ, Schneeflocke; Hom. im plur., Schnee, Schneegestöber, ὥστε νιφάδες χιόνος πίπτουσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278, und öfter zum Gleichnis der dicht fallenden Geschosse; auch ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, 3.222, die Fülle der Beredsamkeit ausdrückend (vgl. Luc. Dem. enc. b); der sing. nur kollektiv gebraucht, Schnee, 15.170; βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, Pind. Ol. 11.53; und vom Goldregen des Zeus, 7.34; auch übertragen, τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, I. 3.35; λευκοπτέρῳ νιφάδι καὶ βροντήμασι χθονίοις κυκάτω πάντα, Aesch. Prom. 995; übertragen, Spt. 195, von Wurfgeschossen, wie Eur. Andr. 1130. – Auch in Prosa, οὔρεα ἴδῃσι καὶ νιφάσι συνηρεφέα, mit Schnee bedeckt, Her. 7.111. – Die Vetera Lexica erkl. νιφάδες auch durch σταγόνες. – Adjektivisch wie νιφόεσσα braucht es Soph. O.C. 1063, πέτρας νιφάδος.

Russian (Dvoretsky)

νῐφάς: άδος (ᾰδ) ἡ νίφω
1 тж. pl. снег (οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.);
2 снежинка, pl. снежные хлопья (νιφάδες χιόνος Hom.);
3 перен. град или ливень (πετρῶν Aesch.);
4 буря, шквал (πολέμου Pind.).
άδος adj. f покрытая снегом, оснеженная (πέτραι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφάς: -άδος, ἡ, (νίφω) χιὼν πίπτουσα εἰς μεγάλα τεμάχια, κοινῶς «τουλούπας», Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια χιόνος, ὥστε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Ἰλ. Μ. 278· οὔρεα... νιφάσι συνηρεφέα, κεκαλυμμένα ὑπὸ χιόνος, Ἡρόδ. 7. 111· βρέχε... χρυσέαις νιφάδεσσι, πιθ. μυθώδης παράστασις τοῦ πλούτου τῆς Ρόδου, Πινδ. Ο. 7. 64, πρβλ. Ι. 7 (6). 5· ὡς παρομοίωσις καταπειστικῆς εὐγλωττίας, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 5· ― τὸ ἑνικ. ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, νιφετός, «χιονιά», νιφὰς ἠὲ χάλαζα Ἰλ. Ο. 170· νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, ἀνώνυμος καὶ ἀκλεὴς ἐκαλύπτετο ὑπὸ πολλῶν χιόνων, περὶ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ πάγου τοῦ Κρόνου, δηλ. τοῦ Κρονίου λόφου, Πινδ. Ο. 10 (11), 62. 2) μεταφορ., πετρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Θήβ. 213, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· ν. πολέμου, ἡ πολεμικὴ καταιγίς, Πινδ. Ι. 4. 26 (3. 35)· ὀμβρίαν ν., ἐπὶ τῆς βροχῆς, Λυκόφρ. 876· ― πρβλ. ὄμβριος, χάλαζα, χειμών. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ. = νιφόεσσα, πέτρας νιφάδος Σοφ. Ο. Κ. 1060.

English (Autenrieth)

άδος (σν.): snow-flake, snow, mostly pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)

English (Slater)

νῐφᾰς (ἡ) snow storm βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (O. 7.34) βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) (O. 10.51) met., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (cf. νέφος) (I. 4.17)

Greek Monolingual

νιφάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. νιφάδα.

Greek Monotonic

νῐφάς: -άδος, ἡ (νίφω
I. 1. νιφάδα χιονιού· στον πληθ., νιφάδες, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παροιμ. για την ευφράδεια ως μέσο πειθούς, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, χιονιάς, χιόνια, στο ίδ., σε Πίνδ.
2. μεταφ., νιφὰς πετρῶν, βροχή από πέτρες, σε Αισχύλ., Ευρ.· νιφὰς πολέμου, πολεμική καταιγίδα, σε Πίνδ.
II. ως θηλ. επίθ., = νιφόεσσα, σε Σοφ.

Middle Liddell

νῐφάς, άδος, νίφω
I. a snowflake, in plural snowflakes, Il., Hdt.; as a simile for persuasive eloquence, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Il.:—the sg. in collective sense, a snowstorm, snow, Il., Pind.
2. generally, a shower of stones, Aesch., Eur.; ν. πολέμου the sleet of war, Pind.
II. as fem. adj., = νιφόεσσα, Soph.

English (Woodhouse)

a flight of, flake of snow, shower of weapons, storm of weapons

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τουλούπα χιονιοῦ, νιφάδα χιονιοῦ). Ἀπό τό νίφω (=χιονίζω) ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.