κωτίλος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
|||
Line 47: | Line 47: | ||
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande | Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande | ||
===[[attractive]]=== | ===[[attractive]]=== | ||
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ | Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἰδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний | ||
}} | }} |
Revision as of 08:31, 9 February 2024
English (LSJ)
[ῐ], κωτίλη, κωτίλον,
A chattering, babbling, Thgn.295, S.Fr.683.3; of women, Theoc.15.89; κωτίλε (κωτίλλε codd.) 'chatterbox', gloss on τέττα, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.; of the swallow, twittering, Anacr.154, Simon.243; generally, of animals, vocal, opp. σιγηλός, Arist.HA488a33.
II metaph., lively, expressive, ῥήματα Theoc. 20.7; ὄμμα κωτίλον = speaking eye, AP5.130 (Phld.); persuasive, φίλτρα ib.7.221; κωτίλη ἁρμονία, κωτίλη μουσική, babbling, i.e. light, music, D.H.Dem. 49, Plu.2.1136b; κῶλα πολὺ τὸ κωτίλον ἔχοντα D.H.Dem.40; κωτίλας ἄνακτα μοίσας IG42(1).130.16 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 1547] (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Tiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 qui babille;
2 fig. qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.
Étymologie: DELG sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωτίλος -η -ον praatgraag:; τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; wat gaat het jou aan of wij praatgraag zijn? Theocr. Id. 15.89; verleidelijk:. κωτίλα ῥήματα verleidelijke woorden Theocr. Id. 20.7.
Russian (Dvoretsky)
κωτίλος: (ῐ)
1 говорливый, болтливый или щебечущий Theocr., Soph., Arst.;
2 выразительный, многоговорящий (ῥήματα Theocr.; ὄμμα Anth.);
3 манящий, соблазнительный (φίλτρα Anth.).
Greek Monolingual
κωτίλος, -η, -ον (Α)
1. φλύαρος
2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)
3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)
4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος].
Greek Monotonic
κωτίλος: -η, -ον,
I. λέγεται για χελιδόνι, φλύαρος, πολυλογάς, αδολεσχής, σε Ανακρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ομιλητικός, Λατ. gartulus, σε Θέογν., Θεόκρ.
II. μεταφ., εκφραστικά, ζωηρά, σε Θεόκρ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κωτίλος: -η, -ον, φλύαρος, πολυλόγος, ἀδολέσχης, Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, λάλος, Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. κωτιλάς)· καὶ οὕτω καθόλου ἐπὶ ζῴων, ἅπερ ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., ζωηρός, ἐκφραστικός, ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα αὐτόθι 7. 221· κ. ἁρμονία, μουσική, οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: chattering, babbling (Thgn., Arist.); -άς f. Boeot. name of the swallow (Stratt.).
Derivatives: κωτίλλω chatter (Hes., D.H.); κωτιλίζω id. (Call.); κωτιλία chattering (Gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as ποικίλος a. o. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) without etymology. Proposals in Bq and WP. 1, 384.
Middle Liddell
κωτίλος, η, ον [from κωτίλλω
I. of a swallow, twittering, Anacr., etc.: of persons, chattering, prattling, babbling, Lat. garrulus, Theogn., Theocr.
II. metaph. lively, expressive, Theocr., Anth.
Frisk Etymology German
κωτίλος: {kōtílos}
Forms: -άς f. böot. N. der Schwalbe (Stratt.).
Meaning: schwätzend (ep. poet. seit Thgn., auch Arist. u. sp. Prosa);
Derivative: Davon κωτίλλω schwätzen (ep. poet. seit Hes., D.H.); κωτιλίζω ib. (Kall.); κωτιλία Schwätzerei (Gloss.).
Etymology: Bildung wie ποικίλος u. a. (Schwyzer 484 f., Chantraine Formation 248) ohne Etymologie. Vergebliche Versuche sind bei Bq und WP. 1, 384 notiert.
Page 2,64
Mantoulidis Etymological
(=φλύαρος, ἀνόητος, ζωηρός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний