ἐπίκοτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
mNo edit summary
 
Line 37: Line 37:
|trtx====[[hateful]]===
|trtx====[[hateful]]===
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
===[[wrathful]]===
French: [[courroucé]]; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: [[zornig]], [[erzürnt]]; Greek: [[έξαλλος]], [[εξοργισμένος]], [[έξω φρενών]], [[οργισμένος]]; Ancient Greek: [[ἀποργής]], [[ἀρισκυδής]], [[βαρύκοτος]], [[βαρυμάνιος]], [[βαρυμήνιος]], [[βαρύμηνις]], [[δύσμηνις]], [[ἐπίκοτος]], [[θυμοπληθής]], [[κοτήεις]], [[μηνιτής]], [[περίθυμος]], [[περιοργής]], [[ὑπέρχολος]], [[χολωτός]]; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: [[гневный]], [[разгневанный]], [[рассерженный]]; Spanish: [[furioso]]
}}
}}

Latest revision as of 06:20, 8 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκοτος Medium diacritics: ἐπίκοτος Low diacritics: επίκοτος Capitals: ΕΠΙΚΟΤΟΣ
Transliteration A: epíkotos Transliteration B: epikotos Transliteration C: epikotos Beta Code: e)pi/kotos

English (LSJ)

ἐπίκοτον,
A wrathful, vengeful, στάσις Pi.Fr.109.4; μήδεα A.Pr.601 (lyr.); ἐπικότους τροφᾶς.. ἀράς in wrath at the sons he had bred, Id.Th.786 (lyr.). Adv. ἐπικότως = wrathfully, Id.Pr.163 (lyr.).
II. Pass., hateful, S.Fr. 428.

German (Pape)

[Seite 952] zürnend, aufgebracht; στάσις Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde rancune, vindicatif.
Étymologie: ἐπί, κότος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκοτος:
1 гневный, возмущенный (μήδεα Aesch.);
2 враждебный (στάσις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκοτος: -ον, ὁ μετὰ κότου, ὀργῆς γινόμενος, ἐκδικητικός, στάσιν ἐπίκοτον Πινδ. Ἀποσπ. 228· Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602· τέκνοις δ᾿ ἀγρίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς, αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν. Θήβ. 787, ἴδε Ἕρμαν. ‒ Ἐπίρρ. -τως, ἐξωργισμένως, Αἰσχύλ. Πρ. 162. ΙΙ. Παθ., ἐπίμομφος, «ἐπίκοτα· ἐπίμομφα· ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 386), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 628.

English (Slater)

ἐπῐκοτος], -ον angry στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.

Greek Monolingual

ἐπίκοτος, -ον (Α)
1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)
2. μισητός, απεχθής.
επίρρ...
ἐπικότως
με οργή, θυμωμένα, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].

Greek Monotonic

ἐπίκοτος: -ον, οργισμένος, εκδικητικός, σε Αισχύλ.· ἐπίκοτος τροφᾶς, εξοργισμένος έναντι των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. -τως, οργισμένα, θυμωμένα.

Middle Liddell

ἐπί-κοτος, ον
wrathful, vengeful, Aesch.; ἐπίκοτος τροφᾶς in wrath at the sons he had bred, Aesch.—adv. -τως, wrathfully, Aesch.

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний

wrathful

French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso