σύμπτωσις: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
English (LSJ)
συμπτώσεως, ἡ,
A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna).
II falling together, meeting, (ποταμῶν) Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or point of intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29.
2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc.
3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-).
4 σύμπτωσις φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S.
III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5.
IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, Zusammentreffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.
French (Bailly abrégé)
συμπτώσεως (ἡ) :
1 affaissement, écroulement;
2 rencontre.
Étymologie: συμπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-πτωσις, συμπτώσεως, ἡ ook ξύμπτωσις [συμ- πίπτω] (lichamelijke) instorting, het afvallen (gewicht). Hp. Aph. 1.3.
Russian (Dvoretsky)
σύμπτωσις: συμπτώσεως ἡ
1 встреча, слияние (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.);
2 соприкосновение, стык (τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν καὶ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.);
3 столкновение, стычка: αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. беспрерывные стычки;
4 случайность, случай (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.
Greek Monolingual
η / σύμπτωσις, συμπτώσεως, ΝΜΑ συμπίπτω
αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι' ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το να συμπίπτει κάτι με κάτι άλλο, συνάντηση, που επιφέρει ένωση, όμοια δράση (α. «σύμπτωση γραμμών» β. «σύμπτωση γωνιών»)
2. το να συμβαίνει κάτι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («σύμπτωση ωρών αναχώρησης»)
3. συμφωνία, ομοιότητα διαθέσεων, αντιλήψεων («σύμπτωση απόψεων»)
4. φρ. «εκ συμπτώσεως» και «κατά σύμπτωση» — κατά τύχη, τυχαία
μσν.
πτώση στην αμαρτία, παράπτωμα
μσν.-αρχ.
δυσάρεστη περίσταση, συμφορά
αρχ.
1. ταυτόχρονη πτώση, κατάρρευση («ἐν συμπτώσει τῆς oἰκίας», Στράβ.)
2. κατάπτωση τών δυνάμεων, αδυναμία («σύμπτωσις, ἰσχνότης, ὠχρότης», Αρετ.)
3. (για κοιλότητες οργάνων του σώματος) συστολή, στένωση
4. (για ποταμούς ή οροσειρές) συμβολή, συνάντηση
5. το σημείο συνάντησης
6. σύγκρουση με τον εχθρό, επίθεση
7. περίπτωση, περίσταση
8. γραμμ. συνέμπτωσις
9. φρ. α) «σύμπτωσις τῶν ὀφθαλμῶν» — ασθένεια τών οφθαλμών, πιθανώς συμβολή της κόρης (Γαλ.)
β) «σύμπτωσις φωνηέντων» — σύναψη, συνεκφώνηση (Φιλόδ.).
Greek Monotonic
σύμπτωσις: ἡ (συμπίπτω),·
I. κατάπτωση, συντριβή, καταβύθιση, σε Στράβ.
II. συνάντηση, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, επίθεση, στον ίδ.
Middle Liddell
σύμπτωσις, εως, συμπίπτω
I. a collapsing, Strab.
II. a meeting, Polyb.: in hostile sense, an attack, Polyb.