εἴκω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴκω''': Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi ([[χωρίζω]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, [[ὀπίσσω]] εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «[[μηδὲ]] ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· [[ἄνευ]] τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, [[ὑπείκω]], ὑποχωρῶ, [[εἴτε]] ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· [[εἴτε]] πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε [[πάθος]] ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] βίας καὶ ἰσχύος, [[ὥστε]] διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα [[μᾶλλον]] ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, [[ἴσως]] ὁ [[στίχος]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) [[οὕτως]]: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, [[διότι]] ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ [[ἔννοια]] θὰ [[εἶναι]] ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, [[ἔνθα]] ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς [[κατώτερος]] κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· [[ὡσαύτως]], εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα [[ὅστις]] ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., [[παραδίδω]], ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ [[ἡνία]], «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· [[ἄλλοτε]] δ’ αὖτ’ [[Εὖρος]] Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, [[ἄλλοτε]] δὲ [[πάλιν]] ὁ [[Εὖρος]] παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ [[πλοῖον]]) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ [[εἶναι]] δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε [[μάλιστα]], «[[ὅπου]] [[μάλιστα]] ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, [[ὥστε]] ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.<br />[[ὁμοιάζω]], ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔοικα]].
|lstext='''εἴκω''': Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi ([[χωρίζω]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, [[ὀπίσσω]] εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «[[μηδὲ]] ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· [[ἄνευ]] τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, [[ὑπείκω]], ὑποχωρῶ, [[εἴτε]] ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· [[εἴτε]] πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε [[πάθος]] ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] βίας καὶ ἰσχύος, [[ὥστε]] διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα [[μᾶλλον]] ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, [[ἴσως]] ὁ [[στίχος]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) [[οὕτως]]: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, [[διότι]] ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ [[ἔννοια]] θὰ [[εἶναι]] ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, [[ἔνθα]] ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς [[κατώτερος]] κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· [[ὡσαύτως]], εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα [[ὅστις]] ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., [[παραδίδω]], ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ [[ἡνία]], «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· [[ἄλλοτε]] δ’ αὖτ’ [[Εὖρος]] Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, [[ἄλλοτε]] δὲ [[πάλιν]] ὁ [[Εὖρος]] παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ [[πλοῖον]]) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ [[εἶναι]] δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε [[μάλιστα]], «[[ὅπου]] [[μάλιστα]] ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, [[ὥστε]] ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.<br />[[ὁμοιάζω]], ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔοικα]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>d’ord. seul. pf.</i> [[ἔοικα]], ας, ε, <i>etc. &gt; part.</i> [[ἐοικώς]] <i>et</i> [[εἰκώς]], <i>au sens d’un prés., et pqp.</i> [[ἐῴκειν]], <i>att.</i> ᾔκειν, <i>au sens d’un impf.</i><br />• <b>A.</b> <i>pf.</i> [[ἔοικα]], <i>att.</i> [[εἶκα]] :<br /><b>I.</b> être semblable :<br /><b>1</b> être semblable à, ressembler : τινι, à qqn ; τινί [[τι]], ressembler à qqn par qch (par les traits, par la taille, <i>etc.</i>) ; ἀθανάτῃσι θεῇσ’ [[εἰς]] ὦπα ἔοικεν IL à la voir, elle ressemble aux déesses immortelles ; θεοῖσι γὰρ [[ἄντα]] ἐῴκει IL car, à le voir en face, il ressemblait aux dieux ; δίφρον ἐπιβησομένοισιν [[ἐΐκτην]] IL on eût dit qu’ils allaient tous deux monter sur le char (<i>litt.</i> tous deux ressemblaient à des chevaux prêts à monter, <i>etc.</i>) ; ἔοικας τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν [[εἶναι]] XÉN tu as l’air d’un homme qui pense que le bonheur consiste dans les jouissances (de la vie);<br /><b>2</b> avoir l’air de, paraître, sembler : ἐοίκατε ἡδόμενοι XÉN vous avez l’air contents ; • <i>impers.</i> [[ὡς]] ἔοικε, comme il semble, à ce qu’il semble ; je suppose, probablement ; <i>dans les réponses</i> ἔοικε, cela paraît ainsi, cela est probable ; [[ὡς]] ἔοικας SOPH comme tu en as l’air, comme tu parais;<br /><b>3</b> paraître à soi-même, avec un inf. <i>au sens du franç.</i>, il me semble que je (<i>cf. lat.</i> mihi videor <i>ou simpl.</i> videor) ; [[ἔοικα]] [[δέ]] [[τοι]] παραειδεῖν [[ὥστε]] θεῷ OD il me semble, chantant devant toi, que je chante devant un dieu ; [[ἔοικα]] θρηνεῖν [[μάτην]] ESCHL il me semble que je me lamente en vain;<br /><b>II.</b> paraître bon, convenir : τὸ μὲν [[ἀπιέναι]] οὐδενὶ καλῷ ἔοικε XÉN s’éloigner (du champ de bataille) ne convient à aucun homme de cœur ; <i>d’ord. • impers.</i> ἔοικε, il semble bon, il paraît convenable : οὔ [[σε]] ἔοικε, κακὸν [[ὥς]], δειδίσσεσθαι IL il ne te convient pas d’avoir peur, comme un lâche ; <i>ellipt. avec l’inf. s.e.</i> : εὐνῇ [[ἔνι]] μαλακῇ [[καταλέγμενος]], [[ὥς]] [[σε]] ἔοικεν (<i>s.e.</i> καταλέξασθαι) OD étendu sur cette couche moelleuse, comme il te convient ; avec un dat. et un inf. : τὰ μὲν οὔ [[τι]] καταθνητοῖσι ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν IL (armes) que ne sauraient porter des hommes mortels ; avec un dat. <i>suivi d’une</i> prop. inf. : καὶ [[δέ]] [[σοι]] [[αὐτῷ]] ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα OD et il te sied, quand tu es avec les premiers du peuple, de délibérer ayant sur ton corps des vêtements sans tache ; avec un simple inf. : [[οὐ]] γὰρ ἔοικ’ [[ὀτρυνέμεν]] IL car il ne convient pas de (vous) exciter ; <i>abs.</i> οὐδὲ ἔοικεν IL (car) cela ne serait pas convenable;<br />• <b>B.</b> <i>Part. pf.</i> [[ἐοικώς]], <i>att.</i> [[εἰκώς]], <i>ion.</i> [[οἰκώς]] :<br /><b>1</b> semblable : [[φόβος]] οὐδενὶ [[ἐοικώς]] THC crainte qui ne ressemble à aucune, <i>càd</i> terrible, insensée;<br /><b>2</b> convenable : [[εἰκυῖα]] [[ἄκοιτις]] IL <i>litt.</i> compagne convenable, épouse accomplie ; μῦθοί [[γε]] ἐοικότες OD paroles convenables ; <i>abs.</i> raisonnable, sensé ; neutre τὸ [[εἰκός]], ce qui paraît bon ; juste, naturel, convenable : τὰ εἰκότα καὶ δίκαια THC les choses raisonnables et justes ; [[εἰκός]] ἐστι SOPH cela est naturel, [[ὡς]] [[εἰκός]] SOPH, [[ὡς]] οἰκός HDT comme il est naturel ; [[ὡς]] τὸ [[εἰκός]] PLAT <i>m. sign.</i> ; παρὰ τὸ [[εἰκός]] THC d’une façon déraisonnable;<br /><b>3</b> vraisemblable, probable : τὰ οἰκότα HDT les probabilités, la vraisemblance ; τὸ [[οὐκ]] [[εἰκός]] THC l’improbable ; κατὰ τὸ [[εἰκός]] THC <i>ou</i> [[ἐκ]] [[τοῦ]] εἰκότος THC comme il est vraisemblable;<br />• <b>C.</b> <i>Pass.</i> être semblable à, ressembler à (<i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἤϊκτο]], <i>sans augm.</i> [[ἔϊκτο]]).<br />'''Étymologie:''' pour *Ϝείκω, de la R. Ϝικ, ressembler.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> [[εἶκον]], <i>f.</i> εἴξω, <i>ao.</i> [[εἶξα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se reculer : [[ὀπίσσω]] IL en arrière ; πολέμου IL se retirer du combat ; τινι, se retirer devant qqn, lui céder la place par déférence, lui céder le terrain sur un champ de bataille ; τινι τῆς ὁδοῦ HDT céder le passage à qqn ; μὴ εἴκετε χάρμης Ἀργείοισ’ IL et n’abandonnez pas le champ de bataille aux Grecs ; [[Εὖρος]] Ζεφύρῳ [[εἴξασκε]] διώκειν OD l’Eurus abandonnait (le radeau) à la poursuite du Zéphyre (<i>litt.</i> se retirait devant le Zéphyre pour que celui-ci poursuivît) ; <i>abs.</i> céder la place ; céder, ne pas offrir de résistance ; [[ὅπη]] εἴξειε [[μάλιστα]] IL (cherchant) par où (son corps) serait surtout vulnérable;<br /><b>2</b> céder : τινι εἴκ. [[πόδεσσι]] OD céder, <i>càd</i> être inférieur à qqn en agilité ; τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων IL ne le cédant à personne en vaillance ; <i>fig.</i> εἴκ. πενίῃ OD, ἀνάγκῃ ESCHL, ᾧ θυμῷ IL céder à la pauvreté, à la nécessité, à son désir;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> laisser aller, relâcher, abandonner : εἶξαί [[τε]] [[οἱ]] [[ἡνία]] IL et lui lâcher les rênes;<br /><b>2</b> concéder, accorder : πλοῦν τινι SOPH une navigation (favorable) à qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, se reculer = <i>lat.</i> vito pour *victo, de *vicito ; cf. invitus.
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκω Medium diacritics: εἴκω Low diacritics: είκω Capitals: ΕΙΚΩ
Transliteration A: eíkō Transliteration B: eikō Transliteration C: eiko Beta Code: ei)/kw

English (LSJ)

   A to be like, seem likely, v. ἔοικα.εἴκωεἴκω, Il. 12.48, etc.: impf.

   A εἶκον 16.305 (ὑπό-), Hdt.8.3: fut. εἴξω Th. 1.141, etc.: aor. 1 εἶξα Il. 24.718, etc., poet. ἔειξα or ἔϝειξα Alcm. 31, Ion. εἴξασκε Od.5.332: pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire, ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν 12.48: c. dat., make way for, οὐρεῦσι 24.716; yield to pressure, Gal. 18(1).97.    2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509; εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.    3 give way, as a mark of honour, Il.24.100, Od.2.14; τῇ πατρίδι Jul.Or.8.246a.    4 give way to any passion or impulse, ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598; ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122; ὕβρει Od.14.262; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143; ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80; τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18; of circumstances, πενίῃ εἴκων Od.14.157; κακοῖς A.Pr.322; ἀνάγκῃ Id.Ag.1071; ξυμφοραῖς Th.1.84; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant.718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.    5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in... Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in... S.OC 172 (lyr.), cf. Aj.1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν . . ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.    6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.    II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.    2 grant, allow, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ S.Ph.465.    III impers., it is allowable or possible, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321: c. inf., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520; φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16.

German (Pape)

[Seite 728] (mit dem Digamma, vgl. ὑποείκω, aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), weichen: – a) sich zurückziehen, Hom., auch ὀπίσσω εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προθύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So εἴκω σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε θυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; θεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; θυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ ἡνία ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VI, 781 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἴκω: Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. εἰκαθεῖν. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi (χωρίζω), καὶ ἴσως Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπίσσω εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «μηδὲ ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· ἄνευ τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, ὑπείκω, ὑποχωρῶ, εἴτε ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· εἴτε πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε πάθος ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ βίας καὶ ἰσχύος, ὥστε διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα μᾶλλον ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - ὡσαύτως ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, ἴσωςστίχος ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) οὕτως: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, διότι ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ ἔννοια θὰ εἶναι ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτημα ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, ἔνθα ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς κατώτερος κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· ὡσαύτως, εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα ὅστις ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, μετὰ συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., παραδίδω, ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ ἡνία, «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· ἄλλοτε δ’ αὖτ’ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, ἄλλοτε δὲ πάλινΕὖρος παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ πλοῖον) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ εἶναι δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα, «ὅπου μάλιστα ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, ὥστε ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.
ὁμοιάζω, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔοικα.

French (Bailly abrégé)

1d’ord. seul. pf. ἔοικα, ας, ε, etc. > part. ἐοικώς et εἰκώς, au sens d’un prés., et pqp. ἐῴκειν, att. ᾔκειν, au sens d’un impf.
• A. pf. ἔοικα, att. εἶκα :
I. être semblable :
1 être semblable à, ressembler : τινι, à qqn ; τινί τι, ressembler à qqn par qch (par les traits, par la taille, etc.) ; ἀθανάτῃσι θεῇσ’ εἰς ὦπα ἔοικεν IL à la voir, elle ressemble aux déesses immortelles ; θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει IL car, à le voir en face, il ressemblait aux dieux ; δίφρον ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην IL on eût dit qu’ils allaient tous deux monter sur le char (litt. tous deux ressemblaient à des chevaux prêts à monter, etc.) ; ἔοικας τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν εἶναι XÉN tu as l’air d’un homme qui pense que le bonheur consiste dans les jouissances (de la vie);
2 avoir l’air de, paraître, sembler : ἐοίκατε ἡδόμενοι XÉN vous avez l’air contents ; • impers. ὡς ἔοικε, comme il semble, à ce qu’il semble ; je suppose, probablement ; dans les réponses ἔοικε, cela paraît ainsi, cela est probable ; ὡς ἔοικας SOPH comme tu en as l’air, comme tu parais;
3 paraître à soi-même, avec un inf. au sens du franç., il me semble que je (cf. lat. mihi videor ou simpl. videor) ; ἔοικα δέ τοι παραειδεῖν ὥστε θεῷ OD il me semble, chantant devant toi, que je chante devant un dieu ; ἔοικα θρηνεῖν μάτην ESCHL il me semble que je me lamente en vain;
II. paraître bon, convenir : τὸ μὲν ἀπιέναι οὐδενὶ καλῷ ἔοικε XÉN s’éloigner (du champ de bataille) ne convient à aucun homme de cœur ; d’ord. • impers. ἔοικε, il semble bon, il paraît convenable : οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι IL il ne te convient pas d’avoir peur, comme un lâche ; ellipt. avec l’inf. s.e. : εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν (s.e. καταλέξασθαι) OD étendu sur cette couche moelleuse, comme il te convient ; avec un dat. et un inf. : τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσι ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν IL (armes) que ne sauraient porter des hommes mortels ; avec un dat. suivi d’une prop. inf. : καὶ δέ σοι αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα OD et il te sied, quand tu es avec les premiers du peuple, de délibérer ayant sur ton corps des vêtements sans tache ; avec un simple inf. : οὐ γὰρ ἔοικ’ ὀτρυνέμεν IL car il ne convient pas de (vous) exciter ; abs. οὐδὲ ἔοικεν IL (car) cela ne serait pas convenable;
• B. Part. pf. ἐοικώς, att. εἰκώς, ion. οἰκώς :
1 semblable : φόβος οὐδενὶ ἐοικώς THC crainte qui ne ressemble à aucune, càd terrible, insensée;
2 convenable : εἰκυῖα ἄκοιτις IL litt. compagne convenable, épouse accomplie ; μῦθοί γε ἐοικότες OD paroles convenables ; abs. raisonnable, sensé ; neutre τὸ εἰκός, ce qui paraît bon ; juste, naturel, convenable : τὰ εἰκότα καὶ δίκαια THC les choses raisonnables et justes ; εἰκός ἐστι SOPH cela est naturel, ὡς εἰκός SOPH, ὡς οἰκός HDT comme il est naturel ; ὡς τὸ εἰκός PLAT m. sign. ; παρὰ τὸ εἰκός THC d’une façon déraisonnable;
3 vraisemblable, probable : τὰ οἰκότα HDT les probabilités, la vraisemblance ; τὸ οὐκ εἰκός THC l’improbable ; κατὰ τὸ εἰκός THC ou ἐκ τοῦ εἰκότος THC comme il est vraisemblable;
• C. Pass. être semblable à, ressembler à (pqp. 3ᵉ sg. ἤϊκτο, sans augm. ἔϊκτο).
Étymologie: pour *Ϝείκω, de la R. Ϝικ, ressembler.
2impf. εἶκον, f. εἴξω, ao. εἶξα, pf. inus.
I. intr. 1 se reculer : ὀπίσσω IL en arrière ; πολέμου IL se retirer du combat ; τινι, se retirer devant qqn, lui céder la place par déférence, lui céder le terrain sur un champ de bataille ; τινι τῆς ὁδοῦ HDT céder le passage à qqn ; μὴ εἴκετε χάρμης Ἀργείοισ’ IL et n’abandonnez pas le champ de bataille aux Grecs ; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν OD l’Eurus abandonnait (le radeau) à la poursuite du Zéphyre (litt. se retirait devant le Zéphyre pour que celui-ci poursuivît) ; abs. céder la place ; céder, ne pas offrir de résistance ; ὅπη εἴξειε μάλιστα IL (cherchant) par où (son corps) serait surtout vulnérable;
2 céder : τινι εἴκ. πόδεσσι OD céder, càd être inférieur à qqn en agilité ; τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων IL ne le cédant à personne en vaillance ; fig. εἴκ. πενίῃ OD, ἀνάγκῃ ESCHL, ᾧ θυμῷ IL céder à la pauvreté, à la nécessité, à son désir;
II. tr. 1 laisser aller, relâcher, abandonner : εἶξαί τε οἱ ἡνία IL et lui lâcher les rênes;
2 concéder, accorder : πλοῦν τινι SOPH une navigation (favorable) à qqn.
Étymologie: R. Ϝικ, se reculer = lat. vito pour *victo, de *vicito ; cf. invitus.