Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γυνή: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠνή''': Δωρ. γυνά, Αἰολ. βανὰ (ἴδε ἐν λέξει), ἡ· γεν. γυναικός, αἰτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι·― δυϊκ. γυναῖκε Σοφ. Ἀντ. 61·― πληθ. γυναῖκες, γυναικῶν, κτλ., (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. γύναιξ)· καί τις γενική, γυναικείων Φωκυλ. 3·― εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] παρὰ Κωμικ. αἰτιατ. γυνὴν Φερεκρ. Κραπ. 19· πληθ. ὀνομ. γυναὶ Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἀδήλ. 7, Μένανδ. Ἀδήλ. 480, αἰτιατ. γυνὰς Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4. 622· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 243. 24, Α. Β. 86. Ὡς παρ᾿ ἡμῖν [[γυνή]], Λατ. femina, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀνήρ]], Ἰλ. Λ. 683· [[ἄνευ]] ἀναφορᾶςπρὸς τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν κατάστασιν ἀμφοτέρων ἐπί τε ἐγγάμων καὶ ἀγάμων· κατὰ πληθ., αἱ θαλαμηπόλοι, ὑπηρέτριαι, Ὅμ., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] συνδέει τὴν λέξιν ταύτην ὡς τὸ [[ἀνήρ]], μεθ’ ἑτέρου οὐσιαστ., γυνὴ [[ταμίη]], ἡ [[οἰκονόμος]], Ἰλ. Ζ. 390· [[δέσποινα]], γρηΰς, [[ἀλετρίς]], δμωαὶ γυναῖκες, κτλ.· οὕτω, γυνὴ Περσὶς Ἡρόδ.·― κατὰ κλητ. [[συχνάκις]] πρὸς δήλωσιν σεβασμοῦ ἢ στοργῆς, [[κυρία]], [[δέσποινα]], πρβλ. W üstem. Θεόκρ. 15. 12·― φαντὶ γυναῖκες, λέγουσιν αἱ κόραι, ὁ αὐτ. 20. 30˙― πρὸς γυναικός, ὡς [[γυνή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 592· παροιμ., γ. μονωθεῖσ᾿ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749· ὅρκους γυναικὸς εἰς [[ὕδωρ]] [[γράφω]] (πρβλ. [[γράφω]] ΙΙ) Σοφ. Ἀποσπ. 694· γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει ὁ αὐτ. Αἴ. 293· ἴδε Indices Eur. et Comic. ΙΙ. [[σύζυγος]], [[σύνευνος]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[παρθένος]], Ἰλ. Ζ. 160, Ὀδ. Θ. 523, κτλ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[παλλακή]], Ἰλ. Ω. 497. ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ. IV. ἡ θήλεια, ἡ [[σύντροφος]], τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων· πρῶτον παρ᾿ Ἀριστ. Πολ. 2. 3, ἐν τέλ. V. ἐν Ἰλ. Ω. 58, γυναῖκα θήσατο μαζόν, ἐθεωρήθη ὡς ἐπίθ.· ἀλλὰ τὸ μαζὸν κεῖται [[ἁπλῶς]] κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν [[σχῆμα]] καθ᾿ ὅλον καὶ [[μέρος]], ἴδε Jelf Gr. Gr. § 584. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵani, Ζενδ. ghena, Γοτθ. quîno, Ἰσλανδ. kona ἢ kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwen (Σκωτιστὶ quean = [[γυνή]], πρβλ. queen, [[βασίλισσα]]), κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]).
|lstext='''γῠνή''': Δωρ. γυνά, Αἰολ. βανὰ (ἴδε ἐν λέξει), ἡ· γεν. γυναικός, αἰτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι·― δυϊκ. γυναῖκε Σοφ. Ἀντ. 61·― πληθ. γυναῖκες, γυναικῶν, κτλ., (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. γύναιξ)· καί τις γενική, γυναικείων Φωκυλ. 3·― εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] παρὰ Κωμικ. αἰτιατ. γυνὴν Φερεκρ. Κραπ. 19· πληθ. ὀνομ. γυναὶ Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἀδήλ. 7, Μένανδ. Ἀδήλ. 480, αἰτιατ. γυνὰς Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4. 622· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 243. 24, Α. Β. 86. Ὡς παρ᾿ ἡμῖν [[γυνή]], Λατ. femina, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀνήρ]], Ἰλ. Λ. 683· [[ἄνευ]] ἀναφορᾶςπρὸς τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν κατάστασιν ἀμφοτέρων ἐπί τε ἐγγάμων καὶ ἀγάμων· κατὰ πληθ., αἱ θαλαμηπόλοι, ὑπηρέτριαι, Ὅμ., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] συνδέει τὴν λέξιν ταύτην ὡς τὸ [[ἀνήρ]], μεθ’ ἑτέρου οὐσιαστ., γυνὴ [[ταμίη]], ἡ [[οἰκονόμος]], Ἰλ. Ζ. 390· [[δέσποινα]], γρηΰς, [[ἀλετρίς]], δμωαὶ γυναῖκες, κτλ.· οὕτω, γυνὴ Περσὶς Ἡρόδ.·― κατὰ κλητ. [[συχνάκις]] πρὸς δήλωσιν σεβασμοῦ ἢ στοργῆς, [[κυρία]], [[δέσποινα]], πρβλ. W üstem. Θεόκρ. 15. 12·― φαντὶ γυναῖκες, λέγουσιν αἱ κόραι, ὁ αὐτ. 20. 30˙― πρὸς γυναικός, ὡς [[γυνή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 592· παροιμ., γ. μονωθεῖσ᾿ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749· ὅρκους γυναικὸς εἰς [[ὕδωρ]] [[γράφω]] (πρβλ. [[γράφω]] ΙΙ) Σοφ. Ἀποσπ. 694· γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει ὁ αὐτ. Αἴ. 293· ἴδε Indices Eur. et Comic. ΙΙ. [[σύζυγος]], [[σύνευνος]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[παρθένος]], Ἰλ. Ζ. 160, Ὀδ. Θ. 523, κτλ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[παλλακή]], Ἰλ. Ω. 497. ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ. IV. ἡ θήλεια, ἡ [[σύντροφος]], τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων· πρῶτον παρ᾿ Ἀριστ. Πολ. 2. 3, ἐν τέλ. V. ἐν Ἰλ. Ω. 58, γυναῖκα θήσατο μαζόν, ἐθεωρήθη ὡς ἐπίθ.· ἀλλὰ τὸ μαζὸν κεῖται [[ἁπλῶς]] κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν [[σχῆμα]] καθ᾿ ὅλον καὶ [[μέρος]], ἴδε Jelf Gr. Gr. § 584. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵani, Ζενδ. ghena, Γοτθ. quîno, Ἰσλανδ. kona ἢ kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwen (Σκωτιστὶ quean = [[γυνή]], πρβλ. queen, [[βασίλισσα]]), κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]).
}}
{{bailly
|btext=γυναικός, <i>voc.</i> [[γύναι]] (ἡ) :<br />femme :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à homme ; au sg. collect.</i> la femme, les femmes, la gent féminine;<br /><b>2</b> femme, épouse;<br /><b>3</b> femme mortelle, <i>p. opp. à déesse</i> : γυναῖκα [[θήσατο]] μαζόν IL il téta un sein de femme <i>litt.</i> une femme, au sein, <i>avec l’idée du tout suivi du nom de la partie</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *γϜανή, d’où att. [[γυνή]], de la R. Γεν, naître, faire naître, engendrer.
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠνή Medium diacritics: γυνή Low diacritics: γυνή Capitals: ΓΥΝΗ
Transliteration A: gynḗ Transliteration B: gynē Transliteration C: gyni Beta Code: gunh/

English (LSJ)

Dor. γυνά, Boeot. βανά (v. sub voce), ἡ, gen. γυναικός, acc. γυναῖκα, voc. γύναι (

   A γυνή Alc.Com.32): dual γυναῐκε S.Ant.61: pl. γυναῖκες, γυναικῶν, etc. (as if from γύναιξ wh. is only found in Gramm., cf. Hdn.Gr.2.643): gen. γυναικείων Phoc.3 (s. v.l.): Aeol. dat. pl. γυναίκεσσι Sapph.Supp.7.6: Com. acc. γυνήν Pherecr.91: pl. nom. γυναί Philippid.2, Men.484, acc. γυνάς Com.Adesp.1336, cf. EM243.24,AB86:—woman, opp.man,Il.15.683, etc.: with a second Subst., γ. ταμίη housekeeper, 6.390; δέσποινα Od.7.347; γρηΰς (q. v.), ἀλετρίς (q. v.), δμῳαὶ γυναῖκες Il.9.477,al.; Περσίδες γ. Hdt.3.3: voc., as a term of respect or affection, mistress, lady, E.Med.290, Theoc.15.12, etc.; φαντὶ γυναῖκες the lasses say, Id.20.30; πρὸς γυναικός like a woman, A.Ag.592: prov., γ. μονωθεῖσ' οὐδέν Id.Supp. 749; ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω (cf. γράφω 11) S.Fr.811; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Id.Aj.293.    II wife, spouse, Il.6.160, Od.8.523, Hdt.1.34, etc.; γ. καὶ παρθένοι X.An.3.2.25; opp. ἑταίρα, Is.3.13; γ. γνησία, PEleph.1.3 (iv B. C.); also, concubine, Il.24.497.    III mortal woman, opp.goddess, 14.315, Od.10.228, etc.    IV female, mate of animals, Arist.Pol.1262a22 (dub. sens.), Xenarch.14, etc.— Not to be taken as Adj. in γυναῖκα θήσατο μαζόν Il.24.58. (Cf. Ved. gnā- (freq. disyll.), Skt. janis.)

German (Pape)

[Seite 511] ἡ, das Weib, genit. γυναικός; γυναικί, γυναῖκα, ὦ γύναι, γυναῖκε, γυναικοῖν, γυναῖκες, γυναικῶν, γυναιξί (ν), γυναῖκας; diese Att. Formen sind zugleich die Homerischen, nur daß sich der dual. bei Homer nicht findet. Accus. τὴν γυνήν Pherecr. bei Bekk. A. 1 p. 86, 13 Etymol. m. 243, 24 Epimer. Hom. Cram. An. Ox. 1 p. 102, 11 (Mein. C. G. 2, 1 p. 295), vgl. Eustath. Iliad. 1, 340 p. 113, 30; vocat. ὦ γυνή Alcaeus comic. in Epimer. Hom. Cramer. An. Ox. 1 p. 102, 13 (Mein. C. G. 2, 2 p. 834); nomin. plur. αἱ γυναί Philippid. ap. Bekk. An. 1 p. 86, 12 (Mein. C. G. 4 p. 467) und Menand. ap. Cram. Epimer. Hom. An. Ox. 1 p. 102, 8 (Mein. C. G. 4 p. 327); accus. τὰς γυνάς poet. in Etymol. m. p. 243, 27. Nomin. γυναίξ oder γύναιξ bei Gramm. Von diesem nomin. ist auch der vocat. γύναι abzuleiten. Entstanden ist γυναίξ aus γυνα-Fιξ, »Weibsbild«, εἰκών, ἔοικα, εἴκελος, ἴκελος; nach Buttmanns richtiger Bemerkung, Gramm. §. 58. Die einfache Form γυνή bedeutet die »Hervorbringende«, die »Gebärende«, verwandt γόνος, γονή, Plat. Cratyl. p. 414 a, Wurzel γεν. Die Sicilischen Dorier sagten γάνα statt γυνή, Gregor. Corinth. Dial. Dor. p. 345. Unzweifelhaft war γαν eine ältere Form der Wurzel γεν, worauf z. B. auch das perf. γέγαα führt, und das verwandte γαῖα, s. d. W. Die Böoter sagten βάνα oder βανά statt γυνή, Corinna bei Herodian. Π. Μ. Λ. p. 18, 25 Apollon. Pronom. p. 65 a Bekk. (Bergk L. G. ed. 2 p. 948 no 21), Hesych. βάννα; βανῆκας Böotisch = γυναῖκας, Hesych. Unter Vergleichung des Gothischen quinô nimmt Ahrens Dial. Aeol. p. 172 ΓFανα als gemeinsame Grundform von γυνή und βανά an. Danach wäre also wohl ΓFαν die älteste nachweisbare Form der Wurzel; oder vielmehr ΙFΑ; denn daß das Ν secundär sei, beweis't schon γέγαα und γαῖα; vgl. κτείνω κτενί'Ω κτα'Ω, τείνω τενί'Ω τα'Ω u. s. w. Das Abfallen des Γ in βανά könnte so wenig befremden wie die Verwandelung des F in Β und das Verschwinden des F in γυνή. Das υ in γυνή ist nicht Umlaut des in γόνος, γονή zum Vorschein kommenden ο, sondern, wie eben auch dies ο, Umlaut des ursprünglichen Vocals der Wurzel, des in βανά, γάνα, γέγαα, γαῖα erhaltenen α. – Was die Bedeutung von γυνή anlangt, so bezeichnet dies Wort: – a) das Weib im Gegensatze zum Manne, ohne Rücksicht auf das Alter und gleichviel ob sie verheirathet ist oder nicht; z. B. Hom. Iliad. 15, 683 πολέες τέ ἑ θηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 17, 435 στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός; Odyss. 15, 168 οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 6, 161 οὐ γάρ πω τοῐον εἶδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα; 13, 308 μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν; Iliad. 24, 698. 708 Odyss. 19, 468. 21, 323; Herodot. 8, 88 οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱδὲ γυναῖκες ἄνδρες. Pleonastisch Hom. θηλύτεραι γυναῖκες, Iliad. 8, 520 Od. 11, 386. 434. 15, 422. 23, 166. 24, 202. Mit Substantiven adjectivisch verbunden: γυνὴ ταμίη Odyss. 2, 345 Iliad. 6, 390, γυνὴ ἀλετρίς Odyss. 20, 105, γυνὴ Σικελὴ γρηΰς Odyss. 24, 211, δμωαὶ γυναῖκες Odyss. 7, 103 Iliad. 9, 477. Ohne δμωαί allein γυναῖκες die Mägde Odyss. 19, 497. 2, 108. 17, 319. Ohne Zusatz bezeichnet Odyss. 16, 334 γυναικί die Penelope, welche vs. 332 und 337 mit Nachdruck βασίλεια genannt wird, wie vs. 335 ihr Haus δόμος θείου βασιλῆος heißt. – b) das sterbliche Weib im Gegensatze zur Göttinn; z. B. Hom. Iliad. 11, 688 γυνὴ ἐικυῖα θεῇσιν, Iliad. 14, 315 οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσεν; 16, 176 γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα; Odyss. 10, 228 ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει ἢ θεὸς ἠὲ γυνή. Ausdrücklich θνητός hinzugefügt Odyss. 11, 244 θεὸν θνητήν τε γυναῖκα; Iliad. 20, 305 ὃν Κρονίδης περὶ πάντων φίλατο παίδων, οἳ ἕθεν ἐξεγένοντο γυναικῶν τε θνητάων. – c) die verheirathete Frar die Ehefrau; Odyss. 6, 184 οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον, ἢ ὅθ' ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή; 11, 444 ἀλλ' οὐ σοί γ', Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός· λίην γὰρ πινυτή τε, καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδεν, κούρη 'Ικαρίοιο περίφρων Πηνελόπεια; 1, 433; 19, 165 ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος ; Iliad. 6, 160 γυνὴ Προίτου; vs. 460 Ἕκτορος ἥδε γυνή; Odyss. 8, 523 ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα; γυνὴ δέσποινα Odyss. 7, 347; γυνὴ μήτηρ Theocrit. 27, 64; Odyss. 21, 72 ἀλλ' ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα, Homerische Figur, γῆμαι und θέσθαι γυναῖκα stehn παραλλήλως; 15, 241 ἔνθα δ' ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα; 14, 211 ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολυκλήρων ἀνθρώπων, ich heirathete eine Frau aus einer reichen Familie; 15, 237 κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώματα; Iliad. 9, 394 Πηλεύς θήν μοι ἔπειτα γυναῖκά γε μάσσεται αὐτός, var. lect. γαμέσσεται; Odyss. 9, 199 οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ' ἠδὲ γυναικὶ ἁζόμενοι; iliad. 8, 57 μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι μάχεσθαι, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν; 4, 162 σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν; Odyss. 13, 44 ὑμεῖς δ' αὖθι μένοντες ἐυφραίνοιτε γυναῖκας κουριδίας καὶ τέκνα; Iliad. 10, 422 Odyss. 12, 42; γύναι Anrede des Ehemannes an seine Frau Odyss. 4, 148. 266. 8, 424, feierlicher ὦ γύναι 18, 259. Gegensatz ἑταίρα Isae. 3, 13; daselbst 14 γαμετὰς γυναῖκας und αἱ γαμεταὶ γυναῖκες; – γυναῖκες Kebsweiber, Beischläferinnen, im Gegensatz zur Ehefrau, Iliad. 24, 497; – Gegensatz παρθέ νος Xen. An. 3, 2, 25 Theocr. 27, 63; γυναῖκας καὶ κόρας Xen. An. 4, 5, 9, vgl. Theocrit. 27, 64. – Auch von Thieren, Weibchen, Arist. Pol. 2, 3; Ath. XIII, 559 a. – Eigenthümlich γυναῖκά τε θήσατο μαζόν Il. 24, 58, wo μαζόν als nähere Bestimmung zu γυναῖκα gesetzt ist; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ γυναικὸς μαζόν. Ὁμηρικὸν δὲ τὸ ἔθος· »ἃς τὴν μὲν πρύμνην ἄμφεπε (Iliad. 16, 124)«; vgl. Friedlaend. Aristonic. (Schematol.) p. 20.

Greek (Liddell-Scott)

γῠνή: Δωρ. γυνά, Αἰολ. βανὰ (ἴδε ἐν λέξει), ἡ· γεν. γυναικός, αἰτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι·― δυϊκ. γυναῖκε Σοφ. Ἀντ. 61·― πληθ. γυναῖκες, γυναικῶν, κτλ., (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. γύναιξ)· καί τις γενική, γυναικείων Φωκυλ. 3·― εὑρίσκομεν ὡσαύτως παρὰ Κωμικ. αἰτιατ. γυνὴν Φερεκρ. Κραπ. 19· πληθ. ὀνομ. γυναὶ Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἀδήλ. 7, Μένανδ. Ἀδήλ. 480, αἰτιατ. γυνὰς Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4. 622· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 243. 24, Α. Β. 86. Ὡς παρ᾿ ἡμῖν γυνή, Λατ. femina, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνήρ, Ἰλ. Λ. 683· ἄνευ ἀναφορᾶςπρὸς τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν κατάστασιν ἀμφοτέρων ἐπί τε ἐγγάμων καὶ ἀγάμων· κατὰ πληθ., αἱ θαλαμηπόλοι, ὑπηρέτριαι, Ὅμ., ὅστις συχνάκις συνδέει τὴν λέξιν ταύτην ὡς τὸ ἀνήρ, μεθ’ ἑτέρου οὐσιαστ., γυνὴ ταμίη, ἡ οἰκονόμος, Ἰλ. Ζ. 390· δέσποινα, γρηΰς, ἀλετρίς, δμωαὶ γυναῖκες, κτλ.· οὕτω, γυνὴ Περσὶς Ἡρόδ.·― κατὰ κλητ. συχνάκις πρὸς δήλωσιν σεβασμοῦ ἢ στοργῆς, κυρία, δέσποινα, πρβλ. W üstem. Θεόκρ. 15. 12·― φαντὶ γυναῖκες, λέγουσιν αἱ κόραι, ὁ αὐτ. 20. 30˙― πρὸς γυναικός, ὡς γυνή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 592· παροιμ., γ. μονωθεῖσ᾿ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749· ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω (πρβλ. γράφω ΙΙ) Σοφ. Ἀποσπ. 694· γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει ὁ αὐτ. Αἴ. 293· ἴδε Indices Eur. et Comic. ΙΙ. σύζυγος, σύνευνος, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παρθένος, Ἰλ. Ζ. 160, Ὀδ. Θ. 523, κτλ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἀλλ’ ὡσαύτως, παλλακή, Ἰλ. Ω. 497. ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ. IV. ἡ θήλεια, ἡ σύντροφος, τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων· πρῶτον παρ᾿ Ἀριστ. Πολ. 2. 3, ἐν τέλ. V. ἐν Ἰλ. Ω. 58, γυναῖκα θήσατο μαζόν, ἐθεωρήθη ὡς ἐπίθ.· ἀλλὰ τὸ μαζὸν κεῖται ἁπλῶς κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν σχῆμα καθ᾿ ὅλον καὶ μέρος, ἴδε Jelf Gr. Gr. § 584. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵani, Ζενδ. ghena, Γοτθ. quîno, Ἰσλανδ. kona ἢ kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwen (Σκωτιστὶ quean = γυνή, πρβλ. queen, βασίλισσα), κτλ.· ἴδε ἐν λ. γίγνομαι).

French (Bailly abrégé)

γυναικός, voc. γύναι (ἡ) :
femme :
1 p. opp. à homme ; au sg. collect. la femme, les femmes, la gent féminine;
2 femme, épouse;
3 femme mortelle, p. opp. à déesse : γυναῖκα θήσατο μαζόν IL il téta un sein de femme litt. une femme, au sein, avec l’idée du tout suivi du nom de la partie.
Étymologie: p. *γϜανή, d’où att. γυνή, de la R. Γεν, naître, faire naître, engendrer.