σοφία: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(Bailly1_4) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> habileté manuelle;<br /><b>II.</b> savoir, science;<br /><b>III.</b> sagesse pratique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sagesse <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> habileté, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> habileté manuelle;<br /><b>II.</b> savoir, science;<br /><b>III.</b> sagesse pratique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sagesse <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> habileté, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σοφία]] (-ία, -ίας, -ίᾳ, -ίαν: -ίαι.)<br /> <b>a</b> in [[general]], [[art]], [[wisdom]] δαέντι δὲ καὶ [[σοφία]] [[μείζων]] [[ἄδολος]] τελέθει (O. 7.53) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας [[ἄριστον]] is the [[best]] [[part]] of [[wisdom]] (P. 2.56) [[γνῶθι]] [[νῦν]] τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν (P. 4.263) ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει [(Pae. 14.40) τί [[ἔλπεαι]] σοφίαν [[ἔμμεν]] ἃν [[ὀλίγον]] [[τοι]] ἀνὴρ [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι [[ἄνδρες]] fr. 133. 4. ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.<br /> <b>b</b> esp., poetic [[art]], [[skill]] [[ἐμέ]] πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα [[παντᾷ]] (O. 1.116) [[ἐπεὶ]] τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ [[σοφία]] (O. 9.38) [[ἀμφί]] τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) πολλοῖσι δ' [[ἅγημαι]] σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) [[σοφία]] δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, [[ὅ τι]] μὴ σοφίας [[ἄωτον]] [[ἄκρον]] κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) [[ὅστις]] ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν (v. l. σοφιαῖς.) Πα. 7B. 20. ἄμαχοι [[εἰς]] σοφίαν ?fr. 353.<br /> <b>c</b> of [[other]] arts or skills ἀλλὰ κέρδει καὶ [[σοφία]] δέδεται ([[with]] [[particular]] ref. to [[medicine]]) (P. 3.54) κυριώτερο [λτ;[[εἰς]] σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide) fr. 260. 7. pl., σοφίαι μὲν αἰπειναί (O. 9.107) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, prop.
A cleverness or skill in handicraft and art, as in carpentry, τέκτονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σ. Il.15.412; of the Telchines, Pi.O.7.53; ἡ ἔντεχνος σ., of Hephaestus and Athena, Pl.Prt.32 1d; of Daedalus and Palamedes, X.Mem.4.2.33, cf. 1.4.2; in music and singing, τέχνῃ καὶ σ. h.Merc.483, cf. 511; in poetry, Sol.13.52, Pi.O.1.117, Ar.Ra.882, X.An.1.2.8, etc.; in driving, Pl. Thg.123c; in medicine or surgery, Pi.P.3.54; in divination, S.OT 502 (lyr.); δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς γῆρας ἀφίκετο Pl.R.406b; σ. δημηγορική, δικανική, ib.365d; ἡ περὶ Ὁμήρου σ. Id.Ion 542a; οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν Id.Ap.22b; σημαίνοντες τὴν σ .... ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν Arist.EN1141a12: rare in pl., Pi.O.9.107, Ar.Ra.676 (lyr.), IG12.522 (vase, v B.C.). 2 skill in matters of common life. sound judgement, intelligence, practical wisdom, etc., such as was attributed to the seven sages, like φρόνησις, Thgn.790,876,1074, Hdt.1.30,60; ἡ τῶν δεινῶν σ., opp.ἀμαθία, Pl.Prt.360d; τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Plu.Them.2; also, cunning, shrewdness, craft, Hdt.1.68, etc.; τὸ λοιδορῆς αι θεοὺς ἐχθρὰ σ. Pi.O. 9.38. 3 learning, wisdom, μείζω τινὰ ἢ κατ' ἄνθρωπον σοφίαν σοφοί Pl.Ap.20e; opp. ἀμαθία, ib.22e; freq. in E., e.g. μόρσιμα . . οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Heracl.615 (lyr.); τὸ σοφὸν οὐ σοφία (v. σοφός 1.3) Ba.395 (lyr.), etc.; freq. in Arist., speculative wisdom, EN 1141a19, Metaph. 982a2, 995b12 (pl.), 1059a18; defined as θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπιστήμη, Stoic.2.15; but also of natural philosophy and mathematics, σ. τις καὶ ἡ φυσική Arist.Metaph.1005b1, cf. 1061b33. 4 among the Jews, ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου LXX Pr.1.7, cf. Jb.28.28, al.; Σοφία, recognized first as an attribute of God, was later identified with the Spirit of God, cf. LXX Pr.8 with Si.24sq. 5 later as a title, ἡ ὑμετέρα, ἡ ὑμῶν σ., POxy.1165.6, PSI7.790.14 (both vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 913] ἡ, ion. σοφίη, ursprünglich das Wissen, Verstehen; zuerst von körperlicher, mechanischer Fertigkeit in Handwerken und Künsten, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης, von der Kunst des Zimmermanns, Il. 15, 412 (ἅπαξ εἰρ.); Geschicklichkeit im Saiten- u. Flötenspiel u. in der Tonkunst übh., H. h. Merc. 483. 511; eben so von der Dichtkunst, σοφίαι αἰπειναί, Pind. Ol. 9, 107, welche in ältester Zeit auch der Hauptträger des Wissens war; Ath. XIV, 622 c τὸ δὲ ὅλον ἔοικεν ἡ παλαιὰ τῶν Ἑλλήνων σοφία τῇ μο υσικῇ μάλιστα εἶναι δεδομένη; so heißt es auch Xen. An. 1, 2, 8 λέγεται Ἀπόλλων ἐκδεῖραι Μαρσύαν, νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας; mit der Sangeskunde hing auch die Kunst zusammen, die Einwirkung verderblicher Zauberkräfte abzuwehren und böse Geister zu bannen, Ath. XIV, 614 d πλῆθος δ' ἦν Ἀθἠνῃσι τῆς σοφίας ταύτης, die Kunst der., ὲλωτοποιοί; dei Pind. nimmt das Wort aber schon die allgemeine Bdtg der Kunst und Wissenschaft im döheren Sinne an, vgl. N. 7, 23 I. 6, 18 P. 6, 49; σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπ ος πέφανται, Soph. Ant. 616; u. so bes. in Vrosa; Plat. vrbdt auch noch ταύτην τὴν σοφίαν, ᾑ τὰ ἅρματα κυβερνῶσιν, Lach. 123 c; ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας, ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν, Phaed. 96 a. – Erfahrung u. Gewandtheit in den Geschäften des öffentlichen und häuslichen Lebens, gesunder Menschenverstand, der steh im richtigen praktischen Urtheil ausspricht, wie bei den sogenannten sieben Weisen; auch Schlauheit, List, Her. 1, 68 u. oft; σοφίῃ Ggstz von βίῃ 3, 127, vgl. Eur. Or. 710. – Dann aber Kenntniß in den höheren Wissenschaften, Gelehrsamkeit, und zulegt auch Weisheit in unserm Sinne, welche durch die Philosophen auf verschiedene Art bestimmt wird.
Greek (Liddell-Scott)
σοφία: Ἰων.-ίη, ἡ, κυρίως, εὐφυΐα, δεξιότης, ἐμπειρία ἔν τινι τέχνῃ ὡς ἐν τῇ τεκτονικῇ, τέκτονος, ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ἰλ. Ο. 412· ἐπὶ τῶν Τελχίνων, Πινδ. Ο. 7. 98· ἡ ἔντεχνος σ., τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Πρωτ. 321D· τοῦ Δαιδάλου καὶ Παλαμήδους, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2. 33, πρβλ. 1. 4. 3· ἐν μουσικῇ καὶ ὠδικῇ, τέχνη καὶ σ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 483, πρβλ. 511· ἐν τῇ ποιήσει, Πινδ. Ο. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 882, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 8· ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πλάτ. Θεάγ. 123C· ἐν ἰατρικῇ καὶ χειρουργικῇ, Πινδ. Π. 3. 96· δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς γῆρας ἀφίκετο Πλάτ. Πολ. 406Β· σ. δημηγορική, δικανικὴ αὐτόθι 365D· ― σ. τινός, γνῶσις πράγματός τινος, ἐμπειρία εἰς αὐτὸ καὶ δεξιότης, αὐτόθι 360D· ἡ περὶ Ὁμήρου σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 542Α· οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· σημαίνοντες τὴν σοφίαν.., ὅτι ἀρετὴ τέχνη ἐστὶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 1· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 9. 161, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 676, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1100. 2) εὐφυΐα καὶ ἐμπειρία εἰς τὰ συνήθη πράγματα τοῦ βίου, ὀρθότης κρίσεως, φρόνησις, πρακτικὴ καὶ πολιτικὴ σύνεσις, κτλ. ὡς ἐχαρακτηρίζετο ἡ σοφία τῶν ἑπτὰ σοφῶν, συνώνυμ. τῷ φρόνησις, Θέογν. 1074, Ἡρόδ. 1. 30, 60· ἡ περὶ τὸν βίον σ. Πλάτ. Πρωτ. 321D· ἡ τῶν δεινῶν σ., ἀντίθετον τῷ ἀμαθίᾳ, αὐτόθι 360D· τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Πλουτ. Θεμιστ. 2· ὡσαύτως, ἐπὶ σημασίας οὐχὶ τοσοῦτον καλῆς, εὐφυΐα, πανουργία, συνώνυμον τῷ δεινότης, Ἡρόδ. 1. 68, κτλ.· τὸ λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σ. Πινδ. Ο. 9. 57. 3) γνῶσις τῶν ἐπιστημῶν, μάθησις, παιδεία, φιλοσοφία, Θέογν. 790, 876· σοφίᾳ σοφίαν παραμείβειν Σοφ. Ο. Τ. 504· συχν. παρὰ τῷ Εὐρ., π.χ. μόρσιμα..οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Ἡρακλ. 615· τὸ σοφὸν οὐ σοφία (ἴδε σοφὸς Ι. 3), Βάκχ. 393, κτλ.· ― συχν. παρ’ Ἀριστ., ἡ ὑψίστη ἐπιστήμη, ἡ, γνῶσις τῶν αἰτίων, φιλοσοφία, μεταφυσική, Ἠθικ. Νικ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17., 1. 2, 1 κἑξ., 2. 1, 6., 10. 1, 1· ἀλλ’ ὡσαύτως, αἱ φυσικαὶ επιστῆμαι καὶ τὰ μαθηματικά, αὐτόθι 3. 3, 4., 10. 4, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις ἡ Σοφία, θεωρουμένη πρῶτον ὡς ἰδιότης τοῦ ΘΕΟΥ ἐταυτίσθη πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρβλ. Παροιμ. Η΄ καὶ Σειρὰχ ΚΔ΄ κἑξ., καὶ ἴδε Westcott in Dict. of Bible, 3. 1782· - ἐθεωρήθη ὡς ἁγία, «ἁγία Σοφία» παρὰ τοῖς Ἕλλησι Χριστιανοῖς, ἴδε Gibbon, κεφ. 40. - Πρβλ. σοφός, σοφιστὴς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πᾶσα τέχνη καὶ ἐπιστήμη».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. habileté manuelle;
II. savoir, science;
III. sagesse pratique, d’où
1 sagesse en gén.
2 en mauv. part habileté, ruse.
Étymologie: σοφός.
English (Slater)
σοφία (-ία, -ίας, -ίᾳ, -ίαν: -ίαι.)
a in general, art, wisdom δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (O. 7.53) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of wisdom (P. 2.56) γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν (P. 4.263) ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει [(Pae. 14.40) τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.
b esp., poetic art, skill ἐμέ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ (O. 1.116) ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.38) ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν (v. l. σοφιαῖς.) Πα. 7B. 20. ἄμαχοι εἰς σοφίαν ?fr. 353.
c of other arts or skills ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (with particular ref. to medicine) (P. 3.54) κυριώτερο [λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide) fr. 260. 7. pl., σοφίαι μὲν αἰπειναί (O. 9.107)