ὑποδείκνυμι: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(T21) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[future]] ὑποδείξω; 1st aorist ὑπέδειξα; from [[Herodotus]] and [[Thucydides]] [[down]]; the Sept. [[several]] times for הִגִּיד;<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[show]] by placing [[under]] (i. e. [[before]]) the eyes: ὑπέδειξεν αὐτοῖς [[τόν]] πλοῦτον [[αὐτοῦ]], [[ὑπό]] in [[this]] [[compound]] the [[force]] of '[[privily]]'; [[but]] cf. Fritzsche on Matthew , p. 126).<br /><b class="num">2.</b> to [[show]] by words and arguments, i. e. to [[teach]] (for הורָה, A. V. [[frequently]], to [[warn]]): τίνι, followed by an infinitive of the [[thing]], τίνι, followed by [[indirect]] [[discourse]], [[ὅτι]], to [[allow]] i. e. [[make]] [[known]] ([[future]] things), followed by [[indirect]] [[discourse]] Acts 9:16. | |txtha=[[future]] ὑποδείξω; 1st aorist ὑπέδειξα; from [[Herodotus]] and [[Thucydides]] [[down]]; the Sept. [[several]] times for הִגִּיד;<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[show]] by placing [[under]] (i. e. [[before]]) the eyes: ὑπέδειξεν αὐτοῖς [[τόν]] πλοῦτον [[αὐτοῦ]], [[ὑπό]] in [[this]] [[compound]] the [[force]] of '[[privily]]'; [[but]] cf. Fritzsche on Matthew , p. 126).<br /><b class="num">2.</b> to [[show]] by words and arguments, i. e. to [[teach]] (for הורָה, A. V. [[frequently]], to [[warn]]): τίνι, followed by an infinitive of the [[thing]], τίνι, followed by [[indirect]] [[discourse]], [[ὅτι]], to [[allow]] i. e. [[make]] [[known]] ([[future]] things), followed by [[indirect]] [[discourse]] Acts 9:16. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποδείκνῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]], σε Ηρόδ.· <i>ὑποδέξας ὄλβον</i>, έχοντας δώσει [[μία]] μικρή [[ακτίνα]] ευτυχίας, στον ίδ.· [[ὑποδείκνυμι]] ἀρετήν, κάνω [[επίδειξη]] αρετής, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[φανερώνω]], [[δηλώνω]] την θέλησή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]] χαράζοντας, [[σημειώνω]] το [[μέρος]] στο οποίο πρέπει να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[θέτω]] [[υπόδειγμα]], [[πρότυπο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διδάσκω]] εμμέσως ή μέσω ενδείξεως και υπαινιγμών, σε Ισοκρ.· με απαρ., σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
and ὑποδεικ-νύω (v. infr.),
A show, indicate, οὔτοι . . πάντα θεοὶ θνητοῖσ' ὑπέδειξαν Xenoph.18.1; πολλοῖσι ὑποδέξας (Ion. aor.) ὄλβον ὁ θεός having given a glimpse of happiness, Hdt.1.32; ἄλλο τι τῶν χρησίμων ὑ. show any other good symptom, Hp.Coac.483; ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον Nicom.Com.1.1; ὑ. ἐλπίδας Plb.2.70.7, etc.; τὰς χώρας ὑποδείκνυμεν we indicate, cite the passages, Phld.Rh.1.98 S.; ὑ. τινὰ τοῖς ἀνδράσι introduce, Plu.2.710c. 2 abs., indicate one's will, intimate, οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι X.Mem.4.3.13, cf. An. 5.7.12; warn, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν; Ev.Matt.3.7. 3 lay an information, τῷ βασιλεῖ περί τινος LXX To.1.19; ὑποδέδειχέν σε τὰ σύμβολα ἀπεστράφθαι he has reported that... BGU1755.4 (i B. C.): c. acc., report, σοι τὴν τῆς οἰκίας σου διάθεσιν ib.1881.3 (i B. C.): also ὑπόδειξον αὐτῷ ὅτι ἀναβαίνω PSI9.1079.5 (i B. C.):—Pass., to be brought to the notice of a court, produced in evidence, PTeb.27.78 (ii B. C.), etc. II show by tracing out, mark out, διώρυχας Hdt.1.189; Ὅμηρος καὶ τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα . . ὑπέδειξε Arist.Po.1448b37, cf. Rh.1404b25, Ath.41.2: abs., set a pattern or example, τοῦ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος X.Oec.12.18; οὐχ οἷόν τε μὴ καλῶς ὑποδεικνύντος καλῶς μιμεῖσθαι unless some one sets a good example, Arist. Oec. 1345a9. 2 generally, teach, indicate, ὑ. αὐτοῖς οἵους εἶναι χρὴ . . Isoc.3.57, cf. 5.111, Ep.2.11; ὡς ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν Sor.1.16, cf. 54, al., Ael.Tact.28.1. 3 make a show of, pretend to, ἀρετήν Th. 4.86, cf. Plb.2.47.10.
German (Pape)
[Seite 1214] (s. δείκνυμι), 1) unter der Hand, unvermerkt oder heimlich zeigen, versteckt andeuten, Her. 1, 189, zu verstehen geben; ἔσται οἷον ὑποδείκνυσι Xen. An. 5, 7, 12; ὑποδεικνύουσι Mem. 4, 3, 14. – 2) vorzeigen, ὄλβον, Her. 1, 32; anzeigen, durch Beispiele zeigen, Thuc. 4, 86; οἵους χρὴ εἶναι Isocr. 3, 57; ὑπέδειξε τοῖς νεωτέροις, δι' ὧν 5, 27; Pol. u. a. Sp. – Intrans., sich zeigen, darstellen, wobei man ἑαυτόν od. τὴν ἔμφασιν ergänzt, was Pol. 2, 17, 10 auch damit vrbdt; 2, 39, 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδείκνῡμι: καὶ -δεικνύω· μέλλ. -δείξω, Ἰωνικ. -δέξω. Δεικνύω κρυφίως, τὴν διὰ τοῦ οὔρεος ἀτραπόν... Φωκέες ὑποδεξάμενοι Ἡρόδ. 7. 217· πολλοΐσι ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεός, δείξας μικράν τινα ἀκτῖνα εὐτυχίας, ὁ αὐτ. 1. 32· ὑπ. ἄλλο τι τῶν χρησίμων, δεικνύω ἄλλο τι καλὸν σύμπτωμα, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 196 ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1, 1· ὑπ. ἐλπίδας Πολύβ. 2. 70, 7, κλπ.· ὑπ. τινὰ τοῖς ἀνδράσι, εἰσάγω, Πλούτ. 2. 710C. 2) ἀπολ., δηλῶ τὴν θέλησίν μου, φανερώνω, οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι Ξεν.· Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀνάβ. 5. 7, 12. ΙΙ. δεικνύω χαράττων, σημειώνω τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον πρέπει να γίνῃ τι, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξαι διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ’ ἑκάτερον τὸ χεῖλος, ἐμέτρησε διὰ σχοινίων καὶ ἔβαλε σημεῖα εἰς ἑκάτερον χεῖλος τοῦ ποταμοῦ διὰ 180 διώρυχας, Ἡρόδ. 1. 189· Ὅμηρος καὶ τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα... ὑπέδειξε Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12, πρβλ. Ρητορ. 3. 2, 5· ἀπολ., προβάλλω ὑπόδειγμα, παράδειγμα, τοῦ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος Ξεν. Οἰκ. 12, 18· οὐχ. οἷόν τε μὴ καλῶς ὑποδεικνύοντος καλῶς μιμεῖσθαι, ἂν μή τις δώσῃ καλὸν παράδειγμα, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 5. 2) καθόλου, διδάσκω ἐμμέσως, δι’ ὑποδείξεων καὶ ὑπαινιγμῶν, ὑπ. τινὶ οἵους εἶναι χρή... Ἰσοκρ. 38D, πρβλ. 104Ε, 409Α· σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., τίς ὑπ. ὑμῖν φυγεῖν; Εὐαγγ. κ. Ματθ. γ΄, 7, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 2. 1. 3) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἀρετὴν Θουκ. 4. 86, πρβλ. Πολύδ. 2. 47, 10.
French (Bailly abrégé)
1 montrer, faire entrevoir : τινί τι qch à qqn;
2 offrir en exemple, présenter comme modèle, acc.;
3 montrer indirectement, suggérer, enseigner;
Moy. ὑποδείκνυμαι montrer secrètement, acc..
Étymologie: ὑπό, δείκνυμι.
English (Strong)
from ὑπό and δεικνύω; to exhibit under the eyes, i.e. (figuratively) to exemplify (instruct, admonish): show, (fore-)warn.
English (Thayer)
future ὑποδείξω; 1st aorist ὑπέδειξα; from Herodotus and Thucydides down; the Sept. several times for הִגִּיד;
1. properly, to show by placing under (i. e. before) the eyes: ὑπέδειξεν αὐτοῖς τόν πλοῦτον αὐτοῦ, ὑπό in this compound the force of 'privily'; but cf. Fritzsche on Matthew , p. 126).
2. to show by words and arguments, i. e. to teach (for הורָה, A. V. frequently, to warn): τίνι, followed by an infinitive of the thing, τίνι, followed by indirect discourse, ὅτι, to allow i. e. make known (future things), followed by indirect discourse Acts 9:16.
Greek Monotonic
ὑποδείκνῡμι: και -ύω· μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω·
I. 1. δείχνω μυστικά, κρυφά, σε Ηρόδ.· ὑποδέξας ὄλβον, έχοντας δώσει μία μικρή ακτίνα ευτυχίας, στον ίδ.· ὑποδείκνυμι ἀρετήν, κάνω επίδειξη αρετής, σε Θουκ.
2. απόλ., φανερώνω, δηλώνω την θέλησή μου, σε Ξεν.
II. υποδεικνύω, δείχνω χαράζοντας, σημειώνω το μέρος στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, σε Ηρόδ.· απόλ., θέτω υπόδειγμα, πρότυπο, σε Ξεν.
2. γενικά, διδάσκω εμμέσως ή μέσω ενδείξεως και υπαινιγμών, σε Ισοκρ.· με απαρ., σε Καινή Διαθήκη