ἀμφίβληστρον: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(T22) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τό ([[ἀμφιβάλλω]]), in Greek writings [[anything]] thrown [[around]] [[one]] to [[impede]] his [[motion]], as chains, a [[garment]]; [[specifically]], a [[net]] for [[fishing]] (casting-[[net]]): R G L; Sept.; [[Hesiod]] scut. 215; [[Herodotus]] 1,141; Athen. 10,72, p. 450.) (Synonym: [[see]] [[δίκτυον]], and cf. Trench, § lxiv.; B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, [[net]].) | |txtha=τό ([[ἀμφιβάλλω]]), in Greek writings [[anything]] thrown [[around]] [[one]] to [[impede]] his [[motion]], as chains, a [[garment]]; [[specifically]], a [[net]] for [[fishing]] (casting-[[net]]): R G L; Sept.; [[Hesiod]] scut. 215; [[Herodotus]] 1,141; Athen. 10,72, p. 450.) (Synonym: [[see]] [[δίκτυον]], and cf. Trench, § lxiv.; B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, [[net]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίβληστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] ρίχνεται [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάτι]] ως [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> το [[δίχτυ]] του ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, [[πεζόβολος]], [[αθίβολος]]<br /><b>3.</b> λέγεται μτφ. για τον [[μανδύα]] που έριξαν [[γύρω]] από το [[σώμα]] του Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό [[δίχτυ]], για να τον σκοτώσουν [[επίσης]] για το [[πουκάμισο]] του Νέσσου<br /><b>4.</b> [[δεσμός]], [[δεσμά]]<br /><b>5.</b> (για οικοδομήματα) [[περιτείχισμα]], [[περίβολος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀμφίβληστρα σώματος ράκη», κουρέλια ριγμένα [[ολόγυρα]] στο [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφίβλη</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιβάλλω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρον</i>. Το -<i>σ</i>- της λ. (<i>ἀμφίβλη</i>-<i>σ</i>-<i>τρον</i>) δεν ερμηνεύεται μορφολογικά (παραγωγικά) [[παρά]] μόνον αναλογικά [[προς]] τύπους όπως -<i>βλης</i> ([[ἀβλής]], [[προβλής]]), <i>βλήσιμος</i>, -<i>βλησις</i> <b>κ.τ.ό.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κνῆστρον]] [[αντί]] <i>κνῆτρον</i>, [[ποδόψηστρον]] [[αντί]] <i>ποδόψητρον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιβληστρεύω]], [[ἀμφιβληστροειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A anything thrown round: 1 casting-net, Hes.Sc.215, Hdt.1.141, 2.95; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Men.27, cf. Stratt.7, Epil.1, Ph.Bel.95, Ev.Matt.4.18. b metaph., of the garment thrown like a net over Agamemnon, A.Ag.1382, Ch.492; of the shirt of Nessus, Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀ. S.Tr.1052; ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη rags thrown around body, E.Hel.1079. 2 fetter, bond, A.Pr.81. 3 of encircling walls, ἀμφίβληστρα τοίχων E.IT96.
German (Pape)
[Seite 137] τό, der Umwurf, bes. ein großes Fischernetz, Hes. Sc. 215; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλειν, Men. Poll. 10, 132; Her. 1, 141. 2, 95; N. T. Bei den Tragg. allgem. Umhüllung, adj. ἀμφίβληστρα ῥάκη σώματος Eur. Hel. 1080; Gürtel, Prom. 81 Ag. 1355 Ch. 485; vielleicht auch Soph. Tr. 1041 ein Netz; τοίχων Eur. Iph. T. 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβληστρον: τό, (ἀμφιβάλλω) πᾶν ὅ,τι ῥίπτεται ὁλόγυρα. 1) μικρὸν δίκτυον, κοινῶς «πεζόβολος», Ἡσ. Ἀσπ. 215, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 95· ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 15. β) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἱματίου, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη ὥσπερ δίκτυον ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1382, Χο. 492 καὶ (ἄνευ τινὸς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ.) Σοφ. Τρ. 1052· ὡσαύτως, ἀμφίβληστρα σώματος, ῥάκη, ῥάκη ῥιπτόμενα περὶ τὸ σῶμα, Εὐρ. Ἑλ. 1079. 2) πέδη, δεσμός, Αἰσχύλ. Πρ. 81. 3) ἐπὶ τοίχων, περίβολος, ἀμφίβληστρα τοίχων… ὑψηλὰ Εὐρ. Ι. Τ. 96.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 entrave, lien;
2 filet;
3 enceinte d’un sanctuaire.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1red de pesca o caza, Hes.Sc.215, cf. Hdt.1.141, Stratt.71A, Men.Fr.27, Ph.Bel.95.41, LXX Hb.1.15, Eu.Matt.4.18, Plu.2.977e.
2 fig. (vestido) que es como una red que no permite salvación, del arrojado sobre Agamenón, A.A.1382, Ch.492, de los grilletes de Prometeo, A.Pr.81, de la túnica de Neso Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀ. S.Tr.1052.
3 adj. que cubre ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη E.Hel.1079, cf. Fr.697.
II cerco ἀμφίβληστρα ... τοίχων E.IT 96.
English (Strong)
from a compound of the base of ἀμφότερος and βάλλω; a (fishing) net (as thrown about the fish): net.
English (Thayer)
τό (ἀμφιβάλλω), in Greek writings anything thrown around one to impede his motion, as chains, a garment; specifically, a net for fishing (casting-net): R G L; Sept.; Hesiod scut. 215; Herodotus 1,141; Athen. 10,72, p. 450.) (Synonym: see δίκτυον, and cf. Trench, § lxiv.; B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, net.)
Greek Monolingual
ἀμφίβληστρον, το (Α)
1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ
2. το δίχτυ του ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος
3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα του Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ, για να τον σκοτώσουν επίσης για το πουκάμισο του Νέσσου
4. δεσμός, δεσμά
5. (για οικοδομήματα) περιτείχισμα, περίβολος
6. φρ. «ἀμφίβληστρα σώματος ράκη», κουρέλια ριγμένα ολόγυρα στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβλη- (< ἀμφιβάλλω) + -τρον. Το -σ- της λ. (ἀμφίβλη-σ-τρον) δεν ερμηνεύεται μορφολογικά (παραγωγικά) παρά μόνον αναλογικά προς τύπους όπως -βλης (ἀβλής, προβλής), βλήσιμος, -βλησις κ.τ.ό. (πρβλ. και κνῆστρον αντί κνῆτρον, ποδόψηστρον αντί ποδόψητρον).
ΠΑΡ. ἀμφιβληστρεύω, ἀμφιβληστροειδής.