παίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(T22)
(30)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἔπαισά; from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for הִכָּה; to [[strike]], [[smite]]: [[with]] the fists, ῤαπίζω, 2); to [[sting]] (to [[strike]] or [[wound]] [[with]] a [[sting]]), Revelation 9:5.
|txtha=1st aorist ἔπαισά; from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for הִכָּה; to [[strike]], [[smite]]: [[with]] the fists, ῤαπίζω, 2); to [[sting]] (to [[strike]] or [[wound]] [[with]] a [[sting]]), Revelation 9:5.
}}
{{grml
|mltxt=[[παίω]] και βοιωτ. τ. πήω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτη) [[χτυπώ]] με το [[κουπί]] («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) [[βάλλω]] («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διώχνω]] («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά<br /><b>6.</b> [[συγκρούομαι]] με [[κάτι]] («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[πληγώνω]] («ἐς [[τάχος]] παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῑς ῥήμασι», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά με τη [[δίψα]]) [[καταπαύω]], [[σβήνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[παίω]] προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>παFίω</i> (<b>πρβλ.</b> [[καίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καFyω</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]». Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. [[πρέπει]] να ήταν: <i>παύσω</i> και <i>ἔπαυσα</i>, από τους οποίους στη [[συνέχεια]] προήλθε το ρ. [[παύω]], ενώ οι τ. <i>παίσω</i>, <i>ἔπαισα</i> θεωρούνται μτγν. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[παίω]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>παίσω</i> και συνδέεται με το λατ. <i>pinso</i> «[[κόπτω]], [[σπάζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. [[παίω]] με τις λ. [[παιάν]] και [[πταίω]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίω Medium diacritics: παίω Low diacritics: παίω Capitals: ΠΑΙΩ
Transliteration A: paíō Transliteration B: paiō Transliteration C: paio Beta Code: pai/w

English (LSJ)

Boeot. πήω Hdn.Gr.2.949; Att. 2sg. imper.

   A παῖ X.Cyn.6.18 codd.: fut. παίσω E.El.688, X.An.3.2.19, παιήσω Ar.Nu.1125, Lys.459: aor. ἔπαισα Supp.Epigr.2.509.4, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: pf. πέπαικα LXX Nu.22.28, (ὑπερ-) Ar.Ec.1118, D.50.34:—Med., impf. ἐπαιόμην Plu.Pomp.24: aor. ἐπαισάμην X. Cyr.7.3.6:—Pass., aor. ἐπαίσθην A.Th.957, Ch.184, Luc.Salt.10: pf. πέπαισμαι (ἐμ-) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (παίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant.171); and ἐπάταξα (from πατάσσω) was generally used as aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon, σκυτάλοισί τινας Hdt.3.137, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted, παισθεὶς ἔπαισας Id.Th.957; παῖε πᾶς strike home!, E.Rh.685; παισάτω πᾶς (παῖς codd.), παῖ δή, παῖ δή X.Cyn. l.c.; π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107; π. τινὰ μάστιγι S.Aj.242 (lyr.), etc.; π. ὑφ' ἧπαρ αὑτήν Id.Ant.1315; παίσας πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ E.Or.1063; π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.Nu.549; εἰς τὰ στέρνα X.Cyr. 4.6.4; τινὰ ἐς πλευρὰν ξίφει E.Rh.794; κατὰ τὸ στέρνον X.An.1.8.26; κάρα S.Aj.308, cf. OT1270; τὸν νῶτόν τινος Alciphr.3.43: c. dupl. acc., π. ῥοπάλῳ τινὰ τὸ νῶτον Ar.Av.497: c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν) ; S.Ant.1309 (lyr.); π. ἅλμην, of rowers, A.Pers.397, E.IT1391:—Med., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—Pass., παιομένους Th.4.47, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; πὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6.    b rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—Pass., τὰ παιόμενα τοῖς κεραυνοῖς Plu.2.665d; of atoms, παίονται καὶ παίουσι τὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e.    2 c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against... A.Pers.409; π. λαιμῶν εἴσω ξίφος E.Or.1472 (lyr.); [ναῦς] θάλασσα π. πρὸς χωρία δύσορμα Plu.Pyrrh.15: metaph., ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς . . μέγα βάρος ἔπαισεν S.Ant.1274 (lyr.).    3 drive away, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ar.V.456.    4 of sexual intercourse, Id.Pax874.    5 hit hard in speaking, π. στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν Id.Ach.686, cf. Lib. Or.63.34.    6 metaph., quench one's thirst, διψῶντα . . ὄξει παίειν Eub. 138 (anap.); cf. πατάσσω 11.2.    II intr., strike, dash against or upon, λόγοι παίουσ' εἰκῇ πρὸς κύμασιν ἄτης A.Pr.885 (anap.); πρὸς τὰς πέτρας π. X.An.4.2.3: c. acc., ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, of a charioteer, S.El.745. (From Παϝιω, cf. Lat. pavio, pavimentum.)    III devour, παίειν ἐφ' ἁλὶ τὴν μάδδαν Ar.Ach.835, cf. Hsch.; perh. to be read in Epich. 35.12: it has been doubted whether this is the same word as παίω 1, but cf. ἐρείδω 11.2, κόπτω 1.10, σποδέω 111, φλάω 1.2.

German (Pape)

[Seite 444] fut. gew. παιήσω, Ar. Nubb. 1109 Lys. 459, aor. immer ἔπαισα, aor. pass. ἐπαίσθην, 1) schlagen, hauen; absolut, παῖε πᾶς, schlag zu, Eur. Rhes. 685; gew. c. accus., παῖε πᾶς τὸν μιαρόν, Ar. Ach. 282; παίειν τινὰ ἐς τὴν γῆν, Einen zu Boden schlagen, Her. 9, 107; παισθεὶς ἔπαισας, Aesch. Spt. 940; ἐπαίσθην ὡς διανταίῳ βέλει, Ch. 182; auch πότμος ἔπαισεν ἕρμα, Ag. 978; παίσαντές τε καὶ πληγέντες, von den sich wechselseitig Tödtenden, Soph. Ant. 171; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις; warum gab mir keiner den Todesstoß? 1294; u. von schwerem Unglück, εἰ δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς μέγα βάρος μ' ἔχων ἔπαισεν, Ant. 1260; τόδ' εἰ στέρνον παίειν προθυμῇ, παῖσον; Ar. παίειν εἰς τὴν γαστέρα, Nubb. 541; παιόμενος, Plat. Legg. IX, 872 c; μαχαίρᾳ, λόγχῃ, Xen. An. 5, 9, 5. 8, 16; ὀλίγας, sc. πληγάς, 5, 8, 12; auch von Wurfgeschossen, 1, 8, 26, vgl. mit D. Sic. 14, 23 u. Plut. Artax. 11; med. ἐπαίσατο τὸν μηρόν, Xen. Cyr. 7, 3, 6. – Vom Beischlaf, Ar. Pax 839, bei dem παίειν ἐφ' ἁλὶ τὴν μάδδαν, Ach. 800, das hastige Essen (vulgär »hineinschlagen«) bedeutet. – 2) intransit., hinschlagen, anschlagen, λίθοι φερόμενοι παίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 2; u. übertr., θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ' εἰκῆ στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης, Aesch. Prom. 887.

Greek (Liddell-Scott)

παίω: (Α), Βοιωτικ. πήω Ἠρῳδιαν. π. μον. λέξ. 43. 27· μέλλ. παίσω Εὐρ. Ἠλ. 688, Ξεν., παιήσω Ἀριστοφ Νεφ. 1125, Λυσ. 459· ἀόρ. ἔπαισα Τραγ., Ξεν.· πρκμ. πέπαικα (ὑπέρ·) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118, Δημ. 1217. 18. - Μέσ., μέλλ. παιήσομαι Ἑβδ. ἀόρ. ἐπαισάμην Ξεν. - Παθ., ἀόρ. ἐπαίσθην Αἰσχύλ. Θήβ. 961, Χο. 184· πρκμ. πέπαισμαι (ἐμ-) Ἀθήν. 543F - ἀλλ’ οἱ παθ. χρόνοι κυρίως παρελαμβάνοντο ἐκ τοῦ πλήσσω (ὅθεν ὁ Σοφ. λέγει: παίσαντες καὶ πληγέντες, οὐχὶ παισθέντες, Ἀντ. 171)· καὶ τὸ ἐπάταξα (ἐκ τοῦ πατάσσω) συνήθως ἦτο ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι ἦτο ΠΑϜ, πρβλ. Λατ. pav-io, de-puvere, Lucil. παρὰ Fest.) Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει ἐνίοτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. ἀντὶ τοῦ τύπτωπατάσσω, πρβλ. πλήσσω ἐν τέλ., καὶ ἴδε κατωτ.), τύπτω, κτυπῶ, εἴτε διὰ τῆς χειρὸς εἴτε διὰ ῥάβδου εἴτε δι’ ὅπλου ὡς τὸ οὑτάω, Ἡρόδ. 3. 137, Αἰσχύλ. κτλ.· καὶ συχν. παραλειπομένης τῆς αἰτ., παισθεὶς ἔπαισας Αἰσχύλ. Θήβ. 961 (ἴδε πλήσσω ἐν τέλ.)· παῖε, παῖε, παῖε πᾶς, κτυπεῖτε, κτυπεῖτε, κτυπεῖτε ὅλοι, Εὐρ. Ρησ. 685· π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 9. 107· π. τινὰ μάστιγι, μαχαίρᾳ, λόγχῃ Σοφ. Αἴ. 242, κτλ.· πὺξ π. Λυσ. 101. 13· ὑφ’ ἧπαρ π. τινὰ Σοφ. Ἀντ. 1315· π. τινὰ προς ἧπαρ φασγάνῳ Εὐρ. Ὀρ. 1063· π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 549· εἰς τὰ στέρνα Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· κατὰ τὸ στέρνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1. 8, 26· κάρα Σοφ. Αἴ. 308, πρβλ. Ο. Τ. 1270· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., ῥοπάλῳ π. τινὰ τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ὄρ. 497, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 794, Ἀλκίφρων 3. 43· - καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀλίγας π. (ἐξυπ. πληγὰς) Ξεν. Ἀν. 5. 8, 12· τὶ μ’ οὐκ ἀνταίαν ἔπαισὲν τις. (δηλ. πληγήν); Σοφ. Ἀντ. 1307· - π. ἅλμην, ἐπὶ κωπηλατῶν. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1391. - Μέσ., ἐπαίσατο τὸν μηρόν, ἔπληξε τὸν μηρὸν του, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 6, πρβλ. Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικα εἰς Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 505. - Παθητ., παιομένους Θουκ. 4. 47, ἴδε ἐν ἀρχ. β) σπανίως ὡς τὸ βάλλω, ἐπὶ βελῶν, ἀκοντίων ἢ βλημάτων οἵων δήποτε, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18, Ἀν. 1. 8, 26, καὶ Πλούτ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου, κτυπῶ, κρούω τι κατὰ τινος, ναῦς ἐν νηὶ στόλον ἔπαισε, ἐνέπηξε μεθ’ ὁρμῆς τὸ ἔμβολον τῆς πρῴρας.., Αἰσχύλ. Πέρσ. 409· π. λαιμῶν ἔσω ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 1472· καὶ μεταφορ., ἐν δ’ ἐμῷ κάρα θεός.. μέγα βάρος ἔπαισεν Σοφ. Ἀντ. 1274· ἔπαισας ἐπὶ νόσῳ νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 544. 3) ἀποδιώκω, τοὺς σφήκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ἀριστοφ. Σφ. 456. 4) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ὡς τὸ κρούω καὶ Λατ. tundo, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 874. 5) «κτυπῶ», πληγώνω διὰ τοῦ λόγου, ὡς τὸ ῥήματα ἐρείδειν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 686. 6) παίειν οἴνῳ, ἴδε πατάσσω ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., «κτυπῶ» κατὰ τινος, συγκρούομαι, προσαράττω, Λατ. illido, λόγοι παίουσ’ εἰκῇ πρὸς κύμασιν ἄτης Αἰσχύλ. Πρ. 885, οὕτω, πρὸς τὰς πέτρας π. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· παίειν πρὸς τὰ στήθη Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 6· πρὸς τὸν λίθον Κωμ. Ἀνώνυμ. 370 ἀλλὰ καὶ μετ’ αἰτ., παίειν ἄφαντον ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007 (ἀλλ’ ἴσως λέξεις τινὲς ἐξέπεσον καὶ ἐλλείπουσι)· λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Σοφ. Ἠλ. 745· - ἐντεῦθεν αἱ λέξεις: ἔμπαιος, πρόσπαιος, παραπαίω.

French (Bailly abrégé)

f. παίσω ou παιήσω, ao. ἔπαισα, pf. πέπαικα;
Pass. ao. ἐπαίσθην, pf. πέπαισμαι;
I. tr. 1 battre, frapper ; τινα μάστιγι SOPH, βέλει ESCHL, μαχαίρᾳ XÉN frapper qqn d’un fouet, d’un trait, d’une épée ; τινα εἰς τὴν γῆν HDT jeter qqn à terre en le frappant ; παίειν ἅλμην EUR frapper la mer de la rame ; θάλασσα παίουσα (τὰς ναῦς) πρὸς χωρία δύσορμα PLUT mer qui rejette les navires contre un litoral inabordable;
2 fig. παίειν τινὰ ἐν κάρᾳ SOPH atteindre qqn à la tête, càd faire perdre contenance ; παίειν ἐπὶ νόσῳ νόσον SOPH faire blessure sur blessure;
II. intr. se heurter : πρός τι contre qch;
Moy. παίομαι frapper sur soi : τὸν μηρόν XÉN se frapper la cuisse.
Étymologie: DELG rien de clair.
2dévorer.
Étymologie: DELG de παίω « se taper de la nourriture ».

English (Strong)

a primary verb; to hit (as if by a single blow and less violently than τύπτω); specially, to sting (as a scorpion): smite, strike.

English (Thayer)

1st aorist ἔπαισά; from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. mostly for הִכָּה; to strike, smite: with the fists, ῤαπίζω, 2); to sting (to strike or wound with a sting), Revelation 9:5.

Greek Monolingual

παίω και βοιωτ. τ. πήω (Α)
1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)
2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.)
3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῑν», Ξεν.)
4. διώχνω («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
5. συνευρίσκομαι ερωτικά
6. συγκρούομαι με κάτι («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», Ξεν.)
7. καταβροχθίζω
8. μτφ. α) (για λόγο) πληγώνω («ἐς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῑς ῥήμασι», Αριστοφ.)
β) (σχετικά με τη δίψα) καταπαύω, σβήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. παίω προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. παFίω (πρβλ. καίω < καFyω) και συνδέεται με το λατ. pavio «χτυπώ». Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. πρέπει να ήταν: παύσω και ἔπαυσα, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθε το ρ. παύω, ενώ οι τ. παίσω, ἔπαισα θεωρούνται μτγν. Η άποψη ότι το ρ. παίω προέρχεται από αμάρτυρο τ. παίσω και συνδέεται με το λατ. pinso «κόπτω, σπάζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η σύνδεση του ρ. παίω με τις λ. παιάν και πταίω.