ἀνώτερος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(T22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from [[ἄνω]], cf. [[κατώτερος]], [[see]] Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), [[higher]]. The neuter ἀνώτερον as adverb, [[higher]];<br /><b class="num">a.</b> of [[motion]], to a [[higher]] [[place]], (up [[higher]]): in a [[higher]] [[place]], [[above]] i. e. in the [[immediately]] [[preceding]] [[part]] of the [[passage]] quoted, Hob. 10:8. Similarly [[Polybius]] 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, [[with]] a genitive.) | |txtha=ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from [[ἄνω]], cf. [[κατώτερος]], [[see]] Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), [[higher]]. The neuter ἀνώτερον as adverb, [[higher]];<br /><b class="num">a.</b> of [[motion]], to a [[higher]] [[place]], (up [[higher]]): in a [[higher]] [[place]], [[above]] i. e. in the [[immediately]] [[preceding]] [[part]] of the [[passage]] quoted, Hob. 10:8. Similarly [[Polybius]] 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, [[with]] a genitive.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνώτερος]], -α, -ον)<br />υψηλότερος, [[υπέρτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη [[διαβάθμιση]] ή κατέχει υψηλότερο [[αξίωμα]] από άλλους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανώτερος]] [[άνθρωπος]]» — [[αξιόλογος]], [[εκλεκτός]], [[ολοκληρωμένος]] ηθικά και πνευματικά<br />β) «[[ανώτερος]] χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό [[κέρδος]], [[αφιλοχρήματος]]<br />γ) «ανωτέρα [[διαταγή]]» — αυτή που προέρχεται από υψηλή [[δημόσια]] [[αρχή]]<br />δ) «ανωτέρα βία, [[δύναμη]]» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει [[κάποιος]]<br />ε) «και σ' ανώτερα» — [[ευχή]] για μεγαλύτερη [[επιτυχία]] (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη [[περίπτωση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο [[τόπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, Comp. Adj. from ἄνω (B),
A upper, higher, Arist.HA 496b35, D.H.Rh.1.1, Luc.Asin.9; ἐπιβουλῆς ἀ. γέγονεν got the better of, Nic.Dem.p.25 D.; neut. as Adv., Arist.HA503b18; above, LXX Le.11.21; earlier in a book, Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1; to a higher place, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. ἄνω.
German (Pape)
[Seite 269] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώτερος: -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus haut, supérieur.
Étymologie: ἄνω.
Spanish (DGE)
-ον
adj. compar. de ἄνω
I 1más elevado ὁ δεξιός (νεφρός) Arist.HA 497a1
•de pers. más alto Luc.Asin.9.
2 triunfador τῆς ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν triunfó sobre el complot Nic.Dam.Vit.Caes.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los naufragios Dionysius en Wien.Stud. 20.31.
II adv. -τερον
1 hacia arriba προσανάβηθι ἀνώτερον Eu.Luc.14.10.
2 más arriba como prep. κεῖται ... ὁ ἐγκέφαλος ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.HA 503b18, ἀ. τῶν ποδῶν LXX Le.11.21.
3 más en el interior ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.Per.100.
4 antes en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1.
5 en términos más generales ἀνώτερον ἐπιζητεῖν Arist.EN 1155b2.
English (Strong)
comparative degree of ἄνω; upper, i.e. (neuter as adverb) to a more conspicuous place, in a former part of the book: above, higher.
English (Thayer)
ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from ἄνω, cf. κατώτερος, see Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), higher. The neuter ἀνώτερον as adverb, higher;
a. of motion, to a higher place, (up higher): in a higher place, above i. e. in the immediately preceding part of the passage quoted, Hob. 10:8. Similarly Polybius 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, with a genitive.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.