κροκόδειλος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(22)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδειλος]] (AM [[κροκόδειλος]] και [[κορκόδειλος]], Α και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδριλλος]] και [[κορκότιλος]] και κροκύδιλος)<br />σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων [[ερπετό]] της τάξης κροκοδείλια<br /><b>αρχ.</b><br />διάφορα είδη σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κροκό</i>-<i>διλος</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κροκό</i>-<i>δριλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] «[[χαλίκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρῖλος]] «[[σκουλήκι]]», με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φρατρία]]: [[φατρία]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -<i>ει</i>- του τ. [[κροκόδειλος]] οφείλεται σε [[σφάλμα]] ιωτακισμού, ενώ ο [[σχηματισμός]] του τ. [[κορκόδειλος]] σε [[μετάθεση]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>crocodilus</i> και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crocodile</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κροκοδ</i>(<i>ε</i>)<i>ιλίζω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κροκοδιλέα]], [[κροκοδίλεον]], [[κροκοδιλιάς]], [[κροκοδίλινος]], [[κροκοδιλίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροκοδείλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κροκοδιλόβρωτος]], [[κροκοδιλόδηκτος]], [[κροκοδιλοειδής]], <i>κροκοδιλοπάρδαλις</i>, [[κροκοδιλοτάφιον]]].
|mltxt=και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδειλος]] (AM [[κροκόδειλος]] και [[κορκόδειλος]], Α και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδριλλος]] και [[κορκότιλος]] και κροκύδιλος)<br />σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων [[ερπετό]] της τάξης κροκοδείλια<br /><b>αρχ.</b><br />διάφορα είδη σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κροκό</i>-<i>διλος</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κροκό</i>-<i>δριλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] «[[χαλίκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρῖλος]] «[[σκουλήκι]]», με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φρατρία]]: [[φατρία]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -<i>ει</i>- του τ. [[κροκόδειλος]] οφείλεται σε [[σφάλμα]] ιωτακισμού, ενώ ο [[σχηματισμός]] του τ. [[κορκόδειλος]] σε [[μετάθεση]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>crocodilus</i> και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crocodile</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κροκοδ</i>(<i>ε</i>)<i>ιλίζω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κροκοδιλέα]], [[κροκοδίλεον]], [[κροκοδιλιάς]], [[κροκοδίλινος]], [[κροκοδιλίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροκοδείλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κροκοδιλόβρωτος]], [[κροκοδιλόδηκτος]], [[κροκοδιλοειδής]], <i>κροκοδιλοπάρδαλις</i>, [[κροκοδιλοτάφιον]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κροκόδειλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> σαυροειδές [[ερπετό]], αρχικά Ιων. [[λέξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[σαύρα]] του Νείλου, ο [[κροκόδειλος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1512] ὁ, 1) das Krokodil, die größte u. gefährlichste Nileidechse, Her. 2, 68 ff.; ὁ ποτάμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ, Arist. H. A. 1, 11. 2, 10; – nach Her. 2, 69 bedeutet es eigentlich jede Eidechse, daher ὁ κρ. χερσαῖος = Landeidechse, 4, 192; Arist. H. A. 5, 33. – 2) ein sophistischer Schluß, Rhett. Die ihm, u Grunde liegende Geschichte erzählt Luc. Vit. auct. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόδειλος: ὁ, σαύρα κυρίως λέξις Ἰωνική, Ἡρόδ. 2. 69· κρ. χερσαῖοι, μεγάλαι σαῦραι τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, ὁ αὐτ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 320, Αἰλ. π. Ζ. 1. 58. 2) ἡ μεγίστη σαύρα τοῦ Νείλου, ὁ κροκόδειλος, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων χάμψα, Ἡρόδ. 2. 68 κἑξ.· εὕρηται δὲ καὶ ἐν τῷ Ἰνδῷ, ὁ αὐτ. 4. 44· καλούμενος δὲ πρὸς διάκρισιν, ὁ κρ. ὁ ποτάμιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10, κτλ.· αὐξάνεται δὲ εἰς μῆκος δεκαεπτὰ πήχεων, αὐτόθι 5. 33, 5. ΙΙ. ὄνομα σοφίσματός τινος, ἴδε Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 1. 2, Βίων Πρᾶσιν 22· ὡσαύτως κροκοδειλίτης, ὁ, Ρήτορες (Walz) 4. 154., 7. 163· κροκοδείλινος λόγος Κλήμ. Ἀλ. 651· crocodilinae ambiguitates, ὡς τὸ κερατίναι, Κοϊντιλ.· ἴδε Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108, Spald. εἰς Κοϊντιλ. 1. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 crocodile, animal ; κροκόδειλος χερσαῖος, sorte de grand lézard;
2 sorte de sophisme.
Étymologie: p.-ê. par dissimil. p. κροκόδειρος, litt. « à la peau jaunâtre », de κρόκος, δέρω.

Greek Monolingual

και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος)
σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό της τάξης κροκοδείλια
αρχ.
διάφορα είδη σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό-διλος πιθ. < κροκό-δριλος < κρόκη «χαλίκι» + δρῖλος «σκουλήκι», με ανομοίωση του -ρ- (πρβλ. φρατρία: φατρία). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -ει- του τ. κροκόδειλος οφείλεται σε σφάλμα ιωτακισμού, ενώ ο σχηματισμός του τ. κορκόδειλος σε μετάθεση. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crocodilus και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. crocodile).
ΠΑΡ. κροκοδ(ε)ιλίζω
αρχ.
κροκοδιλέα, κροκοδίλεον, κροκοδιλιάς, κροκοδίλινος, κροκοδιλίτης
νεοελλ.
κροκοδείλιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροκοδιλοβοσκός, κροκοδιλόβρωτος, κροκοδιλόδηκτος, κροκοδιλοειδής, κροκοδιλοπάρδαλις, κροκοδιλοτάφιον].

Greek Monotonic

κροκόδειλος: ὁ,
1. σαυροειδές ερπετό, αρχικά Ιων. λέξη, σε Ηρόδ.
2. η σαύρα του Νείλου, ο κροκόδειλος, στον ίδ.