αὔω: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὔω:''' Αττ. [[αὕω]], [[καίω]], [[ανάβω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]] φως, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το [[εὕω]]· απ' όπου [[αὐαίνω]], [[αὐχμός]]).<br /><b class="num">• [[αὔω]]:</b> μέλ. ἀΰσσω [ῡ]· αόρ. αʹ [[ἤϋσα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]], [[καλώ]] [[δυνατά]], σε Όμηρ.· αὖε δ' [[Ἀθήνη]], <i>μακρὸν ἄϋσε</i> κ.λπ., στον ίδ.· επίσης σε Τραγ.· με σύστ. αντ., [[εκβάλλω]], <i>στεναγμόν</i>, [[αὐδάν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., επικαλούμαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] λέγεται για [[πράγμα]], ηχώ, [[κουδουνίζω]], <i>ἀσπὶς ἄϋσεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[αὖος]] (η [[ρίζα]] είναι <i>ΑϜ</i>, [[συγγενής]] προς το [[ἄημι]]· απ' όπου [[ἀϋτή]]). | |lsmtext='''αὔω:''' Αττ. [[αὕω]], [[καίω]], [[ανάβω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]] φως, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το [[εὕω]]· απ' όπου [[αὐαίνω]], [[αὐχμός]]).<br /><b class="num">• [[αὔω]]:</b> μέλ. ἀΰσσω [ῡ]· αόρ. αʹ [[ἤϋσα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]], [[καλώ]] [[δυνατά]], σε Όμηρ.· αὖε δ' [[Ἀθήνη]], <i>μακρὸν ἄϋσε</i> κ.λπ., στον ίδ.· επίσης σε Τραγ.· με σύστ. αντ., [[εκβάλλω]], <i>στεναγμόν</i>, [[αὐδάν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., επικαλούμαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] λέγεται για [[πράγμα]], ηχώ, [[κουδουνίζω]], <i>ἀσπὶς ἄϋσεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[αὖος]] (η [[ρίζα]] είναι <i>ΑϜ</i>, [[συγγενής]] προς το [[ἄημι]]· απ' όπου [[ἀϋτή]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὔω:''' <b class="num">I</b> атт. тж. [[αὕω]] зажигать Hom., Arph.<br /><b class="num">II</b> (fut. ἀΰσω с ῡ, aor. [[ἤϋσα]] и [[ἄϋσα]] с ῡ)<br /><b class="num">1)</b> кричать, восклицать Hom., Aesch., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> звенеть, бряцать (ἀσπὶς ἄϋσεν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> испускать, издавать (στεναγμόν, [[αὐδάν]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> громко звать, призывать (τινά Hom., Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(A),
A get a light, light a fire, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι Od.5.490: —Med., take fire, Arat.1035.—Only poet. (Cf. ἐναύω, etc.; from αὐσιω, cf. ONorse ausa 'sprinkle', Lat. haurio, haustum.)
αὔω (B), fut.
A ἀΰσω E.Ion 1446: aor. ἤϋσα (v. infr.):—cry out, shout, call aloud, freq. in Hom., αὖε δ' Ἀθήνη Il.20.48, cf. Call.Dian.56 sq.; κέκλετ' ἀΰσας Il.4.508, cf. 6.66, etc.; μακρὸν ἄϋσε 5.101; ἤϋσε . . μέγα τε δεινόν τε ὄρθια 11.10; ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον ib.275, etc.:—also in Trag., αὔειν λακάζειν A.Th.186; μηδὲν μέγ' ἀΰσῃς S.El.830 (lyr.); δεινὸν δ' ἀΰσας OT1260: c. acc. cogn., utter, στεναγμὸν . . ἀΰσατ' E. Supp.800 (lyr.); τίν' αὐδὰν ἀΰσω; Id.Ion1446. 2 c. acc. pers., call upon, αὖε δ' ἑταίρους Il.11.461, 13.475, cf. Od.9.65, Theoc.13.58. 3 rarely of things, ring, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς . . ἄϋσεν Il.13.409 (v. sub αὖος 2); of the sea, roar, A.R.2.566. [In pres. and impf. αὐ- is a diphthong; in fut. and aor. a disyll. ᾰῡσω, ἤῡσα.]
αὔω (C),
A = ἄω (A) II, ἰαύω, Nic.Th.263,283.
German (Pape)
[Seite 406] wird als Stamm von ἰαύω u. ψαύω von den Grammatikern angeführt). impf. αὖον, fut. ἀΰσω, aor. ἀϋσαι (mit ἄω, ἄημι zusammenhängend), schreien, rufen, αὖε Il. 20, 48. 51; oft mit μακρόν, μέγα, δεινόν verbunden, αἱ δ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν Od. 6, 117; τῷ δ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε Il. 5, 101; δεινὸν ἀύσαντες 16, 566, u. oft in diesem partic.; Aesch. Spt. 168; Eur. Suppl. 821; τινά, Einen rufen, αὖε δ' ἑταίρους Il. 11, 461; τρὶς ἕκαστον ἀῦσαι Od. 9, 65; von leblosen Dingen, ertönen, καρφαλέον ἀσπὶς ἄυσεν Il. 13, 409; vom Panzer, αὖον ἄυσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί 13, 441; vom Tosen des Meeres Ap. Rh. 2, 567. S. ἀϋτέω. att. αὕω (ausdörren), anzünden, Od. 5, 490 ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔῃ, Feuer wo anders herholen. – Med. sich entzünden, Arat. 1034. S. compp.
Greek (Liddell-Scott)
αὔω: Ἀττ. αὕω (πρβλ. ἀφαύω)· ἀναύω, ἀνάπτω, ἀνάπτω πῦρ, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι Ὀδ. Ε. 490, ― ἔνθα οἱ Ἀττικοὶ θὰ ἔλεγον ἐναύοι, πρβλ. Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 589) ἐν τοῖς Α. Β. 13. ― Μέσ. ἀνάπτομαι, «παίρνω φωτιά», Ἄρατ. 1035. ― Μόνον ποιητ. πρβλ. ἀφαύω, ἐναύω, (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις αὗος, αὐαίνω, αὐσταλέος, αὐστηρός, αὐχμός, ὡσαύτως εὔω ἤ εὕω, εὕστρα, Εὖρος, πρβλ. Σανσκρ. ush, ôshâmi (καίω), ushnas (θερμός)· Λατ. uro (√us), ustus, Auster (;))
μέλλ. ἀΰσω: ἀόρ. ἤϋσα· [ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατ. τὸ αυ- εἶναι δίφθογγος, ἐν δὲ τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. δύο συλλαβαὶ ᾽ᾰῡσα, ἤῡσα, πρβλ. ἐπαύω]. Βοῶ ἰσχυρῶς, φωνάζω, κράζω μεγαλοφώνως, «χουγιάζω», συχνὸν παρ’ Ὁμ., αὖε δ’ Ἀθήνη Ἰλ. Υ. 48· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 56, κἑξ.· κέκλετ’ ἀΰσας Δ. 508, πρβλ. Ζ. 66, κτλ.· μακρὸν ἄϋσε Ε. 301· ἔνθα στᾶσ’ ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι’ Λ. 10· ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον αὐτόθι 275, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., αὔειν, λακάζειν Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μηδὲν μέγ’ ἀΰσῃς Σοφ. Ἠλ. 830· δεινὸν δ’ ἀΰσας Ο. Τ. 1260· μετὰ συστοίχου αἰτ., ἀφίημι, ἐκβάλλω, ἐκπέμπω, στεναγμὸν… ἀΰσατ’ Εὐρ. Ἱκ. 798· τίν’ αὐδὰν ἀΰσω ὁ αὐτ. Ἴων 1446· ἤϋσεν φωνὴν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4748. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., καλῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, αὖε δ’ ἑταίρους Ἰλ. Λ. 461., Ν. 475, πρβλ. Ὀδ. Ι. 65, Θεόκρ. 13. 58. 3) σπάν. ἐπὶ πράγμ., ἠχῶ, καρφάλεον δέ οἱ… ἀσπὶς ἄϋσεν Ἰλ. Υ. 409 (ἴδε ἐν λ. αὖος 1)· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, βρέμω, ῥοθῶ, παταγῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 566· (ἐντεῦθεν ἀϋτή, ἀϋτέω ἰω-ή (= ἰωF-ή)· ἡ δὲ πρώτη ῥίζα εἶναι αF-, ἄημι ὅ ἴδε).
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
(1): kindle; ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι, that he might not have to ‘get a light’ elsewhere, Od. 5.490†.
English (Autenrieth)
(2), ipf. αὖον, aor. ἤῦσα, ἄῦσα, inf. ἀῦσαι, part. ἀύσᾶς: call aloud, with exertion of the voice, halloo; often with μακρόν, ‘afar,’ Il. 3.81, etc.; ἔνθα στᾶσ' ἤῦσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε | ὄρθια, Il. 11.10; with acc., Il. 11.461, Il. 13.477, Od. 9.65; of inanimate things, resound, ring, Il. 13.409. Cf. ἀῦτή.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὕω Od.5.490 (l. de Demetr.Ix.24 ad loc. donde αὔοι cód.), Hdn.Gr.2.132
1 sacar fuego, prender ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕῃ Od.l.c.
•en v. med.-pas. arder ὅτε ... πῦρ αὔηται σπουδῇ Arat.1035.
2 desecar Hdn.Gr.l.c.
• Etimología: De la raíz *°Heus- presente en εὕω q.u. c. grado ø y prótesis, y rel. c. lat. haurio, anórd. ausa. Cf. αὖος.
dormir Nic.Th.263, 283.
• Etimología: v. ἰαύω
• Prosodia: [en fut. y aor. el diptongo se resuelve ἀῡ-]
• Morfología: [beoc. part. aor. ἀούσας Corinn.1.1.25]
I intr.
1 c. suj. de pers. gritar αὖε δ' Ἀθήνη Il.20.48, cf. 51, αὖε ... Αἴτνη Call.Dian.56, cf. Nonn.D.29.293, κέκλετ' ἀΰσας Apolo a los troyanos Il.4.508, cf. 21.307, αὔειν, λακάζειν A.Th.186, παῖδες ἄϋσαν Theoc.8.28, c. ac. int. στεναγμὸν ... ἀύσατ' E.Supp.800 (cód.), τίν' αὐδὰν αὔσω ...; E.Io 1446, c. ac. adverb. μακρὸν ἄϋσε Il.3.81, 5.101, ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι' Il.11.10, αἰ αῖ ἐγώ, μέγ' ἄϋσα Erinn.SHell.401.16, cf. Il.14.147, S.El.830, Theoc.22.144, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Il.8.227, 11.275, 13.149, δεινὸν δ' ἀΰσας S.OT 1260.
2 c. suj. de cosa hacer ruido, resonar καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ... ἄϋσεν el escudo te resonó secamente, Il.13.409, cf. 441
•del mar bramar αὖε ... πόντος A.R.2.566.
II tr. c. suj. y obj. de pers. llamar αὖε δ' ἑταίρους Il.11.461, 13.477, Od.9.65, τρὶς μὲν Ὕλαν ἄυσεν Theoc.13.58, ἔρχομαι· τί μ' αὔεις; Tim.1.1.
• Etimología: Prob. rel. c. la raíz que aparece alargada en d en αὐδή < *Hu̯ēd / *Hud- aunque es posible también un origen onomatopéyico.
Greek Monotonic
αὔω: Αττ. αὕω, καίω, ανάβω φωτιά, ανάβω φως, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το εὕω· απ' όπου αὐαίνω, αὐχμός).
• αὔω: μέλ. ἀΰσσω [ῡ]· αόρ. αʹ ἤϋσα·
1. κραυγάζω, φωνάζω, καλώ δυνατά, σε Όμηρ.· αὖε δ' Ἀθήνη, μακρὸν ἄϋσε κ.λπ., στον ίδ.· επίσης σε Τραγ.· με σύστ. αντ., εκβάλλω, στεναγμόν, αὐδάν, σε Ευρ.
2. με αιτ. προσ., επικαλούμαι, σε Όμηρ.
3. σπανίως λέγεται για πράγμα, ηχώ, κουδουνίζω, ἀσπὶς ἄϋσεν, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αὖος (η ρίζα είναι ΑϜ, συγγενής προς το ἄημι· απ' όπου ἀϋτή).
Russian (Dvoretsky)
αὔω: I атт. тж. αὕω зажигать Hom., Arph.
II (fut. ἀΰσω с ῡ, aor. ἤϋσα и ἄϋσα с ῡ)
1) кричать, восклицать Hom., Aesch., Soph.;
2) звенеть, бряцать (ἀσπὶς ἄϋσεν Hom.);
3) испускать, издавать (στεναγμόν, αὐδάν Eur.);
4) громко звать, призывать (τινά Hom., Theocr.).