σταυρόω: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σταυρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφράζω]] με πασσάλους, [[περιχαρακώνω]] έναν [[τόπο]] με παλούκια, [[οχυρώνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σταυρώνω]], [[θανατώνω]] κάποιον καρφώνοντάς τον στο σταυρό, σε Πολύβ., Κ.Δ. | |lsmtext='''σταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σταυρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφράζω]] με πασσάλους, [[περιχαρακώνω]] έναν [[τόπο]] με παλούκια, [[οχυρώνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σταυρώνω]], [[θανατώνω]] κάποιον καρφώνοντάς τον στο σταυρό, σε Πολύβ., Κ.Δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταυρόω:''' <b class="num">1)</b> окружать кольями, обносить частоколом Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> обносить, огораживать (τὰ βάθη ξύλοις Diod.);<br /><b class="num">3)</b> распинать на кресте (τοὺς αἰχμαλώτους Polyb.; παραδοῦναί τινα εἰς τὸ σταυρῶσαι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(σταυρός)
A fence with pales, Th.7.25; σ. τὰ βάθη ξύλοις D.S.24.1:—Pass., Th.6.100. II crucify, Plb.1.86.4, Ev.Matt.20.19, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(4).200: metaph., σ. τὴν σάρκα crucify it, destroy its power, Ep.Gal.5.24, cf. 6.14: ἧλος ἐσταυρωμένος nail from a cross, as amulet, Asclep.Jun. ap. Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 930] 1) Pfähle oder Pallisaden einschlagen, durch Pallisaden schützen, ὅσα ἐσταυρώθη τοῦ ὑποτειχίσματος Thuc. 6, 100 u. Sp. – 2) kreuzigen; Pol. 1, 86, 4; N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταυρόω: (σταυρὸς) περιφράττω διὰ σκολόπων ἢ πασσάλων, περιχαρακῶ τόπον τινά, Θουκ. 7. 25· στ. τὰ βάθη ξύλοις Διοδ. Ἐκλογ. 507. 69. - Παθητ., Θουκ. 6. 100. ΙΙ. σταυρώνω, ἀνασκολοπίζω, ἐπὶ σταυροῦ προσηλώνω, Πολύβ. 1. 86, 4, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κ΄, 19, κτλ.· πρβλ. ἀναστ-· - μεταφορ., στ. τὴν σάρκα, σταυρώνω αὐτήν, καταστρέφω τὴν δύναμιν αὐτῆς, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 24, πρβλ. ς΄, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 élever une palissade ; garnir d’une palissade;
2 crucifier.
Étymologie: σταυρός.
Syn. διαπασσαλεύω.
Spanish
English (Strong)
from σταυρός; to impale on the cross; figuratively, to extinguish (subdue) passion or selfishness: crucify.
English (Thayer)
σταυρῷ; future σταυρώσω; 1st aorist ἐσταυρωσα; passive, present σταύρομαι; perfect ἐσταύρωμαι; 1st aorist ἐσταυρωθην; (σταυρός, which see);
1. to stake, drive down stakes: Thucydides 7,25, 6 (here οἱ Συρακοσιοι ἐσταύρωσαν, which the Scholiast renders σταυρους κατέπηξαν).
2. to fortify with driven stakes, to palisade: a place, Thucydides 6,100; Diodorus
3. to crucify (Vulg. crucifigo): τινα,
a. properly: 8:12 r]; for תָּלָה, to hang, Polybius 1,86, 4; Josephus, Antiquities 2,5, 4; 17,10, 10; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,53,56; in native Greek writings ἀνασταυρουν is more common).
b. metaphorically: τήν σάρκα, to crucify the flesh, destroy its power utterly (the nature of the figure implying that the destruction is attended with intense pain (but note the aorist)), ἐσταύρωμαι τίνι, and ἐσταύρωται μοι τί, I have been crucified to something and it has been crucified to me, so that we are dead to each other all fellowship and contact between us has ceased, ἀνασταυρόω, σὑν᾿σταυρόω.)
Greek Monotonic
σταυρόω: μέλ. -ώσω (σταυρός)·
I. περιφράζω με πασσάλους, περιχαρακώνω έναν τόπο με παλούκια, οχυρώνω, σε Θουκ.
II. σταυρώνω, θανατώνω κάποιον καρφώνοντάς τον στο σταυρό, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
σταυρόω: 1) окружать кольями, обносить частоколом Thuc.;
2) обносить, огораживать (τὰ βάθη ξύλοις Diod.);
3) распинать на кресте (τοὺς αἰχμαλώτους Polyb.; παραδοῦναί τινα εἰς τὸ σταυρῶσαι NT).