διπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(1b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διπλάσιος:''' (ᾰ), ион. [[διπλήσιος]] 2 удвоенный, двойной Thuc., Arst.; вдвое больший (τινος Her., Isocr., Plat., Polyb. или ἤ Thuc., Isocr.): διπλασίοις ἐλάττω (τὰ χρήματα) Dem. вдвое меньшая сумма денег.
|elrutext='''διπλάσιος:''' (ᾰ), ион. [[διπλήσιος]] 2 удвоенный, двойной Thuc., Arst.; вдвое больший (τινος Her., Isocr., Plat., Polyb. или ἤ Thuc., Isocr.): διπλασίοις ἐλάττω (τὰ χρήματα) Dem. вдвое меньшая сумма денег.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[twofold]], [[double]] (Thgn.).<br />Other forms: also <b class="b3">διπλασίων</b> (Arist.). Ion. <b class="b3">διπλήσιος</b><br />Derivatives: <b class="b3">διπλασιάζω</b> [[redouble]] (Att. etc.) with <b class="b3">διπλασιασμός</b> and <b class="b3">διπλασίασις</b>, <b class="b3">διπλασιαστικός</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [802] <b class="b2">*du̯i-pl̥-to-</b> <b class="b2">two-fold</b><br />Etymology: From a verbal adjectiv <b class="b3">*δί-πλατος</b> formally changed after the <b class="b3">ιο-</b>adjectives like <b class="b3">ἀμβρόσιος</b> from <b class="b3">ἄμβροτος</b>, <b class="b3">διφάσιος</b> from <b class="b3">δίφατος</b> etc. (Schwyzer 466, Chantr. Form. 41). The basis is a verb meaning <b class="b2">to fold</b> (IE <b class="b2">*pel-</b>), cf. [[ἁπλόος]] etc. (s. v.). Goth. <b class="b2">ain-falÞs</b> <b class="b2">one-fold > simple</b> and other Germanic formations contain a word for [[fold]], ONo. [[faldr]] m., PGm. <b class="b2">*fálÞa-z</b>, IE <b class="b2">*pól-tos</b>, formed like <b class="b3">φόρ-τος</b> a. o. - Ion. <b class="b3">διπλήσιος</b> is an innovation after <b class="b3">παραπλήσιος</b> a. o., hell. <b class="b3">διπλασίων</b> after the comparatives in <b class="b3">-ίων</b> (Schwyzer 598 n. 10, 536 n. 3), <b class="b3">διπλάδιος</b> (AP, pap.) after <b class="b3">διχθάδιος</b> etc. (cf. Schwyzer 467).
}}
}}

Revision as of 00:24, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλάσιος Medium diacritics: διπλάσιος Low diacritics: διπλάσιος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: diplásios Transliteration B: diplasios Transliteration C: diplasios Beta Code: dipla/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Ion. διπλ-ήσιος, η, ον,

   A twofold, double, Hdt.4.68, etc.: never in Trag. (δίκρουν is prob. in A.Fr.152): freq. as Comp. folld. by . . Hdt.6.57, Th.1.10, etc.; also διπλήσιον ἢ ὅσον . . Hdt. 7.23: or c. gen., twice the size of, Id.6.133; δ. ἐγίνετο αὐτὸς ἑωυτοῦ Id.8.137; διπλάσια τῶν ἄλλων D.18.238; δ. τῆς ἀληθείας Philem.160; διπλασίοις ἐλάττω (sc. τὰ χρήματα) D.27.52.    2 Subst. διπλήσιον, τό, as much again, Hdt.7.103: as Adv., διπλάσιον σπεύδουσι Thgn. 229.    3 διπλασίαν (sc. ζημίαν), πράττεσθαι Pl.Lg.762b; τὴν δ. καταδικάζειν Lexap.D.24.105.    4 Adv. -ως Th.8.1, Men.645; δ. ἄμεινον Aeschin.2.122, AP7.611 (Eutolm.).

Greek (Liddell-Scott)

διπλάσιος: -α, -ον, Ἰων. διπλήσιος, -η, -ον, (ἂν καὶ τὸ α εἶναι βραχὺ παρ’ Ἀττ.)· - δὶς μεγαλείτερος ἑτέρου, δὶς τόσος, ὅσος…, δὶς τόσοι, ὅσοι…, δὶς τόσον μακρός, ὅσον…, κτλ., Ἡρόδ. 4. 68, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ Τραγ. (διότι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 151 ἡ πιθανὴ γραφὴ εἶναι διπλοῦν ἢ δίκρουν)· συχν. ὡς συγκριτ. ἑπομένου ἤ.., ὁ αὐτ. 6. 57. Θουκ. 1. 10, κτλ.· ὡσαύτως, διπλήσιον ἢ ὅσον…, Ἡρόδ. 7. 23· ἢ μετὰ γεν., δὶς τόσος, ἔχων δύο φορὰς τὸ μέγεθος.., 6. 133· δ. ἐγένετο αὐτὸς ἑωυτοῦ 8. 137· διπλάσια τῶν ἄλλων Δημ. 306. 28· δ. τῆς ἀληθείας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 71· διπλασίοις ἐλάττω (ἐνν. τὰ χρήματα) Δημ. 829. 24. 2) ὡς οὐσιαστ. διπλάσιον, τό, ἄλλον τόσον, δὶς μεγαλήτερον ἢ περισσότερον, Λατ. duplum, Ἡρόδ. 7. 103· ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ., Θέογν. 229. 3) διπλασίαν (ἐνν. ζημίαν) ἐκτίνειν Πλάτ. Νόμ. 762Β· τὴν δ. καταδικάζειν Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 5. 4) ἐπίρρ. -ως, Θουκ. 8. 1, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 99· δ. ἄμεινον Αἰσχίν. 44. 20.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
double :
1 au sg. en quantité, en étendue, en importance double ; τινος double de ; διπλάσιος ἤ deux fois aussi grand que ; τὸ διπλήσιον (ion.) le double;
2 au plur. en nombre double ou deux fois autant.
Étymologie: διπλοῦς.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Hp.Mul.1.13, 2.192, jón. διπλήσιος SEG 16.485.8 (Quíos VI a.C.), Hdt.3.130, 4.68, Thasos 3.12, 48 (V a.C.), Trypho Fr.45

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [plu. dat. -οισι Pl.Plt.262a; compar. διπλασιώτερος Alex.Trall.2.417.26]
I doble
a) en número, cantidad, tamaño o duración ὠμήλυσις κριθέων Hp.Mul.2.192, ψόφος Ar.Au.55, χρόνος X.Oec.21.3, Arist.Ph.215b8, ἀργύριον SIG 672.25 (Delfos II a.C.), (σηκὸς τάφου) Trag.Adesp.166.2, cf. Pherecr.113.33, IG 5(2).6.35 (Tegea IV a.C.), Alex.Trall.l.c., εὔξασθαι νύκτα ... γενέσθαι διπλασίαν dicho por Safo, Lib.Or.12.99
c. plu. ἄλλοι διπλησίοι μάντιες otros adivinos en número doble Hdt.4.68, μάρτυρες διπλάσιοι doble número de testigos Plb.6.56.13, cf. Hp.Alim.43, X.An.6.5.17, Plb.12.19.8, διπλάσιοι γίγνονται ταῖς προθυμίαις Onas.23.2
c. abstr. πόνος Hdt.7.23, Th.2.76, ἐλπίς Th.7.67, ἡδονή Antiph.240.4, ζημία Th.1.86, 3.67, θωϊή Thasos ll.cc.;
b) frec. usado como compar., c. ἤ introd. el segundo término τὸ μὲν ἄνω στόμα τῆς διώρυχος ποιεῦντες διπλήσιον ἢ ὅσον ἔδει haciendo la parte superior de los bordes del canal dos veces mayor de lo necesario Hdt.7.23, cf. 6.57, διπλάσιον μέτρον οἴνου ... ἢ ὅσον μέλι Hp.Acut.56, διπλάσιον χρόνον ἢ τοσοῦτον Isoc.6.27, cf. X.HG 4.8.22, SIG 306.18 (Tegea IV a.C.), Dieuch.15.56, Luc.Dem.Enc.9, Plu.2.155f, 1021a
tb. c. gen. compar. (τὸ τεῖχος) ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου el muro era elevado el doble de su antigua altura Hdt.6.133, ὁ ἄρτος ... δ. ἐγίνετο αὐτὸς ἑωυτοῦ el pan se hacía el doble de grande Hdt.8.137, λόγος ... δ. τοῦ νῦν ἀναγιγνωσκομένου discurso doble del que ahora se lee Isoc.5.110, cf. D.18.238, Philem.147
c. dat. διπλασίοις ἐλάττω (χρήματα) menos dinero que el doble D.27.52, Διπλάσιοι tít. de una comedia de Antífanes, Ath.503d, Stob.4.53.3;
c) geom. expresando que una magnitud geométrica está, con respecto a una medida dada, en proporción de dos a uno -τί δὲ ἡ (γραμμή) ἐκείνου τοῦ διπλασίου (χωρίου); -Δῆλον δή, ὦ Σώκρατες, ὅτι διπλασία -¿qué longitud tendrá (la línea) en aquel (espacio), que es doble? -Está claro, Sócrates, que será el doble Pl.Men.82e, cf. d, 83a, ἡ τοῦ ἴσου καὶ διπλασίου (φύσις) Pl.Phlb.25d, τά διπλάσια καὶ τριπλάσια διαστήματα los intervalos dobles y triples, e.d. las progresiones de razón dos y tres Pl.Ti.35a, cf. 36d, Plu.2.1020a, del cubo, Eratosth.35.1, ἡ τῆς σφαίρας διάμετρος δυνάμει διπλασία ἐστὶ τῆς πλευρᾶς τοῦ ὀκταέδρου Euc.13.14, cf. 1.41, cf. Simp.in Ph.67.36
ὁ δ. λόγος la proporción dos a uno δ. λόγος ἐστὶν ὁ τῶν δύο πρὸς τὸ ἕν Plu.2.1018e, cf. 1020d, Papp.36, Procl.in Euc.412.3, entre cuadrados, Archim.Sph.Cyl.1.5;
d) mús. y métr. κἀκείνας (τὰς μακρὰς συλλαβάς) ἐν διπλασίῳ λόγῳ ... τῶν βραχείων D.H.Comp.15.9, cf. Dem.48.2, Aristid.Quint.36.2, ἡ διὰ πασῶν (συμφωνία) ἐν διπλασίῳ (λόγῳ) el intervalo de la octava, donde la proporción es del doble Ph.2.184, cf. Plu.2.1021a
distinto de διπλόος Herenn.Phil.Sign.51, Ammon.Diff.137.
II subst.
1 neutr. τὸ δ. el doble δ. δ' ἔστω τῆς ῥαφάνου Hp.Morb.2.47b, μὴ πλεῖον διπλασίου ἀποδοῦναι τοῦ χρέους Welles, RC 3.37 (Teos IV a.C.), cf. Hdt.7.103, IG 22.2496.18 (IV a.C.), Men.Asp.367, ICos ED 215B.24 (I a.C.), op. τὸ ἥμισυ Arist.Top.135b24, 147a30, Cat.11b26, op. τὸ τριπλάσιον, τὸ πολλαπλάσιον Arist.Metaph.1020b26, 34, op. ἡ δυάς Arist.Metaph.987a25, δ. τριτάτων δοιῶν dos veces las dos terceras partes, AP 14.143 (Metrod.)
tb. neutr. plu. μάτην γοῦν ἐσθίει διπλάσια Men.Epit.Fr.6.3
usos adv.: doblemente διπλάσιον ὤνησας Theoc.12.26, en la forma ἐκ διπλασίων: τὰ ... σύμβαντα τῷ ταμείῳ δαπανήματα ἐκ διπλασίων διδότω Cod.Iust.10.11.8.4b.
2 jur. ἡ διπλασία (sc. ζημία) la doble pena διπλασίαν πραττέσθω τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg.762b, τὴν διπλασίαν καταδικάζειν Ley en D.24.105, εἰσαχθεὶς ἐς τὸ δικαστήριον ὦφλεν τὴν διπλασίαν IG 22.1623.96, cf. 112 (IV a.C.).
III adv. -ως doblemente δ. σπεύδουσι Sol.1.73, τοὺς πολεμίους ... δ. πάντα παρεσκευασμένους (pensaban) que los enemigos estaban doblemente pertrechados en todo Th.8.1, δ. μᾶλλον ἄγχειν μοι δοκεῖ tengo dos veces más ganas de estrangularlo Ar.Au.1578, δ. ἄμεινον dos veces mejor Aeschin.2.122, cf. Arist.Ph.215b8, Men.Dysc.383, Plb.1.24.1, Nicom.Ar.2.20, Luc.Nigr.5, AP 7.611 (Eutolm.).

• Etimología: De *διπλατ-ιος deriv. de la r. -pl°H1- que da lugar a πλέκω, q.u.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM διπλάσιος, -α, -ον
Α και διπλήσιος, -α, -ον)
1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος
2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο
ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίπλατος + -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετικό αμάρτυρο τ. δίπλατος απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel- «πτυχώνω, διπλώνω, ζαρώνω», παρεκτεταμένη σε -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ain-Falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς (βλ. λ. απλός). Ο ιωνικός τ. διπλήσιος (μαρτυρείται από τον Ηρόδοτο) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό στον οποίο η ύπαρξη του -η- δικαιολογείται είτε ως αρχαία μακρόφωνη βαθμίδα είτε πιθανότερα ως αναλογικός σχηματισμός (πρβλ. παραπλήσιος, βροτήσιος)].

Greek Monotonic

διπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ιων. δι-πλήσιος, , -ον (δίς
1. διπλός, δύο φορές μεγαλύτερος, δύο φορές τόσος όσο..., δύο φορές τόσο μακρύς... κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως συγκρ. ακολουθ. από το ἤ..., στον ίδ.· ή με γεν., δύο φορές το μέγεθός του, στον ίδ.
2. ως ουσ., διπλάσιον, τό, άλλο τόσο, Λατ. duplum, στον ίδ.
3. διπλασίαν (ενν. ζημίαν), παρά Δημ.
4. επίρρ. -ως, διπλά, σε Θουκ., Αισχύλ. (η προέλ. του -πλάσιος είναι αμφίβ.).

Russian (Dvoretsky)

διπλάσιος: (ᾰ), ион. διπλήσιος 2 удвоенный, двойной Thuc., Arst.; вдвое больший (τινος Her., Isocr., Plat., Polyb. или ἤ Thuc., Isocr.): διπλασίοις ἐλάττω (τὰ χρήματα) Dem. вдвое меньшая сумма денег.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: twofold, double (Thgn.).
Other forms: also διπλασίων (Arist.). Ion. διπλήσιος
Derivatives: διπλασιάζω redouble (Att. etc.) with διπλασιασμός and διπλασίασις, διπλασιαστικός.
Origin: IE [Indo-European] [802] *du̯i-pl̥-to- two-fold
Etymology: From a verbal adjectiv *δί-πλατος formally changed after the ιο-adjectives like ἀμβρόσιος from ἄμβροτος, διφάσιος from δίφατος etc. (Schwyzer 466, Chantr. Form. 41). The basis is a verb meaning to fold (IE *pel-), cf. ἁπλόος etc. (s. v.). Goth. ain-falÞs one-fold > simple and other Germanic formations contain a word for fold, ONo. faldr m., PGm. *fálÞa-z, IE *pól-tos, formed like φόρ-τος a. o. - Ion. διπλήσιος is an innovation after παραπλήσιος a. o., hell. διπλασίων after the comparatives in -ίων (Schwyzer 598 n. 10, 536 n. 3), διπλάδιος (AP, pap.) after διχθάδιος etc. (cf. Schwyzer 467).