ὕλη: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὕλη:''' дор. ὕλᾱ (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> лес Hom., Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> кустарник ([[ὕλη]] ἢ [[κάλαμος]] … [[δένδρον]] δ᾽ [[οὐδέν]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> дрова Hom., Her., Xen.;<br /><b class="num">4)</b> строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.;<br /><b class="num">5)</b> сырой материал Hom., Her.: ὕ. [[ἄψυχος]] Soph. безжизненный, т. е. необработанный материал;<br /><b class="num">6)</b> филос. вещество, материя (ἡ ὕ. καὶ τὸ [[εἶδος]] Arst.);<br /><b class="num">7)</b> тема, (исследуемый или описываемый) предмет: κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην Arst. в соответствии с заданной темой; [[πᾶσα]] ἡ τραγικὴ ὕ. Polyb. всевозможные трагические темы;<br /><b class="num">8)</b> осадок, гуща, муть Arph. | |elrutext='''ὕλη:''' дор. ὕλᾱ (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> лес Hom., Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> кустарник ([[ὕλη]] ἢ [[κάλαμος]] … [[δένδρον]] δ᾽ [[οὐδέν]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> дрова Hom., Her., Xen.;<br /><b class="num">4)</b> строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.;<br /><b class="num">5)</b> сырой материал Hom., Her.: ὕ. [[ἄψυχος]] Soph. безжизненный, т. е. необработанный материал;<br /><b class="num">6)</b> филос. вещество, материя (ἡ ὕ. καὶ τὸ [[εἶδος]] Arst.);<br /><b class="num">7)</b> тема, (исследуемый или описываемый) предмет: κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην Arst. в соответствии с заданной темой; [[πᾶσα]] ἡ τραγικὴ ὕ. Polyb. всевозможные трагические темы;<br /><b class="num">8)</b> осадок, гуща, муть Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=!ὕ¯λη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> Lat. [[sylva]], a [[wood]], [[forest]], [[woodland]], Hom., Hdt., etc.; τὰ δένδρα καὶ ὕλη [[fruit]]-trees and [[forest]]-trees, Thuc.: [[copse]], [[brushwood]], opp. to [[timber]]-trees, Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[wood]] cut [[down]], firewood, [[fuel]], Hom., etc.<br /><b class="num">III.</b> like Lat. [[materia]], [[stuff]] of [[which]] a [[thing]] is made, the raw [[material]], [[wood]], [[timber]], Od., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> in Philosophy, [[matter]], Arist.<br /><b class="num">3.</b> [[subject]] [[matter]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A forest, woodland, Il.11.155, Od.17.316, Ep.Jac.3.5, etc.; γῆν . . δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21; ἀπ' ὕλης ἀγρίης ζώειν Id.1.203; ὕλα ἀεργός virgin forest, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); τὰ δένδρα καὶ ὕλη fruit-trees and forest-trees, Th.4.69 (cf.δένδρον); not only of forest-trees, but also of copse, brushwood, undergrowth (cf. ὕλημα), directly opp. to timber-trees, X.An.1.5.1, Oec.16.13, 17.12, PSI6.577.8 (iii B. C.), Sor.1.40: also in pl., h.Cer.386, Hecat.291 J., Mosch.3.88, Plb. 5.7.10, D.S.3.48, D.H.Th.6, Str.5.1.12, 15.1.60, Plu.Pyrrh.25, Cat. Ma.21, Comp.Cim.Luc.3, Luc.Prom.12, Sacr.10, Am.12, Babr.12.2, al., Nonn.D.3.69,252, 16.91, 36.70, etc. II wood cut down, Od.5.257 (cf. III); firewood, fuel, Il.7.418, 23.50,111, al., Od.9.234, Hdt.4.164,6.80; brushwood, Id.7.36, Th.2.75, etc.; timber, ὕ. ναυπηγησίμη Pl.Lg.705c; ναυπηγήσιμος καὶ οἰκοδομική Thphr.HP5.7.1, cf. IG42(1).102.50 (Epid., iv B. C.); also, twigs for birds' nests, Arist.HA559a2. III the stuff of which a thing is made, material, (perh. so of wood), Od.5.257; rarely of other material, as metal, οἱ παρ' ἄκμονι . . ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Plu.2.802b (cf. S.Fr.844, but ὕλη is Plutarch's word): generally, materials, PMasp.151.91 (vi A. D.). 2 in Philosophy, matter, first in Arist. (Ti.Locr.93b, al. is later); defined as τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν, GC320a2; as τὸ ἐζ οὗ γίγνεται, Metaph.1032a17; οὐσία ἥ τε ὕ. καὶ τὸ εἶδος καὶ τὸ ἐκ τούτων ib.1035a2; opp. as δυνάμει τόδε τι to τόδε τι ἐνεργεία, ib. 1042a27; opp. ἐντελέχεια, ib.1038b6: in later philosoph. writers, mostly opp. to the intelligent and formative principle (νοῦς), Procl. Inst.72, etc.; ὕ. τῶν ἀριθμῶν Iamb.Comm.Math.4. 3 matter for a poem or treatise, ὕ. τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι, Plb.2.16.14, Longin. 13.4, cf. 43.1, Vett.Val.172.1, etc.; ἡ ὑποκειμένη ὕ. the subject-matter, Arist.EN1094b12, cf. Phld.Rh.2.124 S. 4 ὕ. ἰατρική materia medica, Dsc.tit.; so ὕλη alone, materia medica, Id.1 Prooem., Gal. 17(2).181; ὗλαι τῆς τέχνης ibid., cf. 6.77, Sor.1.83,110, 2.15,28; ἡ ὕ. τῶν ὁπλομαχικῶν ἐνεργειῶν Gal.6.157. b ἡ μέση ὕλη the middle range of diet, Sor.1.46, 2.15; τροφιμωτέρα ὕλη Id.1.95, cf. 36. 5 pl., material resources, βασιλικαὶ ὗλαι Ph.1.640. IV sediment, Ar.Fr.879, cf. Sch.Ar.Pl.1086, 1088 (hence ὑλίζω (ἀφ-, δι-), ὑλώδης 11); mud, slime, UPZ70.9 (ii B. C.); ὕλῃ, ὕλει, and ἰλυῖ are cj. for ὕδει in Thgn.961. 2 matter excreted from the human body, Sor.1.22,23,25, al.; ἡ ὕ. τῶν ἐμπυημάτων Gal.18(2).256; phlegm, catarrh, PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕλη: [ῡ], ἡ· (ἴδε ἐν τέλ.) - δάσος, γῆ δασώδης, δρυμός, Ὅμ., κλπ.· γῆν... δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἀπ’ ὕλης ἀγρίης ζώειν ὁ αὐτ. ἐν 1. 203· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα καὶ δένδρα τοῦ δάσους ἄγρια, Θουκ. 4. 69 (ἴδε ἐν λ. δένδρον)· - οὐ μόνον δὲ ἐπὶ δασῶν ἐκ δένδρων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λόχμης ἢ τόπου κεκαλυμμένου ὑπὸ θάμνων ἐν παντελεῖ ἀντιθέσει πρὸς τὰ μεγάλα δένδρα ἐξ ὧν λαμβάνει τις ξυλείαν, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Οἰκ. 16. 13., 17. 12, κλπ.· ἴδε ἐν λ. ὕλημα. ΙΙ. ξύλα κεκομμένα, ξύλα χρήσιμα πρὸς καῦσιν, καύσιμος ὕλη, Ἰλ. Η. 418., Ψ. 50, 111, κλπ., Ὀδ. Ι. 234, Ἡρόδ. 4. 164., 6. 80, καὶ Ἀττ.· ξύλα πρὸς ἐργασίαν χρήσιμα, ξυλεία, Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 75 (πρβλ. φάκελος), κτλ.· ὕλη ναυπηγησίμη Πλάτ. Νόμ. 705C ναυπ. καὶ οἰκοδομικὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1· ὕλην ἐς τὸ χῶμα, δεσμίδας θάμνων κττ., fascinas, Θουκ. 2. 75· - ὡσαύτως κλωνία πρὸς κατασκευὴν τῶν φωλεῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 9. 8, 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. materia, ἡ ὕλη ἐξ ἧς γίνεταί τι, ἡ ἀκατέργαστος ὕλη, τὸ ὑλικόν, ξύλον, ξυλεία, Ὀδ. Ε. 257, Ἡρόδ. 4. 164, κ. ἀλλ.· - σπανίως ἐπὶ ἄλλης ὕλης, οἷον μετάλλου, οἱ παρ’ ἄκμονι... ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Σοφ. Ἀποσπ. 724. 2) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ ἡ ὕλη, τὸ ὑλικὸν στοιχεῖον, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. (ἐκτὸς ἐὰν ἡ πραγματεία Τιμαίου τοῦ Λοκροῦ θεωρηθῇ γνησία)· ὁριζομένη ὡς ἑξῆς: ἔστι δὲ ὕλη μάλιστα μὲν καὶ κυρίως τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικὸν καὶ κυρίως τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ θφορᾶς δεκτικὸν Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τὸ ἐξ οὗ γίγνεται Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 2· τὸ ἐπιδεκτικὸν μορφῆς ἢ εἴδους, αὐτόθι 6. 10, 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐνέργειαν ἢ ἐντελέχειαν, αὐτόθι 7. 1, 6· πρβλ. ὑλικός· - ἴδε Bonitz Indic. Arist. σ. 785 κἑξ.· συχν. παρὰ τοῖς μεταγενεστ. φιλοσοφ. συγγραφεῦσι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νοῦν. 3) ὑπόθεσις διὰ ποίημα ἢ πραγματείαν, ὕλη τραγική, ποιητικὴ Πολύβ. 2. 16, 14, Λογγῖν., κλπ.· ἡ ὑποκειμένη ὕλη, τὸ ὑποκείμενον, ἡ ὑπόθεσις, Λατ. sylvâ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1. 4) ὕλη ἰατρικὴ ἢ ὕλη, ἁπλῶς malerie medica, Γαλην. IV. καθίζημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 697, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 1088· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ὑλίζω (ὃ ἴδε), ὑλώδης· ἀλλ’ ὁ Λοβ. εἰς Φρύν. 73 νομίζει ὅτι οἱ τύποι οὗτοι προέκυψαν ἐκ παραφθορᾶς τῶν λέξεων ἰλύς, ἰλύζω, ἰλυώδης. (Πιθ. ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦν ὕλϝ-α, πρβλ. silva, s?lu-?, ἔνθα τὸ s παριστάνει τὴν δασεῖαν· πρβλ. Σκαπτησύλη = Σκαπτὴ ὕλη, παρὰ Στεφ. Βυζ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. bois sur pied :
1 bois, forêt;
2 taillis, broussailles;
3 arbre en gén.
II. bois coupé ou tombé, particul. bois à brûler ; matériaux de construction en gén. (bois, pierre, etc.) ; bois pour les parties vides d’un navire, ballast ; fig. matière dont une chose est faite ; matière au sens philos. ; matière d’un poème, d’un ouvrage.
Étymologie: p. *ὕλϜη de *σύλϜη, cf. lat. silva.
English (Autenrieth)
(cf. silva): wood, forest; also of cut wood, firewood, Il. 23.50, Od. 9.234. In general of brush, stuff, raw material, Od. 5.257.
English (Strong)
perhaps akin to ξύλον; a forest, i.e. (by implication) fuel: matter.
English (Thayer)
ὕλης, ἡ, a forest, a wood; felled wood, fuel: Homer down; the Sept..)
Greek Monotonic
ὕλη: [ῡ], ἡ, Λατ. sylva,
I. δρυμός, λόγγος, δάσος, άλσος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα και άγρια δέντρα του δάσους, σε Θουκ.· θάμνοι, χαμόκλαδα, αντίθ. προς τα δέντρα τα κατάλληλα για υλοτόμηση, σε Ξεν.
II. κομμένα, υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, καύσιμη ύλη, σε Όμηρ. κ.λπ.
III. 1. όπως το Λατ. materia, ύλη από την οποία κατασκευάζεται, φτιάχνεται κάτι, ακατέργαστη, πρώτη ύλη, ξύλο, ξυλεία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. στην Φιλοσοφία, ύλη, υλικό στοιχείο, ουσία, σε Αριστ.
3. υποκείμενο, υπόθεση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕλη: дор. ὕλᾱ (ῡ) ἡ
1) лес Hom., Her., Thuc.;
2) кустарник (ὕλη ἢ κάλαμος … δένδρον δ᾽ οὐδέν Xen.);
3) дрова Hom., Her., Xen.;
4) строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.;
5) сырой материал Hom., Her.: ὕ. ἄψυχος Soph. безжизненный, т. е. необработанный материал;
6) филос. вещество, материя (ἡ ὕ. καὶ τὸ εἶδος Arst.);
7) тема, (исследуемый или описываемый) предмет: κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην Arst. в соответствии с заданной темой; πᾶσα ἡ τραγικὴ ὕ. Polyb. всевозможные трагические темы;
8) осадок, гуща, муть Arph.
Middle Liddell
!ὕ¯λη, ἡ,
I. Lat. sylva, a wood, forest, woodland, Hom., Hdt., etc.; τὰ δένδρα καὶ ὕλη fruit-trees and forest-trees, Thuc.: copse, brushwood, opp. to timber-trees, Xen.
II. wood cut down, firewood, fuel, Hom., etc.
III. like Lat. materia, stuff of which a thing is made, the raw material, wood, timber, Od., Hdt.
2. in Philosophy, matter, Arist.
3. subject matter, Arist.