ἔλεγος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(1ab) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[ἔλεγος]], ὁ,<br />a [[song]] of [[mourning]], a [[lament]]: at [[first]] without [[reference]] to [[metrical]] [[form]], [[later]] [[always]] in alternate hexameters and pentameters, Eur., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A song, melody, orig. accompanied by the flute, cf. ἄλυρος ἔ. E.Hel.185 (lyr.), IT146 (lyr.); Ἀσίας ἔ. ἰήϊος Id.Hyps.Fr.3(1)iii9; so Ἔλεγοι, title of a νόμος αὐλῳδικός, Plu.2.1132d; of the song of the nightingale, Ar.Av.218(pl.); ἔλεγον οἶτον, of the halcyon, E.IT1091 (lyr.); later, lament, song of mourning, A.R.2.782. II poem in elegiac distichs, Call.Fr.121; ἱλαροὶ ἔ. AP10.19 (Apollonid.). (Commonly derived from ἒ ἒ λέγειν, to cry woe! woe! EM326.49.)
German (Pape)
[Seite 793] ὁ (nach den Alten, z. B. Schol. Ar. Av. 217, von ἒ ἒ λέγειν, vgl. Herm. in Zimmermanns Zeitschrift 1836 p. 531; von der in diesen Liedern wahrscheinlich wiederkehrenden Formel ἒ ἒ λέγε; Bach historia critica poes. gr. elegiacae 1840; falsch E. M. von ἔλεος u. γόος, Riemer von ἄλγος, Passow von ἐλελεῦ) , Klagelied, θρῆνος, nach den alten Erkl.; Eur. Hel. 184; ἄλυροι I. T. 144. 1060; Ar. Av. 217; Sp., wie Ap. Rh. 2, 782; zur Flöte gesungen, ursprünglich in elegischem Versmaaß (s. ἐλεγεῖον). Sp. übh. ein Gedicht, bes. Epigramm in elegischem Versmaaß, Paus. 10, 7, 5; dah. auch ἱλαροὶ ἔλεγοι, Apollonid. 8 (X, 19).
Greek (Liddell-Scott)
ἔλεγος: ὁ, ᾆσμα θρηνητικόν, θρηνολογία, κατ’ ἀρχὰς ἄνευ ἀναφορᾶς τινος πρὸς τὸ μέτρον, καθότι ἔλεγοι ἐλέγοντο καὶ οἱ θρῆνοι τῆς ἀηδόνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 218, καὶ οἱ τῆς ἀλκυόνος, ὄρνις... ἀλκυών, ἔλεγον οἶτον ἀείδεις Εὐρ. Ι. Τ. 1091, (ἔνθα τὸ οἰκτρὸν ἔλεγον εἶναι ἡ πιθ. γρ., ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ): - κατ’ ἀρχὰς οἱ ἔλεγοι ᾔδοντο πρὸς αὐλόν, ὅθεν ὁ Εὐρ. ἀναφέρει, ἄλυρον ἔλεγον Ἑλέν. 185, Ι. Τ. 146. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ δίστιχον, συνιστάμενον ἐξ ἑξαμέτρου καὶ πενταμέτρου, κυρίως ἦτο ἐν χρήσει εἰς τοὺς ἐλέγους, τὸ δίστιχον τοῦτο ὠνομάσθη ἐλεγειακὸν μέτρον (ἂν καὶ συχνότατα ἐχρησιμοποιήθη καὶ εἰς ποιήματα πολὺ διαφόρου χαρακτῆρος)· οὕτω δὲ παρὰ τοῖς μεταγεν. ἡ λέξις ἔλεγος ἐλαμβάνετο ὡς σημαίνουσα ποίημα ἐν διστίχοις, Καλλ. Ἀποσπ. 121· οὕτω δὲ εὑρίσκομεν καὶ τὴν φράσιν ἱλαροὶ ἔλ. Ἀνθ. Π. 10. 19· ἴδε πάντως Franke ἐν Καλλίνῳ (ὅστις νομίζει ὅτι ἡ λέξις ἀνεφάνη τὸ πρῶτον ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Σιμωνίδου, ἂν καὶ ὁ Μίμνερμος παρέχει τὸ ἀρχαιότατον παράδειγμα), μάλιστα τὰς σ. 41, 50, 58· πρβλ. ἐλεγεῖον. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἒ ἒ λέγειν, Εὐρ. Ι. Τ. 146). Ἴδε Μυλλέρου Ἱστ. Ἑλλ. Φιλολογ., μετάφρ. Κυπρ. τ. Α΄, σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chant de deuil, élégie ; p. anal. en parl. du chant du rossignol ou du cri de l’halcyon.
Étymologie: étym. pop. antique : ἒ ἔ λέγω, litt. « dire hélas » -- DELG pê mot d’origine asiatique.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 cierto tipo de canto o composición musical compuesto o no en dísticos elegíacos μέλεα καὶ ἔλεγοι Echem.6, prob. acompañado en origen por la flauta, otras veces por la lira Ἀσιὰς ἔλεγον ἰήιον ... ἐβόα κίθαρις ref. al canto de Orfeo en la nave Argo, E.Fr.752g.9
•plu. Ἔλεγοι cierto modo aulódico antiguo (quizá de duelo, v. 2), Plu.2.1132d.
2 esp. canto de lamentación, canto de duelo, planto ἄλυρος ἔ. E.Hel.185, cf. IT 146, δακρύων ἔλεγοι E.Tr.119, ἔλεγον οἶτον ἀείδεις del canto de Alcíone convertida en ave, E.IT 1091, οἰκτίστοις ἐλέγοις ὀδύρεται A.R.2.782, cf. Ar.Au.217, τὸ γὰρ θρῆνος ἔλεγον ἐκάλουν οἱ παλαιοί Procl.Chr.25, cf. Hsch., en las diversas expl. etim., Orio 58.7, Et.Gud., EM 326.49, 53.
3 plu. versos elegíacos, elegías ἐλέγοισι δ' ἐνιψήσασθε λιπώσας χεῖρας ἐμοῖς enjugad vuestras ungidas manos en mis elegías fig. de las Gracias, Call.Fr.7.13, ἐν δ' ἐλέγους ἄσπορον ἀνθέμιον flor estéril para la elegía ref. a Anacreonte AP 4.1.36 (Mel.), cf. AP 7.377.4 (Eryc.), frec. como metro propio de los epigramas Col.Memn.72.1 (II d.C.), ἱλαροὶ ἔλεγοι AP 10.19.5 (Apollonid.), cf. 11.130.3 (Poll.), de tipo funerario AP 11.135.3 (Lucill.), TAM 5.1095.12 (Tiatira, imper.), IMEG 80.2 (III d.C.)
•tb. en sg. ἐξ ἐλέγοιο πολυσπερὲς ἄνθος ἀγείρας reuniendo la flor dispersa del género elegíaco, AP 4.3b.106 (Agath.).
• Etimología: Prést. del frigio, quizá significaría ‘lamento’.
Greek Monolingual
ἔλεγος, ο (Α)
1. θρηνητικό τραγούδι, θρήνος («ὄρνις ἀλκυὼν ἔλεγον οἶτον ἀείδεις» — αηδόνι μοιρολογάς, τραγουδάς πένθιμο τραγούδι, Ευρ.)
2. ποίημα σε ελεγειακά δίστιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το έλεγος ήταν πένθιμο τραγούδι με την συνοδεία αυλού. Η άποψη τών αρχαίων ότι η λ. έλεγος προήλθε από την φρ. «έ έλέγειν» θεωρείται σήμερα παρετυμολογία. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για δάνειο μικρασιατικής και μάλιστα φρυγικής προελεύσεως, ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν έχουν ισχυρή βάση].
Greek Monotonic
ἔλεγος: ὁ, θρηνητικό άσμα, θρήνος· αρχικά χωρίς να αναφέρεται σε κάποιο μέτρο, στη συνέχεια με αναφορά πάντα σε εξαμέτρους και πενταμέτρους εκ περιτροπής, σε Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔλεγος: ὁ
1) элег, жалобная песнь (ἄλυρος Eur.; τοῖς ἐλέγοις τινὸς ἀντιψάλλειν Arph.);
2) Anth. = ἐλεγεῖον 3.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mourning song (accompanied by flute) (E., Ar.).
Compounds: Comp. ἰαμβ-έλεγος and ἐλεγ-ίαμβος name of two verses (gramm.), s. Risch IF 59, 284f.
Derivatives: ἐλεγεῖον a verse, distichon, and a poem in it, poet. inscription (Att. etc.) with ἐλεγειο-ποιός, -γράφος (Arist.); diminutive ἐλεγ(ε)ίδιον and ἐλεγ(ε)ιδάριον (late); adj. ἐλεγειακός (D. H., Ath.); also ἐλεγεία (Str., Plu.) and, as adjective, ἐλεγεῖον (δίστιχον, Ael.); - also a fish, ἐλεγῖνος (Arist. HA 610b 6), because of its sound?, s. Strömberg Fischnamen 74.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Anatolian (Phrygian?) origin, s. Hommel RhM 88, 194. Wrong Theander Eranos 15, 98ff. (to ἐλελεῦ, ὀλολύζω); cf. Kretschmer Glotta 9, 228; 12, 220. - From ἐλεγεῖον as LW [loanword] Lat. ēlogium (influenced by λόγος), W.-Hofmann s. v. Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
ἔλεγος, ὁ,
a song of mourning, a lament: at first without reference to metrical form, later always in alternate hexameters and pentameters, Eur., etc.