διαπρύσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaprysios
|Transliteration C=diaprysios
|Beta Code=diapru/sios
|Beta Code=diapru/sios
|Definition=[ῠ], α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going through]], [[piercing]], in Hom. only as Adv., <b class="b3">πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</b> a hill <b class="b2">piercing into, running out into</b>, the plain, <span class="bibl">Il.17.748</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of sound, [[piercing]], [[thrilling]], <b class="b3">ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον</b> he gave a [[piercing]] cry, <span class="bibl">8.227</span>; δ. κιθαρίζων <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span> 80</span>: in late Prose, τορόν τι βοῶν καὶ δ. <span class="bibl">Agath.4.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later as Adj., Απείρῳ διαπρυσία [[far-stretching]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.51</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> freq. of sound, [[piercing]], ὀλολυγαί <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>19</span>; ὄτοβος <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1479</span> (lyr.); κέλαδος <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span> 1308</span>(lyr.): in late Prose, οἰμωγαί <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.1.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">δ. κεραϊστής</b> a [[downright]] thief, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>336</span>; <b class="b3">δ. πόλεμος</b> [[open]] war, <span class="bibl">D.L.2.143</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Adv.<b class="b3">-ίως</b> [[loudly]], ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα δ. <span class="bibl">D.S.11.38</span>: metaph., [[intensely]], <b class="b3">μισεῖσθαι ὑπό τινος</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>481</span>.</span>
|Definition=[ῠ], α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going through]], [[piercing]], in Hom. only as Adv., <b class="b3">πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</b> a hill [[piercing into]], [[running out into]], the plain, <span class="bibl">Il.17.748</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of sound, [[piercing]], [[thrilling]], <b class="b3">ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον</b> he gave a [[piercing]] cry, <span class="bibl">8.227</span>; δ. κιθαρίζων <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span> 80</span>: in late Prose, τορόν τι βοῶν καὶ δ. <span class="bibl">Agath.4.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later as Adj., Απείρῳ διαπρυσία [[far-stretching]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.51</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> freq. of sound, [[piercing]], ὀλολυγαί <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>19</span>; ὄτοβος <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1479</span> (lyr.); κέλαδος <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span> 1308</span>(lyr.): in late Prose, οἰμωγαί <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.1.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">δ. κεραϊστής</b> a [[downright]] thief, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>336</span>; <b class="b3">δ. πόλεμος</b> [[open]] war, <span class="bibl">D.L.2.143</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Adv.<b class="b3">-ίως</b> [[loudly]], ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα δ. <span class="bibl">D.S.11.38</span>: metaph., [[intensely]], <b class="b3">μισεῖσθαι ὑπό τινος</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>481</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:21, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρύσιος Medium diacritics: διαπρύσιος Low diacritics: διαπρύσιος Capitals: ΔΙΑΠΡΥΣΙΟΣ
Transliteration A: diaprýsios Transliteration B: diaprysios Transliteration C: diaprysios Beta Code: diapru/sios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,

   A going through, piercing, in Hom. only as Adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill piercing into, running out into, the plain, Il.17.748.    2 of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον he gave a piercing cry, 8.227; δ. κιθαρίζων h.Ven. 80: in late Prose, τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11.    II later as Adj., Απείρῳ διαπρυσία far-stretching, Pi.N.4.51.    2 freq. of sound, piercing, ὀλολυγαί h.Ven.19; ὄτοβος S.OC1479 (lyr.); κέλαδος E.Hel. 1308(lyr.): in late Prose, οἰμωγαί J.BJ2.1.2.    3 δ. κεραϊστής a downright thief, h.Merc.336; δ. πόλεμος open war, D.L.2.143.    4 Adv.-ίως loudly, ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα δ. D.S.11.38: metaph., intensely, μισεῖσθαι ὑπό τινος Sch.Ar.Pax481.

German (Pape)

[Seite 598] α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus διαπεράσιοσ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίθησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιθαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρύσιος: [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, ὀξύς· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, λόφος ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, ὀξύς, διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, τόθι πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ διάτορος, ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· ὄτοβος Σοφ. Ο. Κ. 1479· κέλαδος Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. κεραϊστής, φανερὸς κλέπτης (κατ’ ἄλλ. κλέπτης εἰσχωρῶν πανταχόσε), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. πόλεμος, φανερὸς ἢ σφοδρὸς πόλεμος. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ πείρω, περάω, διαπερῶ, διέρχομαι διὰ μέσου· πρβλ. διαμπερές).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui pénètre profondément :
1 adv. • διαπρύσιον IL en se prolongeant en avant;
2 en parl. du son pénétrant, perçant ; adv. • διαπρύσιον IL avec un cri perçant.
Étymologie: DELG pê διαπείρω.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1extenso, vasto, ἄπειρος διαπρυσία Pi.N.4.51
neutr. como adv. (πρών) πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς un promontorio que se extiende de un lado a otro de una llanura, Il.17.748, cf. Hsch.
2 del sonido penetrante ὀλολυγαί h.Ven.19, cf. Stesich.22.7S., Call.Del.258, ὄτοβος S.OC 1479, κέλαδος E.Hel.1308, κελάδημα AP 6.350 (Crin.), οἰμωγαί I.BI 2.6, βοαί I.BI 2.294
neutr. como adv. ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον lanzó un grito penetrante, Il.8.227, δ. κιθαρίζων h.Ven.80, δ. βοᾶν I.BI 6.309, Opp.H.5.300, cf. A.R.1.1272, Opp.C.4.178, τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11.3, ὑψηλόν τι καὶ δ. ἠχῆσαι Gr.Naz.Ep.10.1.
3 fig. declarado, a las claras δ. κεραϊστής un ladrón declarado, h.Merc.336, πόλεμος D.L.2.143.
II adv. -ως en alta voz, con voz penetrante κηρύττουσα D.S.11.38, καλεῖν Meth.Palm.M.18.392D
fig. intensamente ἐμισοῦντο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Sch.Ar.Pax 482c.

• Etimología: De *δια-πρυ-τιος, si bien es dud. el origen de -πρυ-: ¿del grado ø (o vocalismo eol.) de πρό? ¿De una r. *preu-, que da lugar a ai. právate, toc. B pruk- ‘saltar’? ¿De la r. de πείρω ‘atravesar’, c. suf. *-utā, como ai. bahutā-?

Greek Monolingual

-α, -ο (AM διαπρύσιος, -α, -ον)
αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτήςδιαπρύσιος κήρυξ»)
αρχ.
1. διαπεραστικός, οξύς
2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β' συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα με το τηΰσιος. Υπετέθη ότι ανάγεται σε τ. δια-πρύτιος, του οποίου το θ. συνδέεται με τ. διαπρό
το -τ- θεωρείται ενθηματικό στοιχείο προς αποφυγήν της χασμωδίας το δε δυσερμήνευτο -υ-, αντί του -ο-, αιολισμός. Αναπόδεικτη παραμένει η σύνδεση του τ. με τη λ. πρύτανις, ενώ το ίδιο αβέβαιη είναι και η παραγωγή της λ. από το διαπείρω με επίθημα υ + τᾱ (πρβλ. αρχ. ινδ. bahutā- «μεγάλος αριθμός»)].

Greek Monotonic

διαπρύσιος: [ῠ], -α, -ον (διαπεράω),·
I. αυτός που διαπερνά, διαπεραστικός· ουδ. ως επίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ένας λόφος που εξέχει και τίθεται ανάμεσα στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για ήχο, διαπεραστικός, ανατριχιατικός, οξύς, μεγαλόφωνος· ἤϋσεν διαπρύσιον, έβγαλε διαπεραστική κραυγή, στον ίδ.
II. 1. έπειτα ως επίθ., λέγεται για ήχο, δ. ὄταβος, σε Σοφ.· κέλαδος, σε Ευρ.
2. μεταφ., δ. κεραϊστής, ολοφάνερος κλέφτης, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

διαπρύσιος: и 2 (ῠ)
1) далеко простирающийся, обширный (ἄπειρος Pind.);
2) пронзительный, громкий (ὀλολυγαί HH; ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.);
3) явный, отъявленный (κεραϊστής HH);
4) ожесточенный (πόλεμος Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρύσιος -α -ον doordringend:; κέλαδος doordringend geluid Eur. Hel. 1308; n. adv.: ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον hij schreeuwde doordringend Il. 8.227. zich ver uitstrekkend: n. adv.: πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς een heuvel die ver in de vlakte doorloopt Il. 17.748.

Middle Liddell

διαπρύ˘σιος, η, ον adj διαπεράω
I. going through, piercing: neut. as adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill running far into the plain, Il.
2. of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν διαπρύσιον he gave a piercing cry, Il.
II. later as adj., of sound, δ. ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.
2. metaph., δ. κεραϊστής a manifest thief, Hhymn.