ἄντικρυς: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢ntikrÚ 安提克呂<br />'''詞類次數''':介詞(1)<br />'''原文字根''':交換 頭頂<br />'''字義溯源''':對面,面對面,相對,離開;源自([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 對面(1) 徒20:15
|sngr='''原文音譯''':¢ntikrÚ 安提克呂<br />'''詞類次數''':介詞(1)<br />'''原文字根''':交換 頭頂<br />'''字義溯源''':對面,面對面,相對,離開;源自([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 對面(1) 徒20:15
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[candidly]], [[explicitly]], [[expressly]], [[frankly]], [[downright slavery]]
}}
}}

Revision as of 15:00, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντῐκρῠς Medium diacritics: ἄντικρυς Low diacritics: άντικρυς Capitals: ΑΝΤΙΚΡΥΣ
Transliteration A: ántikrys Transliteration B: antikrys Transliteration C: antikrys Beta Code: a)/ntikrus

English (LSJ)

Adv.

   A straight on, right on, ἄντικρυς ἰὼν παρεκαθέζετο ἐκ δεξιᾶς he came straight up and... Pl.Euthd.273b, cf. Ar.Lys.1068, Th.2.4; also εἰς τὸ ἀ. πορεύεσθαι Pl.Smp.223b.    2 outright, openly, without disguise, ὅπως ἄ. τάδ' αἰνέσω A.Ch.192; ὁ χρησμὸς ἄ. λέγει Ar. Eq.128; εὔχονταί γε πλουτεῖν ἄ. Id.Pl.134; ἄ. ἔφη χρῆναι πλεῖν Th. 6.49; ἃ ἠδικοῦντο οὐ δηλοῦντες ἄντικρυς Id.5.30; οὐδὲν ἢ ἄ. δουλείαν downright slavery, Id.1.122; ἡ ἄ. ἐλευθερία Id.8.64; οὐκ ἄ. not at all, οὐ διοίσοντ' ἄ. τῶν Ἡρακλειδῶν Ar.Pl.384.    3 sts. of Time, straightway, συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. ὡς ἀποκτενοῦντες Lys.13.78, cf. Men.Pk.38, Pl.Ax367a.    II later, = ἀντικρύ, opposite, ἄ. εῖναι to oppose, Arist.EE1243a37; ἄ. ἐπιέναι against, D.H.3.24; καταστῆναι Plu.Sol.27; κατακλιθῆναί τινος LXX 3 Ma.5.16; ἐν τῇ ἄ. πυαλίδι CIG (add.)4224e (Cragus): c. gen., ἄ. Χίου Act.Ap.20.15, cf. PTeb.395.4(ii A.D.), etc.—Gramm. distinguish ἀντικρύ, = ἐξ ἐναντίας, and ἄντικρυς, = φανερῶς, διαρρήδην, cf. AB408, but ἀντικρύ (q.v.) has both senses in Hom. (-κρυ (ς) prob. akin to κέρας, κάρα.)

German (Pape)

[Seite 254] grade durch; über den Unterschied von ἀντικρύ s. d, Vor.; ἄντικρυς wird gebr.: a) örtlich, geradeswegs, Thuc. 2, 4; χωρεῖν ἄντικρυς Ar. Lys. 1069; ἰών Plat. Euthyd. 273 b; vgl. Conv. 223 b; Plut. Caes. 4 Pomp. 60. – b) übertr., geradezu, ausdrücklich, offenbar, τάδ' αἰνέσω Aesch. Ch. 190; ἄγειν ὡς ἀποκτενῶν Lys. 13, 78; αὐτὰ τοίνυν ἄντικρυς ἐμοὶ πέπονθας, da geht es dir gerad' ebenso wie mir, Ar. Eccl. 362; καὶ διαῤῥήδην Dem. 19, 36; γράφειν 24, 46; καταλιπεῖν ἀργύριον 52, 24; ἀπαγορεύειν Luc. Nigr. 13; Dio Chrys. 2, 88; auch bei subst., ἡ ἄντικρυς ἐλευθερία Thuc. 8, 64; vgl. 1, 122. – c) auf die Zeit geht es Axioch. 367 a, sofort. – Sp. brauchen es wie ἀντικρύ, gegenüber, τινός, Plut. Lucull. 9; App. Pun. 8, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντῐκρῠς: ἐπίρρ., ἐπ’ εὐθείας, κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἄντικρυς ἰὼν παρεκαθέζετο ἐκ δεξιᾶς, ἦλθε κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρὸς καὶ..., Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1069, Θουκ. 2. 4· ὡσαύτως εἰς τὸ ἄντ. πορεύεσθαι Πλάτ. Συμπ. 223Β. 2) φανερῶς, ἀπροκαλύπτως, ὅπως ἄντ. τάδ’ αἰνέσω Αἰσχύλ. Χο. 192· ὁ χρησμὸς ἄντ. λέγει Ἀριστοφ. Ἱππ. 128· εὔχονταί γε πλουτεῖν ἄντ. ὁ αὐτ. Πλ. 134· ἄντ. ἔφη χρῆναι πλεῖν Θουκ. 6. 49· οὐδὲν ἢ ἄντ. δουλείαν, ἀληθῆ, πραγματικὴν δουλείαν, ὁ αὐτ. 1. 122· ἡ ἄντ. ἐλευθερία ὁ αὐτ. 8. 64· οὐκ ἄντ., οὐδόλως, κοὐ διοίσοντ’ ἄντικρυς τῶν Ἡρακλειδῶν Ἀριστοφ. Πλ. 384. 3) ἐνίοτε ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, ἀμέσως, συλλαβόντες ἄγουσιν ἄντ. ὡς ἀποκτενοῦντες Λυσ. 137. 10, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., = ἀντῑκρύ, ἐναντίον, ἄντ. εἶναι, ἐναντιοῦσθαι, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 20· ἄντ. ἐπιέναι, ἐναντίον, Διον. Ἁλ. 3. 24· καταστῆναι Πλουτ. Σόλων 27· ἐν τῇ ἄντ. πυαλίδι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4224e, κτλ.· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 444. - Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἀντῑκρὺ καὶ ἄντῐκρυς, ὡς ἔχει ὁρισθῇ ἀνωτέρω ἐπὶ τῇ βάσει τῆς χρήσεως τῶν ἐν λόγῳ λέξεων παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν συγγραφέων, εἶχε παρατηρηθῇ ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, οἵτινες ἡρμήνευον τὸ μὲν ἀντῑκρὺ διὰ τοῦ ἐξ ἐναντίας, τὸ δὲ ἄντῐκρυς διὰ τοῦ φανερῶς, διαρρήδην, πρβλ. Α. Β. 408. Ὁ Ὅμηρος μετεχειρίζετο μόνον τὸ ἀντῑκρὺ ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας. Ἐν τῇ δοκίμῳ Ἀττικῇ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀπαντᾷ τὸ ἄντῐκρυς καὶ τοῦτο ἐπὶ τῆς δευτερευούσης σημασίας του· ἀντὶ δὲ τοῦ ἀντῑκρὺ εἶναι ἐν χρήσει τὸ καταντῐκρύ. Παρὰ Τραγ. οὔτε τὸ ἀντῑκρὺ εὑρίσκεται, οὔτε τὸ καταντῐκρύ, τὸ δὲ ἄντικρυς μόνον παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
I. directement :
1 en droite ligne, tout droit;
2 sans détour, droitement, ouvertement : ἡ ἄντικρυς ἐλευθερία THC la liberté franchement ; οὐκ ἄντικρυς AR non absolument, pas du tout;
II. postér. en face, contre ; face à face, vis-à-vis.
Étymologie: cf. ἀντικρύ.

Spanish (DGE)

(ἄντικρῠς)
adv.
I c. idea de mov.
1 c. verb. de mov. de frente, directamente, hacia adelante χωρεῖν Ar.Lys.1068, βαδίζων Ar.Lys.609, ἰών Pl.Euthd.273b, ἐπιέναι D.H.3.24.
2 c. subst. directo, expedito εἶναι ... ἄ. δίοδον ἐς τὸ ἔξω (creyendo) que había una salida directa hacia afuera Th.2.4.
3 subst. τὸ ἄ. adelante εἰς τὸ ἄ. πορεύεσθαι Pl.Smp.223b.
II sin idea de mov., c. valor local
1 c. verb. de lugar enfrente, delante ἄ. καταστάς Plu.Sol.27
esp. c. gen. enfrente de, delante de τοῦ θρόνου Themist.Ep.20, ἄ. γὰρ ἡ πόλις ἔκειτο τοῦ ἱεροῦ I.AI 15.410, Χίου Act.Ap.20.15, διὰ ... τραπέζης ἄ. Τυχαίου a través del banco enfrente del templo de la Fortuna, PTeb.395.4 (II d.C.), cf. POxy.43.ue.3.20, αὐτοῦ LXX 3Ma.5.16, cf. Apoc.Petr.11.26, POxy.471.81, ἄ. τῶν συγγενῶν πάντων SB 9882.2.3 (II/III d.C.)
fig. en oposición, en contra ὅταν δ' ἄ. ᾖ τι τῶν ἰδίων Arist.EE 1243a37.
2 c. subst. opuesto, de enfrente ἐν δὲ τῇ ἄ. πυαλίδι en el sarcófago de enfrente, TAM 2.249.5a.
III c. valor nocional
1 c. verb. de lengua abiertamente, rotundamente, claramente ὅπως μὲν ἄ. τάδ' αἰνέσω A.Ch.192, ὁ χρησμὸς ἄ. λέγει Ar.Eq.128, cf. Au.962, ἄ. ἔφη χρῆναι πλεῖν Th.6.49, εὔχονταί γε πλουτεῖν ἄ. Ar.Pl.134, ἃ ... ἠδικοῦντο, οὐ δηλοῦντες ἄ. Th.5.30, cf. Aristid.Or.37.21
en cont. legales expresamente τοῦ νόμου λέγοντος ἄ. D.38.18, ἄ. ἔγραψεν D.24.46, cf. 19.36, 23.28, Is.11.23, en gener. κοὐ διοίσοντ' ἄ. Ar.Pl.384.
2 c. subst. abstr. en sent. estricto total, auténtico, claro οὐκ ἄλλο τι ἢ ἄ. δουλείαν Th.1.122, ἡ ἄ. ἐλευθερία Th.8.64, ἄντικρυς δηλατορίαν delación totalmente calumniosa, SB 10989.24, 53 (IV d.C.) κυρία ... <τῶν ἁ>πάντων ἄ. la dueña absolutamente de todo Men.Fr.334.3.
IV c. valor temporal inmediatamente συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. (αὐτόν) ὡς ἀποκτενοῦντες habiéndolo cogido lo llevan inmediatamente para ajusticiarlo Lys.13.78, φροντίδες ἄ. ὑπέδυσαν Pl.Ax.367a.

• Etimología: Cf. ἀντικρύ.

Greek Monotonic

ἄντῐκρῠς: επίρρ.,
I. 1. κατ' ευθείαν, εμπρός, σε Θουκ. κ.λπ.
2. φανερά, απροκάλυπτα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. δουλεία, πραγματική δουλεία, σε Θουκ.· οὐκ ἄντικρυς, καθόλου, σε Αριστοφ.
II. έπειτα ἀντῑκρύ, αντίθετα, εναντίον, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄντικρῠς: adv.
1) (на)против, прямо, навстречу (ἀ. δίοδος ἐς τὸ ἔξω Thuc.; χωρεῖν Arph.): ἀ. ἰών Plat. или ἄ. καταστάς Plut. подойдя вплотную; εἰς τὸ ἀ. πορεύεσθαι παρά τινα Plat. прямо ввалиться к кому-л.;
2) прямо, напрямик (αἰνειν Aesch.; εἰπεῖν Thuc.; λέγειν Arph.; γράφειν Dem.): οὐ διαφέρειν ἄ. τινος Arph. нисколько не отличаться от кого(чего)-л.; ὁ ἄ. Thuc. подлинный, настоящий;
3) тут же, тотчас же, немедленно (συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. τὸν κακουργόν Lys.);
4) наперекор (ἀ. εἶαί τινος Arst.).

Middle Liddell


I. straight on, right on, Thuc., etc.
2. outright, openly, without disguise, Aesch., Thuc., etc.; ἀντ. δουλεία downright slavery, Thuc.; οὐκ ἄντικρυς not at all, Ar.
II. later, = ἀντῑκρύ, opposite, Arist., Plut.

Chinese

原文音譯:¢ntikrÚ 安提克呂
詞類次數:介詞(1)
原文字根:交換 頭頂
字義溯源:對面,面對面,相對,離開;源自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 對面(1) 徒20:15

English (Woodhouse)

candidly, explicitly, expressly, frankly, downright slavery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)