διστάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διστάζω]])<br />δεν [[αποφασίζω]] με [[ευκολία]], έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />δεν [[αποφασίζω]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν διστάζει προ ουδενός» — [[είναι]] [[αδίστακτος]], δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό<br /><b>αρχ.</b><br />(παθ. μτχ.) <i>δισταζόμενος</i>, -η, -ον<br />[[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[διστάζω]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από <i>δι</i>-<i>στ</i>-<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>dvi</i>-<i>sth</i>-<i>a</i> «[[αμφίσημος]], [[δίσημος]]», αρχ. νορβ. <i>tvi</i>-<i>st</i>-<i>r</i> «διχασμένος, [[λυπημένος]]») <span style="color: red;"><</span> IE <i>dwi</i>-<i>st</i> (<i>h</i>)-<i>o</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>dwi</i> του <i>δις</i> <span style="color: red;">+</span> <i>st</i> (<i>h</i>)<i>ā</i> του [[ίστημι]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερπυστάζω</i> - [[ερπύζω]], [[κλαστάζω]] - [[κλάω]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=(AM [[διστάζω]])<br />δεν [[αποφασίζω]] με [[ευκολία]], έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />δεν [[αποφασίζω]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν διστάζει προ ουδενός» — [[είναι]] [[αδίστακτος]], δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό<br /><b>αρχ.</b><br />(παθ. μτχ.) <i>δισταζόμενος</i>, -η, -ον<br />[[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[διστάζω]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από <i>δι</i>-<i>στ</i>-<i>ος</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>dvi</i>-<i>sth</i>-<i>a</i> «[[αμφίσημος]], [[δίσημος]]», αρχ. νορβ. <i>tvi</i>-<i>st</i>-<i>r</i> «διχασμένος, [[λυπημένος]]») <span style="color: red;"><</span> IE <i>dwi</i>-<i>st</i> (<i>h</i>)-<i>o</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>dwi</i> του <i>δις</i> <span style="color: red;">+</span> <i>st</i> (<i>h</i>)<i>ā</i> του [[ίστημι]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δίζω]] ([[πρβλ]]. <i>ερπυστάζω</i> - [[ερπύζω]], [[κλαστάζω]] - [[κλάω]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διστάζω Medium diacritics: διστάζω Low diacritics: διστάζω Capitals: ΔΙΣΤΑΖΩ
Transliteration A: distázō Transliteration B: distazō Transliteration C: distazo Beta Code: dista/zw

English (LSJ)

fut. A -άσω Phld.Sign.1, al.: (δίς):—doubt, hesitate, abs., Pl. Tht.190a, Ion534e, etc.; δ. εἰId.Lg.897b, BGU388i17 (ii/iii A. D.); μήPl.Sph.235a; μή ποτε, c. ind., Phld.Sign.13, 21; πῶςArist.EN1112b2; πότερονId.Metaph.1091a14; περί τι Id.EN1112b8; περί τινος Plu.2.62a:—Pass., to be in doubt, D.S.17.9; τὰ -όμενα OGI315.66 (Pessinus), Phld.Lib.p.23 O.

German (Pape)

[Seite 643] (δίς), zweifeln, ungewiß sein; absolut, Plat. Theaet. 190 a; ὅτι, Ion 534 e; εἰ ἑτέρως ἔχει Legg. X, 897 b; μὴ – τυγχάνοι Soph. 235 a; πῶς γραπτέον Arist. Eth. 3, 5; περί τινος, Plut. discr. ad. et am. 29. – Auch im pass., bezweifelt werden; παρουσία δισταζομένη, worüber man ungewiß ist, D. Sic. 17, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διστάζω: μέλλ. -άσω (δὶς) ἀμφιβάλλω, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐν δισταγμῷ ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Α, κτλ.· δ. ὅτι… ὁ αὐτ. Ἴωνι 534Ε· δ. εἰ… Νόμ. 897Β· μὴ… Σοφ. 235Α· πῶς… Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 8· πότερον… ὁ αὐτ. Μεταφ. 13. 3, 15· περί τι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 9· περί τινος Πλούτ. 2. 62Α· ― δισταζόμενος, ἀμφιβάλλων, ἀβέβαιος, Διόδ. 17. 9, ― Πρβλ. δοάζω.

French (Bailly abrégé)

douter, être dans l’incertitude.
Étymologie: δίς, ἵστημι.

Spanish (DGE)

1 dudar, vacilar ὅταν ... τὸ αὐτὸ ἤδη φῇ καὶ μὴ διστάζῃ Pl.Tht.190a, cf. Io 534e, ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας Eu.Matt.14.31, cf. 28.17, ISyène 252.9 (III/IV d.C.)
dudar, preguntarse c. περί y ac. o gen. περὶ αὐτάς Arist.EN 1112b8, περὶ δὲ τὸ ὄνομα Ath.Al.Syn.41.1, μηδὲν δίσταζε περὶ ἐμοῦ no te preocupes por mi en una carta PMich.491.10 (II d.C.), περὶ λουτροῦ καὶ τροφῆς Plu.2.62a, περὶ τῆς συνθέσεως A.D.Synt.329.6, c. interr. indir. εἰ ἑτέρως πως ἔχει Pl.Lg.897b, cf. IUrb.Rom.1536 (II d.C.), BGU 388.1.17 (II/III d.C.), πότερον ἐάσωμεν αὐτὸ ἢ ἐπισκεψόμεθα ἄλλον τρόπον Pl.Tht.187d, cf. Arist.Metaph.1091a14, οὐ γὰρ διστάζομεν πῶς γραπτέον Arist.EN 1112b2, ᾗ δ' ἀπονεύσω, διστάζω AP 12.89, τίνι δῷς ἢ τίνι μὴ δῷς Herm.Mand.2.4, c. μή e ind., Pl.Sph.235a, Plb.12.26c.2, Phld.Sign.13.36, AP 11.72 (Loll.), c. ὡς Longin.28.1, c. μήποτε y subj. Aristeas 53
en v. pas. ser puesto en duda, ser dudoso αἱ μὲν συμμαχίαι τοῖς Θηβαίοις δισταζομένην εἶχον παρουσίαν la venida de los aliados era puesta en duda por los tebanos D.S.17.9, τὸ δισταζόμενον lo que está en duda, UPZ 110.57 (II a.C.), τὰ δισταζόμενα los casos dudosos, que plantean dudas, OGI 315.66 (Pesinunte II a.C.), Phld.Lib.fr.47.2, c. interr. indir. διστάζεται εἰ σοφός, ὅτι τύραννος IUrb.Rom.1536 (II d.C.).
2 crist. no creer, carecer de fe περὶ τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως 1Ep.Clem.11.2, περὶ τῆς τοῦ σώματος ἀναστάσεως Ath.Al.Inc.31.22, περὶ θεοῦ Clem.Al.Strom.7.10.55.
• Etimología: Deverbativo de δίζω, o quizá denom. del comp. *δϝι-στ-ος, cf. ai. dviṣṭha- ‘de doble sentido’, anórd. tvistr ‘dividido’, ‘triste’, cuyo segundo término sería la r. de ἵστημι, q.u.

English (Strong)

from δίς; properly, to duplicate, i.e. (mentally) to waver (in opinion): doubt.

English (Thayer)

1st aorist ἐδίστασα (δίς); to doubt, waver: Plato (Sophocles), Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

(AM διστάζω)
δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι
μσν.- νεοελλ.
δεν αποφασίζω κάτι
νεοελλ.
φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» — είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό
αρχ.
(παθ. μτχ.) δισταζόμενος, -η, -ον
αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. διστάζω θεωρήθηκε ότι προήλθε από δι-στ-ος (πρβλ. αρχ. ινδ. dvi-sth-a «αμφίσημος, δίσημος», αρχ. νορβ. tvi-st-r «διχασμένος, λυπημένος») < IE dwi-st (h)-o- < dwi του δις + st (h)ā του ίστημι. Κατ' άλλους, πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του δίζω (πρβλ. ερπυστάζω - ερπύζω, κλαστάζω - κλάω κ.ά.)].

Greek Monotonic

διστάζω: μέλ. -άσω (δίς), αμφιβάλλω, διστάζω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διστάζω: колебаться, быть в нерешительности, сомневаться (περί τι Arst. и περί τινος Plat., тж. ὅτι, εἰ и μή … Plat.): δισταζόμενος Diod. сомнительный, недостоверный.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: hesitate, be uncertain, doubt (Pl.)
Other forms: fut. διστάσω
Derivatives: Analogical δισταγμός (Agatharch.), δίσταγμα (Phld.), διστακτικός (A. D.), διστάξιμος (Ptol.), διστασμός (Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [228, 232] *du̯i-s- double
Etymology: Since Solmsen (KZ 37, 20f., IF 14, 437) considered a denominative of *δι-στ-ος = Skt. dvi-ṣṭh-a- double, awno. tvi-st-r prop. *twofold, sad, IE *du̯i-sth₂-o-, from du̯i- (s. δίς) and steh₂- stand (s. ἵστημι); cf. δύστηνος. But it could also be a derivation of δίζω, cf. ἑρπυστάζω beside ἑρπύζω, κλαστάζω beside κλάω etc. (Schwyzer 706).

Middle Liddell

[δίς]
to be in doubt, hesitate, Plat.

Frisk Etymology German

διστάζω: {distázō}
Forms: Fut. διστάσω
Grammar: v.
Meaning: zweifeln, ungewiß sein, schwanken (Pl., Arist. usw.) mit διστασμός (Thphr.);
Derivative: daneben mit analogischem γ δισταγμός (Agatharch. u. a.), δίσταγμα (Phld.), διστακτικός (A. D., Sch.), διστάξιμος (Ptol.).
Etymology : Nach gewöhnlicher und einwandfreier Annahme seit Solmsen (KZ 37, 20f., IF 14, 437) denominativ von *διστος = aind. dvi-ṣṭh-a- zweideutig, awno. tvi-st-r eig. *zwiespaltig, traurig, idg. *du̯i-sth-o-, Zusammenbildung aus du̯i- (s. δίς) und sthā- stehen (s. ἵστημι); vgl. δύστηνος. An sich kann es aber auch eine Erweiterung von δίζω sein, vgl. ἑρπυστάζω neben ἑρπύζω, κλαστάζω neben κλάω usw. (Schwyzer 706).
Page 1,399

Chinese

原文音譯:dist£zw 笛士他索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:二-站
字義溯源:雙重的,猶預不決,疑惑,躊躇;源自(δίς)=兩次);而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)。或由(δίς)=兩次)與(στάσις)=立足點)組成;有兩個立場,自然就是猶預不決,疑惑不定
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 你⋯疑惑(1) 太14:31;
2) 疑惑(1) 太28:17