ἀγέρωχος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀγέρωχος:'''<br /><b class="num">1)</b> неукротимый, непреклонный ([[Τρῶες]], [[Μυσοί]] Hom.; βάτραχοι Batr.; [[πάθη]] Plut.; [[ὄνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> гордый, славный (ἕργματα, [[στεφάνωμα]], [[νίκη]] Pind.). | |elrutext='''ἀγέρωχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неукротимый]], [[непреклонный]] ([[Τρῶες]], [[Μυσοί]] Hom.; βάτραχοι Batr.; [[πάθη]] Plut.; [[ὄνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[гордый]], [[славный]] (ἕργματα, [[στεφάνωμα]], [[νίκη]] Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:41, 19 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. Adj. (used also in late Prose, v. infr.), in Hom. always in good sense, A high-minded, lordly, Τρῶες, Ῥόδιοι, Μυσοί, Il.3.36, 2.654, 10.430, cf. Alcm.122, B.5.35; βάτραχοι Batr.145; once of a single man, viz. Periclymenus, Od.11.286, Hes.Fr.14; of noble actions, ἀ. ἕργματα Pi.N.6.34; νίκη O.10(11).79; πλούτου στεφάνωμ' ἀ. lordly crown of wealth, P.1.50; high-spirited, Philostr.Im.2.2,al.; ἀγέρωχα σκιρτᾶν ib.32; -ότερα γυμνάσια Id.Gym.46. II later in bad sense, arrogant, Archil.154, Alc.120, Com.Adesp.162, LXX 3 Ma.1.25; ἀ. ὄνος Luc.Asin.40; of things, φυτόν Anacreont.53.42. Adv. -χως AP9.745 (Anyte), Plb.2.8.7: Comp. -ότερον Id.18.34.3.
German (Pape)
[Seite 13] bei Hom. achtmal, Odyss. 11, 286 Περικλύμενόν τ' ἀγέρωχον, Iliad. 10, 430 Μυσοί τ' ἀγέρωχοι, 2, 654 Ῥοδίων ἀγερώχων, 3, 36. 5, 623. 7, 343. 16, 708. 21, 584 Τρώων ἀγερώχων; Ableitung und Bedeutung nicht sicher; Aristarch erklärte, ὅτι Ὅμηρος ἀγερώχους τοὺσἄγαν γεραόχους καὶ σεμνοὺς λέγει, daß er das Wort gebrauche ἐπὶ τῶν γεραόχων, σεμνῶν καὶ ἐντίμων, f. Aristonic. in den Scholl. Iliad. 3, 36. 10, 430. Vgl. Plutarch. Fab. 19 u. Buttm. Lexil. 2, 98 ff. – Bei Pind. νίκη Ol. 11, 82, στεφάνωμα πλούτου P. 1, 50, ἔργματα N. 6, 34; Anacr. φυτόν, von der Rose, 54, 23. – Im tadelnden Sinne (ἀλαζών, ὑβριστής), nach Eust. schon Archil. u. Alcaeus, bes. Polyb. u. Sp.; καὶ ἄκοσμα πάθη Plut. Symp. 3, 4, 1; sogar vom ὄνος Luc. Asin. 40; von Ziegen Philostr. – Adv., ἀγερώχως ὄμμα γαῦρον ἔχει τράγος Anyt. 10 (IX, 745); Polyb. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέρωχος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἐπίθ. (ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ἔντιμος, ἐπίθ. πολεμικῶν φυλῶν, ἰδίως τῶν Τρώων, Ἰλ. Γ. 36, κτλ.· τῶν Ῥοδίων Β, 654· τῶν Μυσῶν Κ. 430, πρβλ. Βατρ. 145· ἅπαξ δὲ ἐπὶ ἑνὸς ἀνδρός, τοῦ Περικλυμένου, Ὀδ. Λ. 286· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 22, Gaisf. Παρὰ Πινδάρῳ ἐπὶ εὐγενῶν πράξεων, ἀγ. ἕργματα, Ν. 6. 56, νίκη, Ὀ, 10 (11). 95, πλούτου στεφάνωμ’ ἀγ., μεγαλοπρεπὴς στέφανος πλούτου, Π. 1, 96. ΙΙ. κατόπιν ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερήφανος, μέγα φρονῶν, ὑπεροπτικός, ὑβριστικός, Ἀρχίλ. 154, Ἀλκαῖ. 119· οὕτω καὶ Μακκ. Γ΄, α΄ 25, ἀγ. ὄνος, Λουκ. Ὄν. 40: - οὕτω καὶ ἐπὶρρ. –χως, Ἀνθ. Π. 9, 745, Πολύβ. 2. 8. 7. – Συγκρ. –ότερον, ὁ αὐτ. 18, 17, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fier, noble, glorieux;
2 en mauv. part hautain, arrogant, insolent.
Étymologie: prob. de ἄγαν, ἐρωή, -χος -- DELG la moins mauvaise explic. est celle de Schwyzer, de ἀ- copulatif, γέρας, ἔχω.
English (Autenrieth)
(if from ἐρωή) impetuous, mighty in combat; anciently interpreted as if from γέρας, ‘gifted.’
English (Slater)
ᾰγέρωχος, -ον
1 proud, (not of persons). νίκας ἀγερώχου (O. 10.79) τιμάν, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.33)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I de pers. y animados
1 arrogante, gallardo, atrevido Τρῶες Il.3.36, 5.623, 7.343, 16.708, 21.584, Ῥόδιοι Il.2.654, Λύκιοι Μυσοί τ' Il.10.430, Κεφαλλ ήνων ἀγερώχων Hes.Fr.150.30, Περικλύμενος Od.11.286, Hes.Fr.33a.12, cf. Alcm.5(b).4, 10(b).15, ταῦρος Philostr.Im.1.16.4, paród. βάτραχοι Batr.145, ἀγέρωχον φυτόν planta gloriosa de la rosa Anacreont.55.42
•neutr. como adv. ἀγέρωχα σκιρτᾶν Philostr.Im.2.32.2.
2 en sent. neg. arrogante, insolente, fanfarrón Archil.62, Alc.402, LXX 3Ma.1.25, ἀγέρωχοι οἱ θεοὶ καὶ δεινοί Philostr.Im.1.9.3, ὄνος Luc.Asin.40
•neutr. como adv. ἀ. ἀπαντᾶν τινι Plb.18.34.3.
II de acciones y cosas
1 noble, gallardo ἔργματα Pi.N.6.33, νίκη Pi.O.10.79, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον Pi.P.1.50, ὄψις D.H.Comp.16.9.
2 atrevido, estimulante ἀγερωχότερα γυμνάσια para los atletas, Philostr.Gym.46.
III adv. -ως
1 gallardamente Ps.Callist.41.1.
2 arrogantemente, AP 9.745 (Anyt.), Plb.2.8.7.
Greek Monotonic
ἀγέρωχος: [ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.·
I. μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις.
II. με αρνητική σημασία, επηρμένος, υπεροπτικός, αναιδής, αυθάδης, σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., ἀγερώχως, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀγέρωχος:
1) неукротимый, непреклонный (Τρῶες, Μυσοί Hom.; βάτραχοι Batr.; πάθη Plut.; ὄνος Luc.);
2) гордый, славный (ἕργματα, στεφάνωμα, νίκη Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: high-mided, proud (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Schwyzer proposed a formation from γέρας and ἔχειν with α copulativum (Glotta 12, 9, Gramm. 218 A. 1); quite doubtful. Uncertain also Dor. γερωχία (Ar. Lys. 980).
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
I. poet. adj. high-minded, lordly, Hom., etc.; in Pind. of noble actions.
II. in bad sense, haughty, arrogant, insolent, Archil., Luc.: so adv. -χως, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγέρωχος -ον
1. van zaken nobel, eervol :. πλούτου στεφάνωμ ’ ἀγέρωχον de eervolle krans van rijkdom Pind. P. 1.50.
2. van personen trots, waardig; later ongunstig hooghartig.
Frisk Etymology German
ἀγέρωχος: {agérōkhos}
Meaning: hochherzig, auch hochmütig, stolz (ep. poet., auch späte Prosa).
Derivative: Davon ἀγερωχία f. Hochherzigkeit, Hochmut, Anmaßung (LXX, Plb. usw.).
Etymology : Wahrscheinlich Zusammenbildung von γέρας ἔχειν (Hom. usw.) mit α copulativum. Vgl. dor. γερωχία (Ar. Lys. 980); dazu Schwyzer Glotta 12, 9 und Gramm. 218 A. 1 m. Lit.
Page 1,9