στονόεις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στονόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> [[стонущий]], [[рыдающий]] ([[ἀοιδή]] Hom.; [[γῆρυς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[безотрадный]] ([[εὐνή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> исторгающий стоны ([[ἀϋτή]], ὀϊστοί Hom.; [[πλαγά]] Aesch.; [[σίδηρος]] Soph.).
|elrutext='''στονόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> [[стонущий]], [[рыдающий]] ([[ἀοιδή]] Hom.; [[γῆρυς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[безотрадный]] ([[εὐνή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[исторгающий стоны]] ([[ἀϋτή]], ὀϊστοί Hom.; [[πλαγά]] Aesch.; [[σίδηρος]] Soph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:38, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στονόεις Medium diacritics: στονόεις Low diacritics: στονόεις Capitals: ΣΤΟΝΟΕΙΣ
Transliteration A: stonóeis Transliteration B: stonoeis Transliteration C: stonoeis Beta Code: stono/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (στόνος) A causing groans or sighs, βέλεα Il.8.159; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.I.8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.Sc.127; πλαγά A.Pers.1053 (lyr.); σίδαρος S.Tr.886 (lyr.); ἄλγη Tim.Pers.199; τύμβος IG3.1354. 2 full of moaning, ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.OT187 (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El.147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant.1145 (lyr.): neut. as adverb, στονόεν λέλακε χώρα A.Pr.407 (lyr.), cf. Opp.C.3.213.

German (Pape)

[Seite 948] εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.

Greek (Liddell-Scott)

στονόεις: εσσα, εν, (στόνος) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· σίδαρος Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) καθόλου, τεθλιμμένος, μελαγχολικός, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἀϋτή, εὐνή Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· ὅμαδος Πινδ. Ι. 8 (7). 55· γῆρυς Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. ὄρνις, ἡ ἀηδών, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε χώρα Αἰσχύλ. Πρ. 406.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 gémissant;
2 qui fait gémir, funeste.
Étymologie: στόνος.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of, or causing sighs and groans, mournful, grievous, ἀοιδή, βέλεα, Ω, Il. 8.159.

English (Slater)

στονόεις
   1 dolorous ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (στονόεντά τ codd.) (I. 8.25)

Greek Monolingual

και στενόεις -εσσα, -εν, Α
1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ.
β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ.
γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε γῆρυς ὅμαυλος», Σοφ.
β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) στονόεν
με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «στονόεσσα ὄρνις» — το αηδόνι (Σοφ.)
β) «στονόεις πορθμός» — θορυβώδης πορθμός, εκεί όπου βουίζει η θάλασσα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόνος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

στονόεις: -εσσα, -εν (στόνος),
1. αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, λυπηρός, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, θλιμμένος, λυπημένος, εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στονόεις: όεσσα, όεν
1) стонущий, рыдающий (ἀοιδή Hom.; γῆρυς Soph.);
2) печальный, безотрадный (εὐνή Hom.);
3) исторгающий стоны (ἀϋτή, ὀϊστοί Hom.; πλαγά Aesch.; σίδηρος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).

Middle Liddell

στονόεις, εσσα, εν στόνος
1. causing groans or sighs, Hom., Aesch., etc.
2. generally, mournful, sad, wretched, Hom., Soph.; neut. as adv., Aesch.