ἀποκρούω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποκρούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отбивать]], [[отламывать]]: [[κοτυλίσκιον]] τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον Arph. чашка с отбитым краем;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать ([[φύλακας]] τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, [[τρεῖς]] προσβολάς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pass. терпеть крушение, неудачу: τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. быть опрокинутым лошадью; ἀποκρούεσθαι τῆς [[πείρας]] Thuc., Polyb. терпеть неудачу в своей попытке. | |elrutext='''ἀποκρούω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отбивать]], [[отламывать]]: [[κοτυλίσκιον]] τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον Arph. чашка с отбитым краем;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать ([[φύλακας]] τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, [[τρεῖς]] προσβολάς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pass. [[терпеть крушение]], [[неудачу]]: τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. быть опрокинутым лошадью; ἀποκρούεσθαι τῆς [[πείρας]] Thuc., Polyb. терпеть неудачу в своей попытке. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[beat]] off from a [[place]], Xen.:—Mid. to [[beat]] off from [[oneself]], [[beat]] off an [[attack]], Hdt., Thuc.: —Pass. to be [[beaten]] off, Thuc., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[beat]] off from a [[place]], Xen.:—Mid. to [[beat]] off from [[oneself]], [[beat]] off an [[attack]], Hdt., Thuc.: —Pass. to be [[beaten]] off, Thuc., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> Pass., κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 20 August 2022
English (LSJ)
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in Med., beat off from oneself, τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4; αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.; τινάς Jul. Or.2.67b; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28; τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7, etc. II knock off, IG3.1417.12:—Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459. III Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded, πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.
German (Pape)
[Seite 309] (s. κρούω), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουσμένον (v.l. ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρούω: ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: καθόλου, ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· ἀποκρούω, ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. ἀποκόπτω ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, ποτήριον ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ χεῖλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., ὡσαύτως, καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
éloigner ou séparer par un choc, d’où
1 casser, briser;
2 repousser violemment : τινά τινος qqn d’un lieu ; particul. refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας THC être repoussé, d’où échouer dans une tentative;
Moy. ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..
Étymologie: ἀπό, κρούω.
Spanish (DGE)
I 1arrojar, alejar violentamente c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.HG 5.3.22, τὸν πύκτην AP 11.351 (Pall.)
•tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.Or.3.67b
•en v. pas. c. gen. o adv. de lugar ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Eq.Mag.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.Sert.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos Plb.9.42.2.
2 gener. c. ac. de pers. y gen. apartar, alejar αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.Cic.47
•en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4
•c. ac. de cosa rechazar νόσον Porph.Abst.1.53, ὕπνον Porph.Abst.1.27
•en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.in CA 19.5
•refutar los argumentos de un oponente, D.H.Comp.132.12, κατηγορίαν Chor.Or.8.146
•no aceptar τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας SB 7261.8.
3 c. ac. de cosa maltratar, destruir μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι IG 22.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)
•en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada Ar.Ach.459.
II en v. med.-pas. c. gen. de abstr. ser impedido, fracasar ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema Plb.21.28 (ap. crít. p.57).
Greek Monolingual
(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.
Greek Monotonic
ἀποκρούω: μέλ. -σω·
I. απωθώ με τη βία από έναν τόπο, εκδιώκω, απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., απωθώ τους επιτιθέμενους εναντίον μου, αποσοβώ μια επίθεση, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., απωθούμαι, εκδιώκομαι με τη βία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
II. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, κύπελο, ποτήρι που του έχει σπάσει και του λείπει το χείλος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρούω:
1) отбивать, отламывать: κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον Arph. чашка с отбитым краем;
2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать (φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.);
3) pass. терпеть крушение, неудачу: τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. быть опрокинутым лошадью; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας Thuc., Polyb. терпеть неудачу в своей попытке.
Middle Liddell
I. to beat off from a place, Xen.:—Mid. to beat off from oneself, beat off an attack, Hdt., Thuc.: —Pass. to be beaten off, Thuc., Xen., etc.
II. Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.