αὔλιος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=au)/lios
|Beta Code=au)/lios
|Definition=α, ον, ([[αὐλή]] I) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to folds]], <b class="b3">ἀστὴρ αὔλιος</b> 'star [[that bids the shepherd fold]]', <span class="bibl">A.R.4.1630</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>539</span>; <b class="b3">ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις</b> dub. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>500</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὔλιος θύρα</b> dub. l. in <span class="bibl">Men.546</span>; cf. <b class="b3">αὐλία θύρα· πυλών</b>, Hsch.</span>
|Definition=α, ον, ([[αὐλή]] I) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to folds]], <b class="b3">ἀστὴρ αὔλιος</b> 'star [[that bids the shepherd fold]]', <span class="bibl">A.R.4.1630</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>539</span>; <b class="b3">ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις</b> dub. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>500</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὔλιος θύρα</b> dub. l. in <span class="bibl">Men.546</span>; cf. <b class="b3">αὐλία θύρα· πυλών</b>, Hsch.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo al establo o aprisco]] ἀστὴρ [[αὔλιος]] estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde</i> Call.<i>Fr</i>.177.6, A.R.4.1630.<br /><b class="num">2</b> [[del patio]] [[αὐλία]] θύρα Moer.81, Hsch.; cf. [[αὔλειος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'étable, la bergerie <i>ou</i> les bergers ; ἀστὴρ [[αὔλιος]] l'étoile du berger ; <i>p. ext.</i> rustique, <i>selon d'autres</i> qui résonne du son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[αὔλειος]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]], ou [[αὐλός]] pour le dernier sens.
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'étable, la bergerie <i>ou</i> les bergers ; ἀστὴρ [[αὔλιος]] l'étoile du berger ; <i>p. ext.</i> rustique, <i>selon d'autres</i> qui résonne du son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[αὔλειος]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]], ou [[αὐλός]] pour le dernier sens.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo al establo o aprisco]] ἀστὴρ [[αὔλιος]] estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde</i> Call.<i>Fr</i>.177.6, A.R.4.1630.<br /><b class="num">2</b> [[del patio]] [[αὐλία]] θύρα Moer.81, Hsch.; cf. [[αὔλειος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλιος Medium diacritics: αὔλιος Low diacritics: αύλιος Capitals: ΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: aúlios Transliteration B: aulios Transliteration C: aylios Beta Code: au)/lios

English (LSJ)

α, ον, (αὐλή I) A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr.539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E.Ion500 (lyr.). II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 relativo al establo o aprisco ἀστὴρ αὔλιος estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde Call.Fr.177.6, A.R.4.1630.
2 del patio αὐλία θύρα Moer.81, Hsch.; cf. αὔλειος.

German (Pape)

[Seite 393] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος θύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλιος: -α, -ον, (αὐλή Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ αὔλειος ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος αὐλή, παράγει δὲ τὸ αὔλιος ἐκ τοῦ αὐλός)· - ἀλλ’ ἀστὴρ αὔλιος, εἶναι ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «αὔλιον ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ ἕσπερος ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. αὔλιος θύρα = αὔλειος, Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne l'étable, la bergerie ou les bergers ; ἀστὴρ αὔλιος l'étoile du berger ; p. ext. rustique, selon d'autres qui résonne du son de la flûte;
2 c. αὔλειος.
Étymologie: αὐλή, ou αὐλός pour le dernier sens.

Greek Monolingual

αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.

Greek Monotonic

αὔλιος: -α, -ον (αὐλή), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὔλιος:
I 3
1) αὐλή служащий жильем, по друг. αὐλός оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);
2) Men. = αὔλειος II.
II ἡ Luc. v.l. = αὔλειος II.

Middle Liddell

αὐλή
of or for farm-yards, rustic, Eur.