διανοοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] dep. pass., im Sinne haben, gesonnen sein, beabsichtigen, seq. inf., Her. 2, 121, 4; διενένωντο ποιήσειν 7, 206 (der inf. fut. ist selten, vgl. Thuc. 7, 56. 8, 55); Plat. Conv. 207 c; στρατεύειν Thuc. 6, 93; διανενόησαι προστατεύειν τῆς πόλεως Xen. Mem. 3, 6, 2; auch τὴν ἀπόβασιν, die Landung beabsichtigen, Thuc. 4, 29; durchdenken, überlegen, u. übh. denken, meinen, z. B. ἃ διανοεῖται λέγει, u. ähnl. Plat. u. Folgde, [[περί]] τινος, Plat. Theaet. 185 a u. öfter, vgl. Isocr. 1, 35; auch [[περί]] τι ὀρθῶς, Plat. Legg III, 686 d; [[ὑπέρ]] τινος, Rep. III, 414 e; seq. acc. c. inf., παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Prot. 324 b; c. ὡς et partic., διανοοῦ ὡς ἐρῶν Legg. XII, 964 a; ὡς λέγοντός μου Rep. VII, 523 c; ὡς ἀνίατον τοῦτον [[ὄντα]] Legg. IX, 854 e; διανοοῦνται ὡς πετόμενοι ἐν τῷ ὕπνῳ, sie glauben zu fliegen, Theaet. 158 b; ὡς μὴ ἀκουσομένων οὕτω διανοεῖσθε Rep. I, 827 f; Crat. 439 c; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, 384 a; πρὸς αὑτόν, Phil. 38 e; πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν, auf, Legg. I, 628 d; οὕτω [[πρός]] τινα, so gegen Jem. gesinnt sein, Rep. I, 343 b; πῆ καὶ πῶς χρήσεται Pol. 3, 93, 2; unterscheiden, Plat. Legg. VIII, 833 c; – διανοηθέν, pass., Plat. Legg. II, 654 c; Ep. VII, 328 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] dep. pass., im Sinne haben, gesonnen sein, beabsichtigen, seq. inf., Her. 2, 121, 4; διενένωντο ποιήσειν 7, 206 (der inf. fut. ist selten, vgl. Thuc. 7, 56. 8, 55); Plat. Conv. 207 c; στρατεύειν Thuc. 6, 93; διανενόησαι προστατεύειν τῆς πόλεως Xen. Mem. 3, 6, 2; auch τὴν ἀπόβασιν, die Landung beabsichtigen, Thuc. 4, 29; durchdenken, überlegen, u. übh. denken, meinen, z. B. ἃ διανοεῖται λέγει, u. ähnl. Plat. u. Folgde, [[περί]] τινος, Plat. Theaet. 185 a u. öfter, vgl. Isocr. 1, 35; auch [[περί]] τι ὀρθῶς, Plat. Legg III, 686 d; [[ὑπέρ]] τινος, Rep. III, 414 e; seq. acc. c. inf., παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Prot. 324 b; c. ὡς et partic., διανοοῦ ὡς ἐρῶν Legg. XII, 964 a; ὡς λέγοντός μου Rep. VII, 523 c; ὡς ἀνίατον τοῦτον [[ὄντα]] Legg. IX, 854 e; διανοοῦνται ὡς πετόμενοι ἐν τῷ ὕπνῳ, sie glauben zu fliegen, Theaet. 158 b; ὡς μὴ ἀκουσομένων οὕτω διανοεῖσθε Rep. I, 827 f; Crat. 439 c; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, 384 a; πρὸς αὑτόν, Phil. 38 e; πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν, auf, Legg. I, 628 d; οὕτω [[πρός]] τινα, so gegen Jem. gesinnt sein, Rep. I, 343 b; πῆ καὶ πῶς χρήσεται Pol. 3, 93, 2; unterscheiden, Plat. Legg. VIII, 833 c; – διανοηθέν, pass., Plat. Legg. II, 654 c; Ep. VII, 328 b.
}}
{{bailly
|btext=-οοῦμαι;<br /><i>f.</i> διανοήσομαι, <i>ao.</i> διενοήθην, <i>pf.</i> διανενόημαι;<br /><b>1</b> penser <i>au sens philos.</i><br /><b>2</b> avoir dans l'esprit, concevoir ; projeter, méditer, acc.;<br /><b>3</b> penser, méditer <i>en gén.</i><br /><b>4</b> penser, réfléchir, faire attention à;<br /><b>5</b> penser (du bien <i>ou</i> du mal) de, être disposé pour : [[πρός]] τινα PLAT pour qqn ; [[καλῶς]], [[κακῶς]] δ. PLAT être bien, mal disposé;<br /><b>6</b> faire des réflexions, rentrer en soi-même ; se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διανοέομαι''': μέλλ. -νοήσομαι, ἀόρ. διενοήθην (ἡ μετοχὴ διανοηθὲν ἀπαντᾷ ἐν παθ. σημασ. παρὰ Πλάτ. Νόμ. 654C, καὶ ὁ Διόδ. 20. 3 ἔχει μέσ. ἀόρ. -ησάμην), πρκμ. διανενόημαι, ἀποθ. ([[νοέω]]). Ἔχω κατὰ νοῦν, μελετῶ, ἔχω σκοπόν, ὡς τὸ [[μέλλω]], μετ᾿ ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ἡρόδ. 2. 121, 4, καὶ 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 724, Πλάτ., κτλ.· διανενοημένοι πέμψαι Θουκ. 4. 72· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μέλλ. ἀπαρ., Ἡρόδ. 7. 206, Θουκ. 7. 56· ὑπουργεῖν ἃ διανοούμεθα (ἐνν. ὑπουργεῖν) Ἀντιφῶν 127. 31· τί διαννούμενος εἶπε, τί εἶχε κατὰ νοῦν καὶ εἶπε…, Πλάτ. Θεαιτ. 184Α. ΙΙ. [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, μελετῶ τι, Λατ. meditari, τι Ἡρόδ. 6. 86, 4, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· δ. [[περί]] τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ 644D, 686D· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[νομίζω]] ἢ ὑποθέτω ὅτι..., ὁ αὐτ. Πρωτ. 324Β· - ἀπολ., [[σκέπτομαι]], Λατ. cogitare, [[λέγω]] νοῦν ᾧ διανοεῖται... ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 4, 3, πρβλ. 1. 4, 10 - 14· τὸ διανοεῖσθαι, τὸ σκέπτεσθαι, ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ σκέπτεσθαι, Πλάτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙΙ. μετ᾿ ἐπιρρ., [[σκέπτομαι]], εἶμαι διατεθειμένος κατά τινα τρόπον, οὕτω δ. [[πρός]] τινα, [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 343Β, Πρωτ. 352Β· [[καλῶς]], κακῶς δ. ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε, Ἰσοκρ. 9D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ὡς καὶ μετοχ., διανοοῦνται ὡς πετόμενοι, σκέπτονται, διάκεινται ὡς ἐὰν (φανταζόμενοι ὅτι) πετῶσι, Πλάτ. Θεαιτ. 158Β· πρβλ. Νόμ. 694C.
|lstext='''διανοέομαι''': μέλλ. -νοήσομαι, ἀόρ. διενοήθην (ἡ μετοχὴ διανοηθὲν ἀπαντᾷ ἐν παθ. σημασ. παρὰ Πλάτ. Νόμ. 654C, καὶ ὁ Διόδ. 20. 3 ἔχει μέσ. ἀόρ. -ησάμην), πρκμ. διανενόημαι, ἀποθ. ([[νοέω]]). Ἔχω κατὰ νοῦν, μελετῶ, ἔχω σκοπόν, ὡς τὸ [[μέλλω]], μετ᾿ ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ἡρόδ. 2. 121, 4, καὶ 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 724, Πλάτ., κτλ.· διανενοημένοι πέμψαι Θουκ. 4. 72· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μέλλ. ἀπαρ., Ἡρόδ. 7. 206, Θουκ. 7. 56· ὑπουργεῖν ἃ διανοούμεθα (ἐνν. ὑπουργεῖν) Ἀντιφῶν 127. 31· τί διαννούμενος εἶπε, τί εἶχε κατὰ νοῦν καὶ εἶπε…, Πλάτ. Θεαιτ. 184Α. ΙΙ. [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, μελετῶ τι, Λατ. meditari, τι Ἡρόδ. 6. 86, 4, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· δ. [[περί]] τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ 644D, 686D· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[νομίζω]] ἢ ὑποθέτω ὅτι..., ὁ αὐτ. Πρωτ. 324Β· - ἀπολ., [[σκέπτομαι]], Λατ. cogitare, [[λέγω]] νοῦν ᾧ διανοεῖται... ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 4, 3, πρβλ. 1. 4, 10 - 14· τὸ διανοεῖσθαι, τὸ σκέπτεσθαι, ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ σκέπτεσθαι, Πλάτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙΙ. μετ᾿ ἐπιρρ., [[σκέπτομαι]], εἶμαι διατεθειμένος κατά τινα τρόπον, οὕτω δ. [[πρός]] τινα, [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 343Β, Πρωτ. 352Β· [[καλῶς]], κακῶς δ. ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε, Ἰσοκρ. 9D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ὡς καὶ μετοχ., διανοοῦνται ὡς πετόμενοι, σκέπτονται, διάκεινται ὡς ἐὰν (φανταζόμενοι ὅτι) πετῶσι, Πλάτ. Θεαιτ. 158Β· πρβλ. Νόμ. 694C.
}}
{{bailly
|btext=-οοῦμαι;<br /><i>f.</i> διανοήσομαι, <i>ao.</i> διενοήθην, <i>pf.</i> διανενόημαι;<br /><b>1</b> penser <i>au sens philos.</i><br /><b>2</b> avoir dans l'esprit, concevoir ; projeter, méditer, acc.;<br /><b>3</b> penser, méditer <i>en gén.</i><br /><b>4</b> penser, réfléchir, faire attention à;<br /><b>5</b> penser (du bien <i>ou</i> du mal) de, être disposé pour : [[πρός]] τινα PLAT pour qqn ; [[καλῶς]], [[κακῶς]] δ. PLAT être bien, mal disposé;<br /><b>6</b> faire des réflexions, rentrer en soi-même ; se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νοέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:40, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 592] dep. pass., im Sinne haben, gesonnen sein, beabsichtigen, seq. inf., Her. 2, 121, 4; διενένωντο ποιήσειν 7, 206 (der inf. fut. ist selten, vgl. Thuc. 7, 56. 8, 55); Plat. Conv. 207 c; στρατεύειν Thuc. 6, 93; διανενόησαι προστατεύειν τῆς πόλεως Xen. Mem. 3, 6, 2; auch τὴν ἀπόβασιν, die Landung beabsichtigen, Thuc. 4, 29; durchdenken, überlegen, u. übh. denken, meinen, z. B. ἃ διανοεῖται λέγει, u. ähnl. Plat. u. Folgde, περί τινος, Plat. Theaet. 185 a u. öfter, vgl. Isocr. 1, 35; auch περί τι ὀρθῶς, Plat. Legg III, 686 d; ὑπέρ τινος, Rep. III, 414 e; seq. acc. c. inf., παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Prot. 324 b; c. ὡς et partic., διανοοῦ ὡς ἐρῶν Legg. XII, 964 a; ὡς λέγοντός μου Rep. VII, 523 c; ὡς ἀνίατον τοῦτον ὄντα Legg. IX, 854 e; διανοοῦνται ὡς πετόμενοι ἐν τῷ ὕπνῳ, sie glauben zu fliegen, Theaet. 158 b; ὡς μὴ ἀκουσομένων οὕτω διανοεῖσθε Rep. I, 827 f; Crat. 439 c; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, 384 a; πρὸς αὑτόν, Phil. 38 e; πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν, auf, Legg. I, 628 d; οὕτω πρός τινα, so gegen Jem. gesinnt sein, Rep. I, 343 b; πῆ καὶ πῶς χρήσεται Pol. 3, 93, 2; unterscheiden, Plat. Legg. VIII, 833 c; – διανοηθέν, pass., Plat. Legg. II, 654 c; Ep. VII, 328 b.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
f. διανοήσομαι, ao. διενοήθην, pf. διανενόημαι;
1 penser au sens philos.
2 avoir dans l'esprit, concevoir ; projeter, méditer, acc.;
3 penser, méditer en gén.
4 penser, réfléchir, faire attention à;
5 penser (du bien ou du mal) de, être disposé pour : πρός τινα PLAT pour qqn ; καλῶς, κακῶς δ. PLAT être bien, mal disposé;
6 faire des réflexions, rentrer en soi-même ; se repentir.
Étymologie: διά, νοέω.

Greek (Liddell-Scott)

διανοέομαι: μέλλ. -νοήσομαι, ἀόρ. διενοήθην (ἡ μετοχὴ διανοηθὲν ἀπαντᾷ ἐν παθ. σημασ. παρὰ Πλάτ. Νόμ. 654C, καὶ ὁ Διόδ. 20. 3 ἔχει μέσ. ἀόρ. -ησάμην), πρκμ. διανενόημαι, ἀποθ. (νοέω). Ἔχω κατὰ νοῦν, μελετῶ, ἔχω σκοπόν, ὡς τὸ μέλλω, μετ᾿ ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ἡρόδ. 2. 121, 4, καὶ 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 724, Πλάτ., κτλ.· διανενοημένοι πέμψαι Θουκ. 4. 72· ὡσαύτως μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Ἡρόδ. 7. 206, Θουκ. 7. 56· ὑπουργεῖν ἃ διανοούμεθα (ἐνν. ὑπουργεῖν) Ἀντιφῶν 127. 31· τί διαννούμενος εἶπε, τί εἶχε κατὰ νοῦν καὶ εἶπε…, Πλάτ. Θεαιτ. 184Α. ΙΙ. σκέπτομαι περί τινος, μελετῶ τι, Λατ. meditari, τι Ἡρόδ. 6. 86, 4, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· δ. περί τινος, περί τι Πλάτ. Νόμ 644D, 686D· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., νομίζω ἢ ὑποθέτω ὅτι..., ὁ αὐτ. Πρωτ. 324Β· - ἀπολ., σκέπτομαι, Λατ. cogitare, λέγω νοῦν ᾧ διανοεῖται... ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 4, 3, πρβλ. 1. 4, 10 - 14· τὸ διανοεῖσθαι, τὸ σκέπτεσθαι, ἡ ἐνέργεια τοῦ σκέπτεσθαι, Πλάτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙΙ. μετ᾿ ἐπιρρ., σκέπτομαι, εἶμαι διατεθειμένος κατά τινα τρόπον, οὕτω δ. πρός τινα, περί τινος ὁ αὐτ. Πολ. 343Β, Πρωτ. 352Β· καλῶς, κακῶς δ. ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε, Ἰσοκρ. 9D· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ὡς καὶ μετοχ., διανοοῦνται ὡς πετόμενοι, σκέπτονται, διάκεινται ὡς ἐὰν (φανταζόμενοι ὅτι) πετῶσι, Πλάτ. Θεαιτ. 158Β· πρβλ. Νόμ. 694C.

Spanish (DGE)

• Morfología: [raro en v. act., Plu.2.425d, Philostr.Im.2.1; jón. plusperf. 3a plu. διενένωντο Hdt.7.207]
I en pres., fut. o perf. pensar
1 pensar, tener intención de, planear c. ac. compl. dir. μαθὼν ... ταῦτά μιν διανοεύμενον Hdt.3.122, cf. Pl.Alc.1.106a, Tht.184a, μηδὲν δίκαιον Th.5.35, cf. 4.29, αἱ χεῖρες ἃ διανοούμεθα ... ὑπουργοῦσιν Antipho 4.3.4, δυσχερές τι ... περὶ τῆς πόλεως Plb.30.5.10, αἰνίγματα LXX Da.8.23, cf. 2Pa.2.13, οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ θεοῦ ῥυθμόν τινα οἶμαι διανοοῦντες creo que los ojos del dios tienen en mente, e.e. están componiendo cierto ritmo de Eros, Philostr.l.c., Περὶ τοῦ πῶς ἕκαστα λέγομεν καὶ διανοούμεθα tít. de una obra de Crisipo, Chrysipp.Stoic.2.9, c. περί y gen. περὶ ... τῆς ... ἀσεβείας Plb.4.17.11, c. ἐπί y ac. πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρά LXX Ge.6.5, c. part. de fut. πείσων ἐκεῖνον διανοοῦ D.50.26, c. inf. οὕτω διενένωντο ποιήσειν Hdt.l.c., τόν τε πόλεμον διενοοῦντο προθύμως οἴσειν Th.4.121, cf. 7.56, τοὺς δὲ ... κατακλιθέντας πίνειν διανοέεσθαι Hdt.2.121δ, ἀγαθὸν μηδὲ διανοέεσθαι περὶ παραθήκης ἄλλο γε ἢ ἀπαιτεόντων ἀποδιδόναι sobre el depósito conviene no proyectar otra cosa que devolverlo cuando lo reclamen Hdt.6.86δ, Βρασίδας ... ὡς εἶδε ... διενοεῖτο ἀναχωρεῖν Th.4.125, cf. 72, 6.93, τὴν δ' ... πέτεσθαι διανοουμένην Ar.Lys.724, cf. Nu.481, Pax 103, Au.1421, διανοῇ ἐμοὶ πράγματα παρέχειν ἀντιλαμβανόμενος pretendes ponerme en un aprieto con tus objeciones Pl.R.504e, cf. Th.5.43, Ar.Th.71, Ra.526, X.Mem.3.6.2, Macho 147, Plu.Cam.34, οὐδὲν μᾶλλον ... ἀποδοῦναι διανοούμενος D.56.13, διενοήσατο τῆς μὲν πόλεως ἀπολιπεῖν τὴν ... φυλακήν D.S.20.3, c. ὅπως y fut. ind. οἱ δὲ Πάριοι ὅκως μέν τι δώσουσι Μιλτιάδῃ ἀργύριον οὐδὲ διενοεῦντο los Parios no se plantearon ni por un instante la posibilidad de entregar a Milcíades dinero alguno Hdt.6.133
pensarse uno algo οὐ μέντοι εὐθύς γε ἀπέστη τῶν Ἀθηναίων, ἀλλὰ διενοεῖτο sin embargo no hizo defección de los atenienses inmediatamente, sino que se lo estaba pensando Th.5.80.
2 pensar, reflexionar, discurrir (ἡ ψυχή) διανοουμένη οὐκ ἄλλο τι ἢ διαλέγεσθαι el alma al reflexionar no (hace) otra cosa que dialogar Pl.Tht.189e, καθάπερ ἐν τοῖς πρόσθεν δεῖ διανοεῖσθαι Pl.Lg.733c, cf. Ti.20b, Epicur.Fr.[34.7] 1, τὸ δὲ διανοεῖσθαι καὶ φιλεῖν ἢ μισεῖν οὐκ ἔστιν ἐκείνου πάθη reflexionar, amar u odiar no son afecciones suyas (del intelecto), Arist.de An.408b25, λέγειν ... καὶ διανοεῖσθαι Chrysipp.Stoic.2.250, ὁρᾶν ... καὶ διανοεῖσθαι Epicur.Ep.[2] 49, cf. Eu.Petr.11.44, μήτε διανοεῖσθαι μήτε αἰσθάνεσθαι Placit.5.20.5 (= Diog.Apoll.A 30), c. dat. instrum. λέγω δὲ νοῦν ᾧ διανοεῖται καὶ ὑπολαμβάνει ἡ ψυχή Arist.de An.429a23, cf. Plot.4.3.29, c. ac. int. οὔτε ὅσιον οὔτ' ἀληθὲς τὸ διανόημα διανοοίμεθ' ἄν Pl.Lg.903a, ἀνάγκη αὐτὴν (διάνοιαν) ἤτοι ἀμφότερα ἢ τὸ ἕτερον διανοεῖσθαι Pl.Tht.189e, τὸ ... αὐτὸν τοιαῦτα διανοεῖσθαι οὐ ... θαυμαστόν X.HG 7.5.19, διανοεῖσθαι χεῖρον X.Mem.4.8.8, οὐκ ἂν λάθοις θεὸν πράττων ἄδικα, οὐδὲ γὰρ διανοούμενος Sext.Sent.66, ἐν [ἑ] αυτῷ ... διανοεῖσθαι pensarse a sí mismo Epicur.Fr.[34.15] 3, c. περὶ y gen. περὶ τῶν προσπεπτωκότων Plb.15.29.7, en v. pas. τὸ διανενοημένον εἰπεῖν decir lo que se ha pensado Hp.Praec.14, c. or. complet. c. ὡς: εἰ γὰρ καὶ διανοεῖταί τις ὡς δεῖ Pl.Alc.1.109c, c. interr. indir. δεῖ διανοεῖσθαι ποίους (βίους) φύσει βουλόμεθα Pl.Lg.733d, cf. Plb.3.41.8, διενοεῖτο μετὰ τἀδελφοῦ ... ποῦ καὶ πῶς δεῖ ποιεῖσθαι τὴν ὁρμήν Plb.3.85.6.
3 pensar, considerar, creer c. doble ac. τί χρὴ διανοεῖσθαι τὰς τῶν τμημάτων ἐπιφανείας, ἴσας ἢ ἀνίσους γιγνομένας; Democr.B 155, ἡμᾶς ἀφθάρτους διανοοῦ Epicur.Fr.[65], c. inf. διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b, c. or. complet. de ὡς y part. διανοεῖσθαι ὡς διαλλαγησομένων καὶ οὐκ ἀεὶ πολεμησόντων Pl.R.470e, ὅταν ... ὡς πετόμενοι ἐν τῷ ὕπνῳ διανοῶνται Pl.Tht.158b, c. adv. οὐκ ὀρθῶς διανοεῖται Aristox.Harm.51.16, c. περί y gen. ταῦτα χρὴ καὶ περὶ θεοῦ διανοεῖσθαι Arist.Mu.399b20, cf. Luc.DMort.26.1
c. adv. de modo y giro prep. tener determinada posición respecto a c. πρός y ac. τοὺς ... ἄρχοντας ... ἄλλως ... διανοεῖσθαι πρὸς τοὺς ἀρχομένους que los gobernantes tienen respecto a los gobernados una posición distinta Pl.R.343b, cf. Lg.628d, 686d, οἱ οὐκ εὖ διανοούμενοι πρὸς ὑμᾶς D.H.6.50, c. περί y gen. οὕτω διανοοῦνται περὶ ἡμῶν Luc.ITr.20, περὶ τοῦ κυρίου Ath.Al.Decr.17.9
en v. act. distinguir ὥσπερ ... τῆς ἀπειρίας ἐν αὑτῇ κάτω τε καὶ ἄνω διανοῆσαι διδούσης como si la infinitud pudiera distinguir en sí misma un arriba y un abajo Plu.l.c.
II en aor. concebir un pensamiento
1 pensar, hacerse una idea, figurarse c. ac. τί οὖν φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ καλεύμενος ἰητρὸς ... ἢ κεῖνος ὁ ... τροφὴν ... εὑρών; entonces, ¿en qué parece pensar de forma diferente el llamado médico que aquél que descubrió la alimentación? Hp.VM 7, πάντα περὶ ὧν ἂν οὕτω διανοηθῶσιν Pl.Lg.686d, τοῦτο γὰρ ἀδύνατον διανοηθῆναι Epicur.Ep.[2] 60, γῆν στερεὰν καὶ ἀδιάλυτον διανοηθῆναι Epicur.Fr.[29.23] 4, συγγραφεὺς ... οὐδ' ἂν αὐτὸς <ἐν> αὑτῷ διανοηθῆναι ... τολμῆσαι τοιοῦτον un historiador no se atrevería a figurarse algo así Plb.12.8.6, εἴ τις διανοηθείη πύρινον πόλεμον Plb.35.1.6, cf. 8.27.2, D.H.3.20
tb. abs. concebir una idea εἰπεῖν καὶ διανοηθῆναι καὶ στέξαι τὸ κριθὲν δυνατός Plb.4.8.2
c. sign. pas. τὸ διανοηθέν subst. lo imaginado, lo concebido Pl.Lg.654c.
2 decidir αὐτὴν διανοηθῆναι μνημήιον καταλιπέσθαι Hdt.2.126, ταῦτα διανοηθεὶς ἐκεῖνος Is.1.11, ὁ ἀμυνόμενος τύπτειν καὶ οὐκ ἀποκτεῖναι διανοηθεὶς ἥμαρτεν Antipho 4.4.4, cf. D.43.18, c. giros prep. περὶ δὲ τούτων διανοηθῶμεν οὑτωσί Pl.Lg.644d, περὶ τὰ νῦν λεγόμενα ταὐτὸν δεῖ διανοηθῆναι Pl.Epin.987e, ὁ γὰρ κακῶς διανοηθεὶς περὶ τῶν οἰκείων Isoc.1.35, abs. εἶπεν ... ὁ θεὸς διανοηθείς LXX Ge.8.21.
3 c. ἐν y dat. penetrar con la mente ἐν πανουργεύμασιν αὐτῶν διηνοήθη penetra en sus proyectos LXX Si.42.18.

Greek Monotonic

διανοέομαι: μέλ. -νοήσομαι, αόρ. αʹ διενοήθην, παρακ. διανενόημαι, αποθ. (νοέω
I. διανοούμαι, προτίθεμαι, σκοπεύω, μελετώ· με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. ξανασκέφτομαι ή λαμβάνω υπόψιν, Λατ. meditari, τι, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., σκέφτομαι, στοχάζομαι ή υποθέτω ότι, σε Πλάτ.
III. με επίρρ., είμαι πρόθυμος ή προδιατεθειμένος έτσι και αλλιώς, καλῶς, κακῶς δ., στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νοέομαι, Ion. imperf. med. 3 plur. ook διενοεῦντο, in gedachten hebben, denken aan, over... denken: met inf.:; πίνειν διανοέεσθαι (dat zij) alleen maar dachten aan drinken Hdt. 2.121.δ.4; τὸ στόμα αὐτοῦ διενοοῦντο κλῄσειν zij bedachten dat ze de ingang ervan zouden afsluiten Thuc. 7.56.1; met AcI:; διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν hij denkt dat voortreffelijkheid door training ontstaat Plat. Prot. 324b; met ὅπως + indic. fut.:; ὅκως... τι δώσουσι Μιλτιάδῃ ἀργύριον οὐδὲ διενοεῦντο zij peinsden er zelfs niet over om Miltiades enig geld te geven Hdt. 6.133.3; met acc., περί + acc. of gen.:; τί... διανοούμενος εἶπε wat hij in gedachten had toen hij sprak? Plat. Tht. 184a; περὶ τούτων διανοηθῶμεν οὑτωσί laten we daarover deze gedachtengang volgen Plat. Lg. 644d; περί τι ὀρθῶς διανοεῖσθαι over iets een juiste gedachte koesteren Plat. Lg. 688d; met πρός + acc.:; πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν δ. het denken richtend op het geluk van de staat Plat. Lg. 628d; πρὸς αὑτὸν δ. bij zichzelf denken Plat. Phlb. 38e; μέτριον εἶναι... τοῖς κρατοῦσι... διανοεῖσθαι ὡς διαλλαγησομένων het getuigt van gematigd optreden voor de overwinnaars om in gedachten te houden dat (de overwonnenen) zich zullen verzoenen Plat. Resp. 470e; ptc. aor. pass. met pass. bet. subst.: τὸ διανοηθὲν εἶναι καλόν dat waarvan bevonden is dat het mooi is Plat. Lg. 628d Plat. Lg. 654c; τὰ διανοηθέντα de plannen Plat. Epist. 328b.

Russian (Dvoretsky)

διανοέομαι:
1) замышлять, затевать, намереваться (ποιεῖν или ποιήσειν τι Her., Thuc., Xen., Plat.; τὴν ἀπόβασιν ἐς τὴν νῆσον Thuc.);
2) обдумывать, устраивать: ὁ κακῶς διανοηθεὶς περὶ τῶν οἰκείων Isocr. плохо ведущий свои домашние дела; διανοούμενος, πῇ καὶ πῶς χρήσεται … Polyb. обдумывая, как ему использовать …;
3) (тж. δ. πρὸς αὑτόν и ἐν ἑαυτῷ Plat.) думать, полагать, считать (δ. παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Plat.): ὡς μὴ ἀκουσομένων, οὕτω διανοεῖσθε Plat. вообразите (положим), что мы не услышим (ваших слов); οὐκ ὀρθῶς (v. l. καλῶς) διανοεῖσθε Plat. вы ошибаетесь (досл. вы неправильно думаете);
4) быть расположенным или настроенным (πρός τινα Plat.);
5) размышлять, мыслить (περὶ οὗ αἰσθανόμεθα, πολλάκις καὶ διανοούμεθά τι Arst.).

Middle Liddell

or διανοοῦμαι, fut. διανοήσομαι aor1 διενοήθην perf. διανενόημαι νοέω
I. Dep.: to be minded, intend, purpose to do, c. inf., Hdt., etc.
II. to think over or of, Lat. meditari, τι Hdt.: c. acc. et inf. to think or suppose that, Plat.
III. with adv. to be minded or disposed so and so, καλῶς, κακῶς δ. Plat.

Greek Monolingual

διανοοῦμαι, διανοέομαι και διανοῶ, διανοέω)
1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι
2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ
νεοελλ.
(η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος
ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης
αρχ.
1. σκοπεύω, προτίθεμαι
2. νομίζω, υποθέτω
3. αποφασίζω
4. είμαι διατεθειμένος κατά κάποιον τρόπο («καλῶς, κακῶς, εὖ, οὓτω... διανοοῦμαι»).