Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοῦργος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
|elnltext=κακοῦργος -ον, ep. en Ion. κακοεργός [κακός, ἔργον] kwaadaardig, misdadig; overdr.:; γαστὴρ κακοεργός lastige (hongerige) buik Od. 18.54; subst. misdadiger, crimineel. schadelijk, met gen.: κακοῦργος τῆς πόλεως schadelijk voor de stad Plat. Resp. 421b.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοῦργος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[κακοεργός|κᾰκοεργός]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[преступный]], [[злой]] ([[ἀνήρ]] Soph.; [[μάχαιρα]] Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;<br /><b class="num">2)</b> [[зловредный]] (ἐπιθυμίαι Plat.; [[λόγος]] Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, [[ἑαυτοῦ]] δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[злодей]], [[разбойник]], [[грабитель]] Thuc., Dem., NT, Plut.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκοῦργος:''' Επικ. κακο-εργός, -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κακοποιός]], [[βλαπτικός]], [[φαύλος]], διεφθαρμένος, [[μοχθηρός]], γαστὴρ [[κακοεργός]], επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακοῦργοι κλῶπες</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀνήρ]], σε Σοφ.· κακουργότατος [[λόγος]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προξενεί [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], με γεν., <i>κ. εἶναί τινος</i>, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοῦργος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[κακοεργός|κᾰκοεργός]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[преступный]], [[злой]] ([[ἀνήρ]] Soph.; [[μάχαιρα]] Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;<br /><b class="num">2)</b> [[зловредный]] (ἐπιθυμίαι Plat.; [[λόγος]] Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, [[ἑαυτοῦ]] δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[злодей]], [[разбойник]], [[грабитель]] Thuc., Dem., NT, Plut.
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοῦργος -ον, ep. en Ion. κακοεργός [κακός, ἔργον] kwaadaardig, misdadig; overdr.:; γαστὴρ κακοεργός lastige (hongerige) buik Od. 18.54; subst. misdadiger, crimineel. schadelijk, met gen.: κακοῦργος τῆς πόλεως schadelijk voor de stad Plat. Resp. 421b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοῦργος Medium diacritics: κακοῦργος Low diacritics: κακούργος Capitals: ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kakoûrgos Transliteration B: kakourgos Transliteration C: kakoyrgos Beta Code: ka/kourgos

English (LSJ)

Ep. κακοεργός (also late Prose, Porph.Abst. 2.38; A δαιμόνια κακοεργά Aen.Gaz.Thphr.p.60B.), ον, (ἔργον) doing ill, mischievous, knavish, once in Hom., ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός importunate, Od.18.54; freq. later, κλῶπες κακοῦργοι Hdt. 1.41; κ. ἀνήρ S.Aj.1043; also κακουργότατος λόγος D.20.125; κ. μάχαιρα AP11.136 (Lucill.); κακουργότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2. Adv. κακούργως = perversely Poll.3.132. 2 as substantive, malefactor, criminal in the eye of the law, Ps.-Phoc.133, Th.1.134, PLille 1.7.20 (iii B.C.), Ev.Luc. 23.32, etc.; οὐδεὶς κακοεργός Theoc.15.47; at Athens, technically, thief, robber, ὁ τῶν κακούργων νόμος Antipho5.9, cf. 16, Lys.13.78, D.22.28, 24.102. II c. gen., doing harm to, κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος, X.Mem.1.5.3, cf. Pl.R.421b: abs., harmful, κ. ἐπιθυμίαι ib.554c; καρτερία Id.La.192d; ἄγνοια κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη Id.Alc.1.118a.

German (Pape)

[Seite 1305] (zsgzgn aus κακοεργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abs. pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ κακοῦργος malfaiteur (voleur, meurtrier, etc.) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants ou vicieux, le vice;
2 avec un rég. qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, gén;
Cp.
κακουργότερος, Sp. κακουργότατος.
Étymologie: κακός, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοῦργος -ον, ep. en Ion. κακοεργός [κακός, ἔργον] kwaadaardig, misdadig; overdr.:; γαστὴρ κακοεργός lastige (hongerige) buik Od. 18.54; subst. misdadiger, crimineel. schadelijk, met gen.: κακοῦργος τῆς πόλεως schadelijk voor de stad Plat. Resp. 421b.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοῦργος:
I эп. κᾰκοεργός 2
1) преступный, злой (ἀνήρ Soph.; μάχαιρα Anth.): κακοῦργοι κλῶπες Her. грабители;
2) зловредный (ἐπιθυμίαι Plat.; λόγος Dem.; ζῷα Arst.): κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δέ πολὺ κακουργότερος Xen. (распутный человек) причиняет вред другим, но гораздо более самому себе.
IIзлодей, разбойник, грабитель Thuc., Dem., NT, Plut.

English (Strong)

from κακός and the base of ἔργον; a wrong-doer, i.e. criminal: evil-doer, malefactor.

English (Thayer)

κακουργον (contracted from κακοεργος, from κακόν and ἘΡΓΩ; cf. πανοῦργος, and on the accent of both see Göttling, Lehre v. Accent, p. 321; (Chandler § 445)), as a substantive, a malefactor: Winer's Grammar, 530 (493); Buttmann, § 150,3), 39. (Sophocles and) Herodotus down.)

Greek Monolingual

-α, -ο και -ικο (AM κακοῦργος, -ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, -ές και κακοεργός, -όν)
1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο
ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)
2. πολύ κακός, εγκληματικός (α. «κακοῦργος ἀνήρ» β. «κακοῦργος μάχαιρα» γ. «κακούργα ένστικτα»)
μσν.-αρχ.
(για ελαττώματα) επιβλαβής, βλαβερός (α. «ἄγνοια κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», Πλάτ.
β. «νεανικόν τι καὶ κακοῦργον... κατά τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. πολύ σκληρός, ανελέητος («κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος», Πλάτ.)
2. (ειδ. στο αττ. δίκαιο) κλέφτης, ληστής («ὁ τῶν κακούργων νόμος», Αντιφ.).
επίρρ...
κακούργως (Α)
με κακουργία, με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οῦργος (< ἔργον). Σημειώνεται ότι το κακοῦργος και το πανοῦργος αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) σύνθετα σε -ουργος έναντι τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -ουργός (δημιουργός, δραματουργός, λειτουργός, ξυλουργός, σιδηρουργός υπουργός, κ.λπ.)].

Greek Monotonic

κᾰκοῦργος: Επικ. κακο-εργός, -όν (*ἔργω
I. 1. κακοποιός, βλαπτικός, φαύλος, διεφθαρμένος, μοχθηρός, γαστὴρ κακοεργός, επίμονη, πιεστική, απαιτητική, σε Ομήρ. Οδ.· κακοῦργοι κλῶπες, σε Ηρόδ.· ἀνήρ, σε Σοφ.· κακουργότατος λόγος, σε Δημ.
2. ως ουσ., κακοποιός, εγκληματίας, σε Θουκ. κ.λπ.· ιδίως, κλέφτης, ληστής, σε Δημ.
II. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, με γεν., κ. εἶναί τινος, αυτός που βλάπτει, καταστρέφει κάποιον, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κακοῦργος: Ἐπικ. κακοεργός, όν, (ἔργον): ― πράτων τὸ κακόν, βλαπτικός, φαῦλος, μοχθηρός, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἀλλά με γαστήρ ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· συχνάκις βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· κακοῦργος ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· ὡσαύτως, κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος λόγος Δημ. 494. 26, κτλ.· κακοῦργος μάχαιρα Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, κακοῦργος, ἔνοχος κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), κλέπτης ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., αὐτόθι 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.

Middle Liddell

[*ἔργω
I. doing ill, mischievous, knavish, villanous, γαστὴρ κακοεργός importunate, Od.; κακοῦργοι κλῶπες Hdt.; ἀνήρ Soph.; κακουργότατος λόγος Dem.
2. as substantive a malefactor, criminal, Thuc., etc.: esp. a thief, robber, Dem.
II. doing harm, hurtful, c. gen., κ. εἶναί τινος to hurt any one, Xen.

Chinese

原文音譯:kakoàrgoj 卡克-烏而哥士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:邪惡-行為(者)
字義溯源:犯罪的人,作惡的,犯法的,犯人;由(κακός)*=卑劣的)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)參讀 (κακός)同源字
出現次數:總共(4);路(3);提後(1)
譯字彙編
1) 犯人(4) 路23:32; 路23:33; 路23:39; 提後2:9

English (Woodhouse)

base, criminal, dishonourable, harmful, malign, mischievous, morally, rascally, wicked, ill-doing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)